
Έχει περάσει σχεδόν μια δεκαετία από την ημέρα που κάποιοι, στον βωμό των πολιτικών τους συμφερόντων, προτίμησαν να καταστρέψουν τις ζωές 32 γυναικών και των οικογενειών τους, εργαλειοποιώντας τον ιό HIV και διαπομπεύοντάς τις. Συνένοχοι σε αυτήν την δολοφονία προσωπικοτήτων ήταν και τα ΜΜΕ της εποχής, τα οποία καταπατώντας κάθε δεοντολογία, επέλεξαν να βγάλουν στα μανταλάκια φωτογραφίες γυναικών οι οποίες, χωρίς να έχουν προλάβει να ενοχοποιηθούν καλά – καλά από την ελληνική δικαιοσύνη, έπρεπε να περάσουν λαϊκό δικαστήριο.
Το χρονικό
Ήταν Μάιος του 2012 και παραμονές των κοινοβουλευτικών εκλογών, όταν γράφτηκε η πιο ντροπιαστική σελίδα για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην ιστορία της χώρας. Πρωταγωνιστές της ιστορίας, ήταν 32 τοξικοεξαρτημένες οροθετικές γυναίκες, ο Άνδρεας Λοβέρδος -υπουργός Υγείας τότε -, ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης – υπουργός Προστασίας του Πολίτη-, το ΚΕΕΛΠΝΟ, η αστυνομία και τα ΜΜΕ. Στην Αθήνα του 2012, υπήρχαν οι λεγόμενες πιάτσες των ναρκωτικών, (όπως και σήμερα άλλωστε), όπου άνθρωποι προσπαθούσαν εκεί να βρουν την προσωπική τους διέξοδο από τα προβλήματα τους, ταξιδεύοντας στον πλασματικό κόσμο των ουσιών. Μέσα σε αυτό το κλίμα, αλλά κυρίως μέσα στο κλίμα του προεκλογικού πυρετού, ο κ. Λοβέρδος αποφάσισε να επαναφέρει την υγειονομική διάταξη 39Α, η οποία βασιζόταν σε Αναγκαστικό Νόμο του 1940:
«Έχοντας υπόψη την ανάγκη λήψης μέτρων για να προστατευτεί η υγεία του πληθυσμού, αποφασίζουμε: Λοιμώδη νοσήματα επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία θεωρούνται τα νοσήματα που ορίζονται ρητώς από το ΚΕΕΛΠΝΟ. Ειδικά για το HIV, HBV, HCV θα υπάρχει ειδικός έλεγχος για τα άτομα που κάνουν χρήση ενδοφλέβιων ναρκωτικών ουσιών, καθώς και για τα εκδιδόμενα άτομα. Οι αστυνομικές αρχές παρέχουν κάθε νόμιμη συνδρομή. Οι παραβάτες των διατάξεων της παρούσας τιμωρούνται κατά τα οριζόμενα. Τώρα, αν κάποιος δεν δεχτεί τον έλεγχο, τον κάνουμε με το ζόρι».
Τότε ήταν που ξεκίνησε ένα απίστευτο ανθρωποκυνηγητό: Στην πλατεία Βάθης και σε άλλα κεντρικά σημεία των Αθηνών, η αστυνομία κυνηγούσε τους “δημόσιους κινδύνους”. Με μία επιχείρηση “σκούπα”, εκατοντάδες άστεγες και τοξικοεξαρτημένες γυναίκες προσαγάγονται και συνέχεια αναγκάζονται να εξεταστούν για τον ίο HIV. Τα ΜΜΕ κάλυπταν κάθε λεπτό των επιχειρήσεων, ενώ ακόμη κι αν δεν υπήρχε καμία απόδειξη, οι γυναίκες χαρακτηρίζονταν ως “ιερόδουλες” στους τίτλους των ειδήσεων. Για όσες βγήκαν θετικές, το μαρτύριο είχε ξεκινήσει. Καθημερινά οι τηλεοράσεις, ο τύπος και τα site έδειχναν τα πρόσωπα τους, συνοδεύοντας τον τίτλο “Η φωτογραφία με τις οροθετικές ιερόδουλες”. Αξίζει να σημειωθεί πως εκτός από τη πρώτη κοπέλα που βρέθηκε σε οίκο ανοχής ως θύμα trafficking, καμία άλλη δε συνελήφθη σε διαδικασία που να σχετίζεται με το σεξ.
Η φυλάκιση και ο εξευτελισμός
Οι μαρτυρίες των γυναικών που θέλησαν να μοιραστούν την ιστορία τους, περιέγραφαν μια κατάσταση πέρα από κάθε φαντασία. Οι περισσότερες δεν γνώριζαν καν γιατί συνελήφθησαν, δεν γνώριζαν καν ότι είναι οροθετικές και κανένας δεν φρόντισε να τις ενημερώσει. Στα κρατητήρια σύμφωνα με τις μαρτυρίες που βγήκαν στο φως της δημοσιότητας, κατά την ανάκριση τους και την προσαγωγή τους, όλοι φορούσαν μάσκες και γάντια, ενώ δεν τους επέτρεπαν να αγγίξουν κανένα αντικείμενο. Κάποιες έκοβαν τις φλέβες τους στα κελιά, κάποιες άλλες κατάπιναν μπαταρίες. Ποιό ήταν το κατηγορητήριο; Διώκονταν τόσο για το κακούργημα της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης όσο και γι’ αυτό της πορνείας. Μα κανένα στοιχείο δεν επιβεβαίωνε τα παραπάνω. Και τότε ήταν που ένας σκληρός δικαστικός αγώνας είχε ξεκινήσει.
