
Αν κανείς φέρει στο νου του τον Παναμά, αυτόματα θα πάει ταξιδέψει στα απέραντα τροπικά δάση με την τόσο πλούσια βλάστηση. Μέσα σε αυτό το υπέροχο σκηνικό της φύσης, μπορεί να βρει κανείς τους Ngäbe-Buglé. Οι Ngäbe-Buglé, οι αυτόχθονες του Παναμά, έχουν φτιάξει τους δικούς τους μικρούς οικισμούς μέσα στο δάσος και ταυτίζονται με τις κοινότητές τους πιο άμεσα παρά με την εθνικότητά τους, γεγονός που με τη σειρά του επηρεάζει το επίπεδο της πολιτικής οργάνωσής τους σε εθνικό επίπεδο.
Η κοινότητα
Οι Ngäbe-Buglé οργανώθηκαν τον εικοστό αιώνα στην προσπάθειά τους να προστατέψουν τη γη, αλλά και τον πολιτισμό τους. Η κοινωνία τους διαταράχθηκε από την εξάπλωση των φυτειών μπανάνας, την κατασκευή της Διαμερικανικής Εθνικής Οδού ς και την απαλλοτρίωση των κοινοτικών τους γαιών από αγρότες και κτηνοτρόφους.
Το Σύνταγμα του 1972 απαιτούσε από την κυβέρνηση του Παναμά να δημιουργήσει comarcas (όπως ονομάζονται οι κοινότητες των αυτοχθόνων) όπως και αποθέματα , αλλά αυτή η πολιτική δεν εφαρμόστηκε καθολικά. Μετά από χρόνια διαμαρτυρίας, το 1997 οι Ngäbe-Buglé κατόρθωσαν να αποκτήσουν την δική τους comarca. Ωστόσο, σε μεγάλο βαθμό έχασαν αρκετά από τα δικαιώματα που είχαν στην γη τους, γεγονός που οδήγησε πολλούς πολλούς στο να εγκαταλείψουν την comarca και να προσχωρήσουν στο εργατικό δυναμικό του Παναμά. Βέβαια, εκεί τους δόθηκαν οι χαμηλότερες αμειβόμενες και πιο επίπονες σωματικά, θέσεις εργασίας.
Τα προβλήματα στις κοινότητες
Οι ανεπαρκείς κοινωνικές υπηρεσίες εξακολουθούν να είναι το σημαντικότερο πρόβλημα στις απομακρυσμένες περιοχές όπου βρίσκονται οι οικισμοί Ngäbe-Buglé. Αν και η κυβέρνηση του Παναμά έχει δεσμευτεί ρητά στα δικαιώματα και την ευημερία των παιδιών, αυτά τα οφέλη συχνά δεν φτάνουν στις περιοχές Ngäbe-Buglé. Τα παιδιά των αυτοχθόνων δεν είναι πάντα σε θέση να φοιτήσουν στο σχολείο εξαιτίας οικονομικών προβλημάτων, της έλλειψης σχολείων, της δυσκολίας στην μετακίνηση και της ανεπάρκειας των κρατικών πόρων.
Στις φυτείες ζάχαρης, καφέ και μπανάνας της χώρας, οι άνθρωποι της Ngäbe-Buglé συνεχίζουν να εργάζονται κάτω από χειρότερες συνθήκες, σε αντίθεση με τους μη αυτόχθονες, οι οποίοι απολαμβάνουν διάφορα προνόμια. Οι οικογένειες των μεταναστών Ngäbe-Buglé αφήνουν τους απομονωμένους οικισμούς τους αναζητώντας εισόδημα. Κατά τη συγκομιδή του ζαχαροκάλαμου, του καφέ, των μπανανών, των πεπονιών και των ντοματών, οι ιδιοκτήτες αγροκτημάτων πληρώνουν συχνά ανάλογα με τον όγκο της συγκομιδής, οδηγώντας πολλούς εργάτες Ngäbe-Buglé να πάρουν τα μικρά παιδιά τους στα χωράφια, προκειμένου να βοηθήσουν στην εργασία.
