
Από Δέσποινα Σιάτη
Ο οίκτος είναι ένα μυστήριο συναίσθημα. Μπορεί να πάρει την πιο αγνή μορφή και να μετατραπεί σε ειλικρινή αγάπη, φιλία και δέσμευση. Αν, όμως, δεν είναι αρκετά δυνατός και ειλικρινής, μπορεί να προκαλέσει αμέριστο πόνο. Μα, αναρωτιέται κανείς, πώς είναι δυνατόν ο οίκτος, η απλή άσκηση ανθρώπινης συμπόνιας, να αποτελέσει διαβρωτική δύναμη; Τη λεπτή αυτή γραμμή ανάμεσα στον δημιουργικό και τον επικίνδυνο οίκτο εξερευνά ο Στέφαν Τσβάιχ (Stefan Zweig) μέσα από το μυθιστόρημά του, Επικίνδυνος Οίκτος.
Μέσα από το έργο του, ο συγγραφέας επικεντρώνεται στην ιστορία ενός νεαρού και απλοϊκού υπίλαρχου από την Αυστρία. Η σταθερή και προβλέψιμη καθημερινότητα του νέου διαταράσσεται όταν μπαίνουν στη ζωή του η συμπόνια και ο οίκτος προς μια οικογένεια που η δυστυχία της έχει χτυπήσει την πόρτα.
Σύμφωνα με το έργο, ο άνθρωπος μπορεί να βιώσει δύο είδη οίκτου. Το πρώτο είναι ο αδύναμος οίκτος που αισθάνεται κανείς ενστικτωδώς ερχόμενος αντιμέτωπος με τη δυστυχία κάποιου συνανθρώπου του. Αυτός ο οίκτος έχει όρια και σταματάει να υφίσταται όταν αυτά ξεπεραστούν, με καταστροφικές συχνά συνέπειες. Το δεύτερο είδος οίκτου είναι ο δημιουργικός οίκτος. Είναι ικανός να επηρεάσει σε βάθος τη συνείδησή του ατόμου και να το οδηγήσει στην πιο αξιέπαινη πράξη. Την προσπάθεια, δηλαδή, να σώσει έναν άλλον άνθρωπο. Χαρακτηρίζεται από υπομονή και ειλικρινή αγάπη και είναι ικανός να φτάσει «στα έσχατα όρια της ανθρώπινης αντοχής». Η διττή σημασία αυτού του άκρως ανθρώπινου συναισθήματος είναι ο λόγος που μπορεί κανείς να παρασυρθεί από τον πρώτο οίκτο. Τον παρεξηγεί για τον για τον δεύτερο, έως ότου είναι πολύ αργά.
Ο Στέφαν Τσβάιχ μέσα από αυτό το μυθιστόρημα εισέρχεται βαθιά στην ανθρώπινη ψυχολογία. Αντιμετωπίζει με σεβασμό, αγάπη και κατανόηση όλους τους χαρακτήρες του βιβλίου του, παρά τις αδυναμίες τους και τον πόνο που προκαλούν στους γύρω τους.

Επικίνδυνος Οίκτος
Μέσα από τον «Επικίνδυνο Οίκτο», ο Τσβάιχ μας εισάγει στην ψυχοσύνθεση του ήρωά του, του Άντον Χόφμιλερ. Πρόκειται για έναν νεαρό υπίλαρχο, του οποίου η ζωή υπήρξε τακτοποιημένη και προκαθορισμένη, μέχρι που ήρθε αντιμέτωπος με τη δυστυχία και τις κακουχίες της οικογένειας Κεκεσφάλφα.