Από την διαπόμπευση στην αθώωση
Πέρασαν 4 ολόκληρα χρόνια για να αθωωθούν αυτές οι γυναίκες. Η αγόρευση του εισαγγελέα ήταν αφοπλιστική: «Δεν προέκυψε ουδόλως ότι εκδίδονταν ή ότι ερχόντουσαν σε σαρκική επαφή με άλλα άτομα χωρίς τη χρήση προφυλακτικού, ουδόλως ότι γνώριζαν την οροθετικότητα τους. Προϋπόθεση για πρόκληση της βαριάς σωματικής βλάβης είναι ο δόλος, η μη χρήση προφύλαξης. Ζητώ να παύσει η ποινική δίωξη για όσες γυναίκες έχουν αποβιώσει και να αθωωθούν οι υπόλοιπες κατηγορούμενες». Έναν χρόνο μετά, το Μάη του 2017, αθωώθηκε και η τελευταία γυναίκα η οποία κατηγορούνταν για απόπειρα βαριάς σωματικής βλάβης (δια της μετάδοσης του ιού HIV), η οποία είχε καταδικαστεί σε δεύτερο βαθμό σε ποινή φυλάκισης ενός έτους με 3ετή αναστολή.
Η συγκεκριμένη γυναίκα είχε κατηγορηθεί και καταδικαστεί, παρότι λάμβανε αντιρετροϊκή αγωγή και είχε στη διάθεσή της προφυλακτικά κατά τη σύλληψη. Τέσσερις από αυτές δεν πρόλαβαν να ακούσουν την απόφαση του δικαστηρίου. Οι δύο έφυγαν από ανακοπή καρδιάς, οι άλλες δύο δεν άντεξαν το κοινωνικό στίγμα και αυτοκτόνησαν. Γιατί η κοινωνία τότε δεν ήταν έτοιμη. Ούτε έτοιμη να ακούσει για τον HIV, ούτε έτοιμη να αποδεχθεί την βρωμιά που έκρυβε με τόσο όμορφο τρόπο. Και φυσικά, η αθώωση τους δεν είχε την ίδια προβολή από τα ΜΜΕ με αυτήν που είχε η σύλληψή τους.
Η διάταξη της ντροπής
Καθώς ο Ανδρέας Λοβέρδος εγκατέλειψε το υπουργείο Υγείας, η διάταξη 39α/2012 καταργήθηκε αρχικά από την μετέπειτα υφυπουργό υγείας Φωτεινή Σκοπούλη. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της θητείας του ως υπουργός Υγείας, ανάμεσα σε άλλα, ο Άδωνις Γεωργιάδης φρόντισε να την επαναφέρει. Τέλος, ο τ. υπουργός Υγείας Παναγιώτης Κουρουμπλής ήταν και ο τελευταίος που κατήργησε μια ντροπιαστική διάταξη για κάθε ανθρώπινο δικαίωμα. Η διάταξη αυτή δικαίως είχε καταργηθεί, καθώς με το πρόσχημα του περιορισμού της διάδοσης λοιμωδών νοσημάτων αφενός καταπατούσε ανεπίτρεπτα μια σειρά από θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και αφετέρου στοχοποιούσε χρήστες ναρκωτικών, εκδιδόμενα άτομα και μετανάστες.
Η κατάσταση σήμερα
Οκτώ χρόνια μετά από τα γεγονότα, είναι αρκετοί οι άνθρωποι μιλούν ανοικτά για τον HIV, καμπάνιες ενημέρωσης κυκλοφορούν στο διαδίκτυο και είναι πλέον γνωστό (τουλάχιστον σε όσους ενδιαφέρονται να ενημερωθούν) πως με την κατάλληλη θεραπεία ο ιός δεν μεταδίδεται. Μερικές από αυτές τις γυναίκες κατόρθωσαν να συνεχίσουν την ζωή τους, να επανενταχθούν στην κοινωνία, ενώ κάποιες άλλες δεν τα κατάφεραν, καθώς οι εξαρτήσεις και κυρίως η κοινωνική κατακραυγή στάθηκαν εμπόδιο στο να μπορέσουν να επιβιώσουν. Αν πάντως κάτι δεν πρέπει να ξεχάσουμε από αυτήν την ιστορία, είναι πως κανένας ιός και καμία μολυσματική ασθένεια δεν είναι ικανά να σκοτώσουν. Τα μόνα που μπορούν να σκοτώσουν είναι η έλλειψη αλληλεγγύης, οι δολοφονίες προσωπικοτήτων αλλά και ο κοινωνικός στιγματισμός.
Άννα Σαΐνίδου