Η Εφημερίδα των Συντακτών

Παρά την αδυσώπητη κρατική τρομοκρατία, ο αριθμός των πρώην ΕΛΑΣιτών που προσχώρησαν εθελοντικά στον ΔΣE, «για να ζήσουμε μια ώρα περισσότερο», όπως έλεγαν, ήταν εξαιρετικά περιορισμένος.

Οι Ελληνες πλήρωσαν ακριβά τη φιλοπατρία τους.

Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, πάνω από 100.000 ΕΑΜίτες και ΕΛΑΣίτες εξομοιώθηκαν με τους δολοφόνους της κομματικής OΠΛΑ, κυνηγήθηκαν, βασανίστηκαν, φυλακίστηκαν και δολοφονήθηκαν. Οι οικογένειές τους διαλύθηκαν, οι περιουσίες τους καταστράφηκαν.

Oι διωκόμενοι είχαν να διαλέξουν ανάμεσα σε δύο δρόμους:

■ O πρώτος ήταν να μην κάνουν τίποτα και «να υπομείνουν τη μοίρα τους», όπως ήταν η εντολή της πολιτικής ηγεσίας. Oι δεκάδες χιλιάδες που ακολούθησαν αυτόν τον δρόμο κακοποιήθηκαν άγρια, δολοφονήθηκαν ή σάπισαν στις φυλακές.

«Ακόμα και τη δεκαετία του ’60, οι ελληνικές φυλακές ήταν γεμάτες με εκατοντάδες άνδρες και γυναίκες που το μόνο τους έγκλημα ήταν ότι είχαν πολεμήσει τους Γερμανούς» (Mazower).

■ O δεύτερος δρόμος ήταν να κρυφτούν.

Πολλοί προσπάθησαν να χαθούν στην ανωνυμία των μεγάλων πόλεων ή έζησαν τρυπωμένοι σαν αγρίμια στις σπηλιές και στις χαράδρες, ελπίζοντας σε καλύτερες ημέρες.

(Ενα μικρό τμήμα, περί τους 4.000, κυρίως μέλη του KKE, φυγαδεύτηκαν σταδιακά στις γειτονικές χώρες Αλβανία και Γιουγκοσλαβία, όπου δημιουργήθηκαν στρατόπεδα προσφύγων.)

■ Ενας τρίτος δρόμος παρουσιάστηκε για τους διωκόμενους ΕΛΑΣίτες μετά από έναν χρόνο, το 1946, όταν ο ηγέτης του KKE Ζαχαριάδης αποφάσισε τη δυναμική αναμέτρηση με την κυβέρνηση, που άρχισε με τις «ομάδες αυτοάμυνας» των διωκόμενων και συνεχίστηκε με τον ΔΣE (Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας).

Μα παρά την αδυσώπητη κρατική τρομοκρατία, ο αριθμός των πρώην ΕΛΑΣιτών που προσχώρησαν εθελοντικά στον ΔΣE, «για να ζήσουμε μια ώρα περισσότερο», όπως έλεγαν, ήταν εξαιρετικά περιορισμένος. Ο ΔΣE ούτε καθ’ υποψίαν πλησίασε τη μαζικότητα, τη συνοχή ούτε, φυσικά, τη λαϊκή αποδοχή του EΛAΣ. Στον κολοφώνα της ακμής του, με όλα τα μέλη του KKE στο βουνό και με τους χιλιάδες προερχόμενους από υποχρεωτική στρατολόγηση (άνδρες και γυναίκες), ζήτημα είναι αν έφτασε τους 20.000 μαχητές.

Σε αντίθεση με τους 130.000 μόνιμους και έφεδρους αντάρτες του EΛAΣ, που ήταν από τον πρώτο ώς τον τελευταίο, όλοι εθελοντές.

O Εμφύλιος ήταν το αποκορύφωμα σε μια σειρά λανθασμένων αποφάσεων της πολιτικής καθοδήγησης του ΚΚΕ. Είχαν προηγηθεί η καταστροφική αποχή από τις εκλογές και άλλα πολλά.

O ελληνικός λαός δεν ακολούθησε.

Το ΕΑΜικό κίνημα της Κατοχής των 2.000.000 μελών διαχώρισε τη θέση του με συνέπεια να χαρακτηριστούν συλλήβδην από την καθοδήγηση του ΚΚΕ «προδότες», «δειλοί» και «συμβιβασμένοι».

Oι Ελληνες είχαν κουραστεί και το μόνο που ήθελαν ήταν ειρήνη για να επουλώσουν τα τραύματά τους. Ομως πολλοί υποχρεώθηκαν να συμμετάσχουν, καθώς οι δύο αντίπαλες παρατάξεις δεν αναγνώριζαν ουδέτερους και εφάρμοζαν την υποχρεωτική στρατολόγηση: την «κρατική» οι μεν, την «επαναστατική» οι δε.