Όπως και άλλες αυτόχθονες κοινότητες στον Παναμά, έπρεπε να αντιμετωπίσουν την παραβίαση των δικαιωμάτων γης τους. Η πιο πρόσφατη περίπτωση, είχε να κάνει με ένα εξαιρετικά αμφιλεγόμενο υδροηλεκτρικό έργο γνωστό ως «Barro Blanco». Αυτό το έργο προτάθηκε για πρώτη φορά από τον τότε Πρόεδρο Martin Torrijos και συνεχίστηκε, υπερασπιζόμενο από τον διάδοχό του, Πρόεδρο Ricardo Martinelli, ως μέσο για να βελτιωθεί η ενεργειακή ασφάλεια της χώρας, μέσω πράσινων πηγών ενέργειας. Στη συνέχεια, το έργο καταχωρήθηκε από τον Μηχανισμό Καθαρής Ανάπτυξης (CDM) που χρηματοδοτείται από τα Ηνωμένα Έθνη (ΟΗΕ), ένα χρηματοδοτικό εργαλείο που δημιουργήθηκε μετά το Πρωτόκολλο του Κιότο για την υποστήριξη της κλιματικής προσαρμογής. Μετά την έγκριση, το έργο έλαβε στη συνέχεια 50 εκατομμύρια δολάρια επιπλέον χρηματοδότηση, από ευρωπαϊκές τράπεζες επενδύσεων.
Ωστόσο, το έργο προκάλεσε αυξανόμενες διεθνείς αντιδράσεις μέσω αναφορών, καθώς το έργο σύμφωνα με τις οποίες, εγκρίθηκε χωρίς την ελεύθερη, προηγούμενη και ενημερωμένη συγκατάθεση της πληγείσας κοινότητας Ngäbe-Buglé. Συγκεκριμένα, το έργο επικρίθηκε έντονα από τον Ειδικό Εισηγητή για τα δικαιώματα των αυτόχθονων πληθυσμών, Τζέιμς Άνγια, το 2014. Η διαμάχη οδήγησε τελικά την κυβέρνηση του Παναμά να αποσύρει επίσημα το έργο από το CDM, τον Νοέμβριο του 2016. Ωστόσο, παρά την αντίθεση της κοινότητας μέχρι την ολοκλήρωση του φράγματος, τον Δεκέμβριο του 2016 το Ανώτατο Δικαστήριο του Παναμά αποφάσισε υπέρ του έργου, θεωρώντας τον Μπάρο Μπλάνκο θέμα «δημόσιου συμφέροντος».
Το έργο απεικονίζει τις πιθανές παγίδες πολλών διεθνών μηχανισμών περιβαλλοντικής χρηματοδότησης, όπως το CDM και το Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για τη μείωση των εκπομπών από την αποψίλωση των δασών και την υποβάθμιση των δασών (REDD +), εάν έργα μεγάλης κλίμακας υλοποιούνται χωρίς επαρκή διαβούλευση με τις τοπικές κοινότητες.
Αν και οι Ngäbe-Buglé δεν είναι οι μόνοι αυτόχθονες που έχουν υποστεί εκτοπισμό ή άλλες επιπτώσεις εξαιτίας αναπτυξιακών προγραμμάτων που υποτίθεται ότι αποσκοπούν στη μείωση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, το ανθρώπινο και περιβαλλοντικό κόστος για την κοινότητα ήταν καταστροφικό. Από την όχθη του ποταμού, οι καλλιέργειες έχουν καταστραφεί και η περιοχή μαστίζεται από κουνούπια. Το έργο οδήγησε στην απομάκρυνση των σπιτιών των Ngäbe-Buglé. Ιερά πετρογλυφικά που παραδοσιακά λατρεύονταν κατά τη διάρκεια ενός ετήσιου προσκυνήματος, έχουν επίσης βυθιστεί κάτω από τα νερά του φράγματος. Τον Μάιο του 2018, ο ποταμός Tabasará αποστραγγίστηκε για εργασίες συντήρησης φράγματος, εξαλείφοντας τα τοπικά αποθέματα και αφήνοντας πολλά Ngäbe-Buglé χωρίς πηγή πρωτεϊνών. Η υπόθεσή τους υπογραμμίζει τη σημασία να διασφαλιστεί ότι οποιεσδήποτε επενδύσεις στην ανθεκτικότητα στο κλίμα σέβονται τα δικαιώματα των αυτόχθονων κοινοτήτων και πραγματοποιούνται μόνο με την πλήρη συγκατάθεσή τους.
Με πληροφορίες από το minorityrights.org
Άννα Σαϊνίδου