Ένα βράδυ ο πρωταγωνιστής βρέθηκε στο σπίτι του πλούσιου αριστοκράτη της περιοχής που υπηρετούσε, του φον Κεκεσφάλφα, ως προσκεκλημένος. Το φαγητό, το ποτό, η μουσική, ο χορός και τα όμορφα κορίτσια προκάλεσαν πρωτόγνωρη ευφορία στον Άντον. Μέσα στο κέφι και την καλή διάθεση που επικρατούσε, αισθάνθηκε άσχημα που δεν είχε ζητήσει από την όμορφη, αν και κάπως αδύνατη και χλωμή, κόρη του οικοδεσπότη του, την Εντίθ, να χορέψουν. Όταν, όμως, πλησίασε προς το μέρος της και την προσκάλεσε τη να χορέψει, συνειδητοποίησε το τραγικό λάθος του. Τότε μόνο παρατήρησε πως η κοπέλα ήταν παράλυτη. Η ντροπή τους έκανε την Εντίθ να κλάψει παράφορα και τον Άντον να τρέξει προς την έξοδο του σπιτιού.

Αυτό το περιστατικό, αυτή η πρώτη επαφή του Άντον με τον οίκτο, προκάλεσε μια τεράστια αλλαγή μέσα του. Ο εσωτερικός του κόσμος τραντάχτηκε από συναισθήματα που δεν είχε αισθανθεί στο παρελθόν. Η λύπηση που ένιωσε για την ανάπηρη κοπέλα, τον έκανε να την επισκεφθεί με λουλούδια την επόμενη κιόλας μέρα. Αυτή ήταν η πρώτη από τις πολλές επισκέψεις του Άντον στο σπίτι των Κεκεσφάλφα. Με τον καιρό, ο ήρωας έγινε φίλος της οικογένειας. Παρ’ όλα αυτά, το αίσθημα οίκτου προς την κοπέλα και τον πατέρα της δεν υποχώρησε ποτέ. Ο Κεκεσφάλφα μάλιστα, ο πατέρας της Εντίθ, κατέβαλε συχνά υπόγειες προσπάθειες να ενισχύσει αυτό το συναίσθημα του οίκτου, βλέποντας το καλό που έκανε η παρουσία του Άντον στην κόρη του και θέλοντας να τον κρατήσει κοντά τους.
«Επειδή η αγάπη, σύμφωνα με την εσωτερική της φύση, γυρεύει πάντα το άπειρο, ό,τι είναι μέτριο, κανονικό, της είναι ανυπόφορο»
Η Εντίθ, παρά τα σκαμπανευάσματα της ψυχολογίας της, τις ιδιοτροπίες, και τον εγωισμό της, είχε πλέον μια πρωτόγνωρη επιθυμία να γίνει καλά. Εν μέσω μιας κρίσης της, εξομολογείται στον Άντον ο λόγος της ξαφνικής ανυπομονισίας της να γιατρευτεί ήταν πως τον είχε ερωτευτεί και ήθελε να γίνει καλά γι’ αυτόν. Επιθυμία της ήταν να μπορέσει να ζήσει μια «φυσιολογική» ζωή μαζί του. Τότε μόνο ο Άντον κατάλαβε το σημείο στο οποίο τον είχε φτάσει ο οίκτος του. Συνειδητοποίησε το κακό που είχε προκαλέσει, τόσο στον εαυτό του όσο και σε αυτό το αθώο κορίτσι. Το δίλημμα με το οποίο ήταν αντιμέτωπος ήταν τρομερά δύσκολο. Να ανταποδώσει τον έρωτά της Εντίθ, παρ’ όλο που τα πραγματικά του συναισθήματά περιορίζονταν στον οίκτο, ή να της μιλήσει για πρώτη φορά με ειλικρίνεια και να την καταδικάσει σε θάνατο.

Ο Οίκτος και οι μορφές του
Όσο έντονα και ειλικρινή κι αν είναι τα συναισθήματα του πρωταγωνιστή της ιστορίας, δεν παύουν να είναι απερίσκεπτα και επικίνδυνα. Μπορούν να προκαλέσουν πόνο τόσο στον ίδιο όσο και για το αντικείμενο του οίκτου του. Ερχόμενος αντιμέτωπος με τον πόνο της Εντίθ και του πατέρα της, ο Άντον αισθάνεται τη διακαή επιθυμία να απαλύνει τη δυστυχία τους. Προσφέρει αβίαστα τη φιλία και τη συντροφιά του. Μάλιστα, όταν ο γιατρός της οικογένειας τον πληροφορεί εμπιστευτικά για την ύπαρξη μιας πιθανής θεραπείας που θα μπορούσε ίσως να απαλλάξει την Εντίθ από τα βάσανά της, αυτός αδυνατεί να συγκρατηθεί. Μοιράζεται την πληροφορία με τον πατέρα της κοπέλας, παρ’ όλο που δεν ήταν βέβαιο πως η θεραπεία θα είχε αποτέλεσμα.
