Το 1994 οι Forester και Morrison όρισαν το Ηλεκτρονικό Έγκλημα (Computer Crime) σαν «μια εγκληματικήπράξη στην οποία ο ηλεκτρονικός υπολογιστής χρησιμοποιείται ως κυριότερο μέσο τέλεσης της».

Υιοθετώντας μια τριπλή προσέγγιση (Αγγέλης, 2000) που τείνει να επικρατήσει σήμερα, μπορούμε να θεωρήσουμε το ηλεκτρονικό έγκλημα ως:

· μια νέα μορφή εγκλήματος, που διαπράττεται με τη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών

· μια παραλλαγή των ήδη υπαρχόντων εγκλημάτων, τα οποία διαπράττονται με υπολογιστές

· μια εγκληματική πράξη στην εκδήλωση της οποίας συμμετέχει καθ΄ οποιονδήποτε τρόπο ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής.

Στην αγγλική γλώσσα οι όροι που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν το ηλεκτρονικό έγκλημα ποικίλουν είναι: e-crime, cybercrime, computer-crime, internet related crime και hitech-crime .Αντιστοίχως, στην ελληνική γλώσσα οι όροι που χρησιμοποιούνται είναι ηλεκτρονικό έγκλημα, δικτυακό έγκλημα και έγκλημα του κυβερνοχώρου.

Βασικό συστατικό στοιχείο του ηλεκτρονικού εγκλήματος, αποτελεί η ύπαρξη μιας συσκευής ηλεκτρονικής επεξεργασίας δεδομένων, όπως ηλεκτρονικός υπολογιστής, κινητό τηλέφωνο, palmtop, notepad κλπ.Κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζει ο Η/Υ,ο οποίος μπορεί:

Να αποτελεί τον στόχο κάποιας επίθεσης.

Να αποτελεί το μέσο διάπραξης κάποιας επίθεσης.

Να αποτελεί ένα βοηθητικό μέσο για τη διάπραξη του εγκλήματος.

Αν θέλαμε να ορίσουμε το «Ηλεκτρονικό Έγκλημα» θα μπορούσαμε να πούμε ότι γενικότερα είναι κάθε παράνομη δραστηριότητα που για την διάπραξη αλλά και για την αντιμετώπισή της απαιτείται η τεχνολογική γνώση. Ο ορισμός του ηλεκτρονικού εγκλήματος έχει να κάνει με την οπτική γωνία από την οποία εξετάζεται. Αυτή η πολυμορφία του εγκλήματος είναι που δυσχεραίνει και τον νομοθέτη, ο όποιος αποφεύγει να του προσδώσει έναν ορισμό και είτε αφήνει αυτήν την αρμοδιότητα στα δικαστήρια και στην παραγόμενη νομολογία, είτε δανείζεται τους χρησιμοποιούμενους από την τεχνολογία όρους.

Αρχές που Εποπτεύουν την Προστασία του Διαδικτύου στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα, λειτουργούν τρείς ανεξάρτητες αρχές που εποπτεύουν σε ζητήματα ασφάλειας και προστασίας στο διαδίκτυο και στις επικοινωνίες γενικότερα και σε αυτές μπορούν να αναφερθούν σχετικά προβλήματα. Αυτές είναι η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα , η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.) και η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε.Ε.Τ.Τ.) . Και οι τρείς αυτοί φορείς έχουν το δικαίωμα να επιβάλλουν ιδιαίτερους όρους σχετικά με την τήρηση του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών στις εταιρείες που διαθέτουν άδεια χρήσης τηλεπικοινωνιών δραστηριοτήτων και σε αυτές υπάγονται και οι Πάροχοι Υπηρεσιών Διαδικτύου (ISP’s).

 Προστασία Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα

Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων προσωπικού Χαρακτήρα, λειτουργεί από το 1977 σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.2472/1997 και έχει ως αποστολή την εποπτεία της τήρησης του προσωπικού απορρήτου και στο Διαδικτύου. Σύμφωνα με το νόμο για την «Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον τηλεπικοινωνιακό τομέα», ν.2774/1999, οι ιστοσελίδες που συγκεντρώνουν προσωπικά στοιχεία των επισκεπτών τους, όπως για παράδειγμα ονόματα, τηλέφωνα, διευθύνσεις e-mail, έχουν νομική υποχρέωση να τους ενημερώνουν για τον σκοπό που συλλέγονται αυτά τα στοιχεία καθώς και για το αν αυτά τα στοιχεία διατίθενται σε τρίτους.

Οι σημαντικότερες Οδηγίες της Α.Π.Δ.Π.Χ. είναι :

Η Οδηγία 1122.2000 για τα κλειστά κυκλώματα τηλεόρασης και

Η Οδηγία 115/2001 για την επεξεργασία δεδομένων των εργαζομένων

Οι σπουδαιότερες αποφάσεις της Α.Π.Δ.Π.Χ. είναι :

Η Απόφαση 50/2000 σχετικά με τους όρους για την νόμιμη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς της άμεσης εμπορίας ή διαφήμισης και της διαπίστωσης πιστοληπτικής ικανότητας.

Η Απόφαση 120/2001 για την επεξεργασία Προσωπικών Δεδομένων σχετικά την παροχή υπηρεσιών καρτοκινητής τηλεφωνίας

Η Απόφαση 1469.2000 για τη συλλογή προσωπικών δεδομένων από εταιρείες τηλεπικοινωνιακών δραστηριοτήτων.

Η Απόφαση 147/2001 για την χρήση ευαίσθητων δεδομένων ενώπιον δικαστηρίου.