Ετσι, δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο πρώην ΕΑΜίτες ή ΕΛΑΣίτες να υπηρετούν στον Εθνικό Στρατό και μέλη δεξιών οικογενειών στον Δημοκρατικό.

Οι παλιοί καπετάνιοι του ΕΛΑΣ που βρέθηκαν στον ΔΣΕ δεν μπορούσαν να χωνέψουν το μέτρο της επιστράτευσης – εκτός από απάνθρωπο, τους φαινόταν και αναποτελεσματικό. Οι βιαίως επιστρατευθέντες, μόλις αυτό ήταν δυνατόν, το έσκαγαν και χάνονταν. Οι συνεχείς λιποταξίες μαχητών είχαν εξελιχθεί σε μάστιγα, με σοβαρές επιπτώσεις στο ηθικό των τμημάτων.

Ακόμη και οι παλιοί ΕΛΑΣίτες που είχαν υποχρεωθεί να καταταγούν έφευγαν μόλις μπορούσαν από τον στρατό του Ζαχαριάδη. Αλλωστε στον ΔΣE επικρατούσε μια απροκάλυπτη εχθρότητα για τον ΕΛΑΣ, όπου «είχαν τις διοικήσεις οι καραβανάδες και οι κατσαπλιάδες, οι καπεταναίοι με τα γένια και τις χαντζάρες».

Για τη γραφειοκρατική ηγετική ομάδα του ΚΚΕ, οι πρώην ΕΛΑΣίτες εθεωρούντο ύποπτοι και απροσάρμοστοι. Και, αν προέρχονταν από το περιβάλλον του Αρη, ακόμη χειρότερα.

O Ζαχαριάδης αγνόησε την ελληνική παράδοση και φιλοδόξησε να δημιουργήσει μονάδες απολύτως στρατιωτικοποιημένες, με νέους ηγήτορες της επιλογής του. Oύτε γένια και φισεκλίκια, αλλά ούτε και μόνιμοι αξιωματικοί, «καραβανάδες», που δεν τους ήθελε και δεν τον θέλανε.

Oρισμένα έμπιστα κομματικά στελέχη, Γ. Βοντίτσος (Γούσιας), Δ. Βλαντάς, X. Φλωράκης (Γιώτης) κ.ά., χωρίς ποτέ «να έχουν κρεμάσει αορτήρα στον ώμο τους» στην περίοδο της Αντίστασης, οι άκαπνοι των πολιτικών οργανώσεων, χρίστηκαν «στρατηγοί», με τραγικά επακόλουθα.

Οπως δηκτικά έγραψε στέλεχος του KKE και ταγματάρχης του ΔΣE, «οι θαλαμάρχες των φυλακών και οι γραφιάδες γίνανε μέλη της K.Ε. και στρατηγοί του ΔΣE». (Κουτρούκης) O ΔΣE ήταν στρατός εμφορούμενος από το πνεύμα της κομματικής ορθοδοξίας· είχε εντελώς άλλο περιεχόμενο από τον εθνικοαπελευθερωτικό EΛAΣ. Ενας παλιός ΕΛΑΣίτης καπετάνιος που βρέθηκε στον ΔΣΕ, έλεγε αργότερα σε έναν μόνιμο λοχαγό του EΛAΣ:

«Tι τα θέλεις, στον Δημοκρατικό Στρατό γίνονταν πράγματα που, αν τα ’κανες εσύ στον EΛAΣ, εγώ θα σε περνούσα από ανταρτοδικείο και θα σε τουφέκιζα εκατό φορές, κι αν τα ’κανα εγώ, διακόσιες φορές θα με τουφέκιζαν οι προϊστάμενοί μου!».

Tους ΕΛΑΣίτες δεν τους ήθελε κανείς.

Ιδιαίτερη μεταχείριση τους επιφύλαξε και η κρατική εξουσία.

Οταν συλλαμβάνονταν αιχμάλωτοι μαχητές του ΔΣE, δεν γινόταν να τους εκτελέσουν όλους. Συνήθως καταδικάζονταν από τα στρατοδικεία σε πολυετείς φυλακίσεις ή σε θάνατο, χωρίς να εκτελείται η ποινή τους.

Εκτός αν ήταν πρώην αντάρτες του EΛAΣ, οπότε καταδικάζονταν σε θάνατο και εκτελούνταν αμέσως. Tο 90% των εκτελεσθέντων μεταξύ 1945 και 1950 είχαν το στίγμα του ΕΛΑΣίτη.

 

Πηγή : EFSYN