Βλέποντας τον ενθουσιασμό που προκάλεσε το νέο της θεραπείας, ο οίκτος του Άντον τον οδήγησε στο να ενισχύσει την επικίνδυνη αυτή πεποίθηση. Πως, δηλαδή, η Εντίθ σε 4 μήνες θα μπορούσε ξανά να περπατήσει και θα μπορούσαν πλέον να είναι μαζί. Σύντομα, ο Άντον αισθάνθηκε να «πνίγεται» από την ανυπολόγιστα μεγάλη ευθύνη που είχε αναλάβει και συνειδητοποίησε πόσο αδύναμος και καταστροφικός ήταν ο οίκτος του.
«Πρέπει να ξέρει κανείς αν έζησε τελείως αναίτια ή αν έζησε για κάτι στον κόσμο»
Στην άλλη άκρη του φάσματος βρίσκεται ο γιατρός της οικογένειας, Κόντορ. Αυτός αποτελεί τρανταχτό παράδειγμα του τι μπορεί να κάνει ο οίκτος αν είναι συνειδητός και δεσμευτικός. Χωρίς ψευδείς υποσχέσεις και δίχως δεύτερες σκέψεις, έχει αφιερώσει τον εαυτό του στην υπηρεσία των ανθρώπων και στη σωτηρία τους. Η ειλικρινής και αμετάκλητη αγάπη του για τους συνανθρώπους του τον οδήγησε στο να παντρευτεί μια τυφλή ασθενή του, όταν είδε πως αδυνατούσε να την θεραπεύσει. Η φροντίδα του, η ευγένειά του και ο δημιουργικός οίκτος που αισθάνεται προς τους γύρω του τον καθιστά το τέλειο αντίδοτο στον επικίνδυνο οίκτο του πρωταγωνιστή. Αυτό διότι η αδυναμία και ο ανθρώπινος εγωισμός του τελευταίου τον εμπόδισαν από το να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων.

Ο Στέφαν Τσβάιχ χρησιμοποιεί τα συναισθήματα των αναγνωστών του σαν όπλο κατά τη διάρκεια ολόκληρου του μυθιστορήματος. Οι χαρακτήρες είναι άλλοτε αντικείμενα οίκτου και άλλοτε αυτοί που αισθάνονται οίκτο για τους άλλους. Ο αναγνώστης λυπάται τον Άντον για τον τρόπο με τον οποίο ο πατέρας της Εντίθ τον τύλιξε και τον «εξανάγκασε» να γίνει φίλος της κόρης του. Αργότερα πάλι, εξοργίζεται με τον ίδιο και τις δειλές και αναποφάσιστες πράξεις του. Η Εντίθ, επίσης, προξενεί τον οίκτο του αναγνώστη, λόγω της αναπηρίας της. Η συμπεριφορά της, όμως, προς τους γύρω της τον κάνει να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε συναισθήματα θυμού και οίκτου προς το πρόσωπό της. Το ίδιο ισχύει για όλους τους χαρακτήρες της ιστορίας, καθώς ξετυλίγονται όλο και περισσότερες πτυχές των ζωών τους και αποκαλύπτονται οι τρόποι με τους οποίους μπορεί να έχουν γίνει χειριστικοί προς τους γύρω τους.
Ο Επικίνδυνος Οίκτος κυκλοφορεί στα ελληνικά, σε μετάφραση της Μιμίκας Κρανάκη, από τις εκδόσεις Άγρα.