Η Απόφαση 8/2003 σχετικά με την πρόσβαση τρίτου σε δεδομένα εταιρείας κινητής τηλεφωνίας για άσκηση δικαιώματος υπεράσπισης ενώπιον δικαστηρίου.

Τέλος, οι πιο άξιες προσοχής γνωμοδοτήσεις της Α.Π.Δ.Π.Χ. είναι : 􀀩 Η Γνωμοδότηση 71/2002 σχετικά με την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων στην αυτόματη αναγνώριση της ταυτότητας του συνδρομητή καλούσας γραμμής σε ψηφιακά δίκτυα ενοποιημένων υπηρεσιών (ISDN),

Η Γνωμοδότηση 78/2002 για τις προϋποθέσεις διασταύρωσης προσωπικών δεδομένων στο χώρο της σταθερής τηλεφωνίας,

Η Γνωμοδότηση 86/2001 σχετικά με την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στην ελληνική επικράτεια,

Η Γνωμοδότηση 15/2001 σχετικά με την ανάλυση γενετικού υλικού για σκοπούς εξιχνίασης εγκλημάτων και ποινικής δίωξης

Η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών

Η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.) λειτουργεί από το 2003 ως ανεξάρτητη αρχή σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3115/2003. Σκοπός της

Α.Δ.Α.Ε. είναι η προστασία του απορρήτου των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Στην έννοια της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών περιλαμβάνεται και ο έλεγχος της τήρησης των όρων και της διαδικασίας άρσης του απορρήτου.

Στις αρμοδιότητες της Α.Δ.Α.Ε. περιλαμβάνεται το δικαίωμα διενέργειας ελέγχων, αποδοχής και εξέτασης καταγγελιών αλλά και έκδοσης κανονιστικών κειμένων. Οι σημαντικότερες από αυτές είναι :

Να διενεργεί αυτεπαγγέλτως ή έπειτα από καταγγελία τακτικούς ή έκτακτους ελέγχους σε εγκαταστάσεις, τεχνικό εξοπλισμό, αρχεία, τράπεζες δεδομένων και έγγραφα της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, άλλων δημόσιων υπηρεσιών, οργανισμών, επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και ιδιωτικών επιχειρήσεων που ασχολούνται με ταχυδρομικές, τηλεπικοινωνιακές ή άλλες υπηρεσίες σχετικές με την ανταπόκριση και την επικοινωνία. 􀀩 Να καλεί σε ακρόαση τις διοικήσεις, τους νόμιμους εκπροσώπους και τους υπαλλήλους των ως άνω δημοσίων υπηρεσιών ή ιδιωτικών εταιριών.

Να συνεργάζεται με άλλες αρχές της χώρας, με αντίστοιχες αρχές άλλων κρατών και με ευρωπαϊκούς ή διεθνείς οργανισμούς.

Να γνωμοδοτεί και να απευθύνει συστάσεις και υποδείξεις για τη λήψη μέτρων διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών, καθώς και για τη διαδικασία άρσης αυτού.

Η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων

 Η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε.Ε.Ε.Τ.) αποτελεί σημαντική αρχή στο χώρο του διαδικτύου καθώς αποτελεί την εθνική ρυθμιστική αρχή σε θέματα τηλεπικοινωνιών. Είναι ανεξάρτητη διοικητική αρχή με έδρα την Αθήνα και απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας. Τα μέλη της Ε.Ε.Ε.Τ. διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών μετά από προηγούμενη επιλογή τους από την Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής με την αυξημένη πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των μελών της. Ως μέλη της Ε.Ε.Ε.Τ. επιλέγονται πρόσωπα εγνωσμένου κύρους, που απολαμβάνουν ευρείας κοινωνικής αποδοχής και διακρίνονται για την επιστημονική τους κατάρτιση και την επαγγελματική τους ικανότητα στον τεχνικό, οικονομικό ή νομικό τομέα. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, τα μέλη της Ε.Ε.Ε.Τ. δεσμεύονται από το νόμο, έχουν δε υποχρέωση τήρησης των αρχείων αντικειμενικότητας και αμεροληψίας. Επίσης, υποχρεούνται στην τήρηση εμπιστευτικότητας, εμπορικών πληροφοριών για τέσσερα χρόνια μετά την εκούσια ή ακούσια αποχώρηση τους από την Ε.Ε.Ε.Τ. .

Η Ε.Ε.Ε.Τ. χορηγεί άδειες σε Πάροχους Τηλεπικοινωνιακών Υπηρεσιών, στους οποίους ανήκουν και οι Πάροχοι Υπηρεσιών Διαδικτύου (ISP’s), ενώ ρυθμίζει τον τομέα των τηλεπικοινωνιών, ασκώντας παράλληλα και έλεγχο σε αυτό, και εποπτεύεται την τηλεπικοινωνιακή αγορά.

Υπηρεσία Οικονομικής Αστυνομίας και Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος

Η Υπηρεσία Οικονομικής Αστυνομίας και Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος είναι ειδική αυτοτελής Κεντρική Υπηρεσία της Ελληνικής Αστυνομίας με αποστολή τη διερεύνηση, εξιχνίαση και δίωξη εγκλημάτων που τελέστηκαν σε βάρος των συμφερόντων του δημοσίου και της Εθνικής Οικονομίας ή έχουν τα χαρακτηριστικά του οργανωμένου οικονομικού εγκλήματος, καθώς και οποιαδήποτε εγκλήματα διαπράττονται με τη χρήση του διαδικτύου. Υπάγεται απευθείας στον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας και εποπτεύεται στην προανακριτική της δράση από τον Εισαγγελέα του Οργανωμένου Εγκλήματος. Άρχισε τη λειτουργία της τον Ιούλιο του 2011 και διέπεται από ειδικό θεσμικό πλαίσιο.