kopela doyleyei se mpalkoni parisi

Αν υπάρχει κάτι που γνωρίζουν στο 100% όλοι οι φιλόδοξοι του κόσμου τούτου, είναι πως όχι μόνο τα επιτεύγματα μας δεν αποτελούν πάντα ένεση αυτοπεποίθησης, αλλά και πως συχνά οδηγούν και στα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Σε περίπτωση που αναρωτιέσαι γιατί αισθάνεσαι μονίμως ανεπαρκής, ενώ όλοι γύρω σου ισχυρίζονται το αντίθετο, η απάντηση βρίσκεται στο Impostor syndrome.

Το τίμημα της ταπεινοφροσύνης

Το Impostor syndrome αποτελεί μια ψυχολογική κατάσταση υπό την επήρεια της οποίας το άτομο αισθάνεται πως οι επιτυχίες του είναι αποτέλεσμα εξαπάτησης ή τύχης και όχι ικανοτήτων, ακόμα κι αν τα στοιχεία και οι φιλοφρονήσεις συναδέλφων, εργοδοτών και περίγυρου αποδεικνύουν πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει.

Όσο ψυχοφθόρο κι αν ακούγεται, σε περίπτωση που ταυτιστήκατε με την παραπάνω περιγραφή πρέπει να ξέρετε πως ανήκετε στην συντριπτική πλειοψηφία· σύμφωνα με έρευνες, περίπου το 70% των ανθρώπων έχει βιώσει κάτι αντίστοιχο κατά τη διάρκεια της καριέρας του, και μάλιστα όσο πιο υψηλόβαθμη είναι η θέση του, τόσο πιο πολύ εντείνεται η ψευδαίσθηση πως βρέθηκε εκεί από καθαρή σύμπτωση.

Κάτι τέτοιο μπορεί να μοιάζει παράδοξο σε πρώτη σκέψη, ωστόσο αν συλλογιστούμε βαθύτερα τον τρόπο με τον οποίο διδασκόμαστε από τα γεννοφάσκια μας το τι εστί επιτυχία, θα καταλάβουμε γιατί η αντίδραση του εγκεφάλου μας να ακυρώνει αυτόματα τα δυνατά σημεία της προσωπικότητας μας, βγάζει απόλυτο νόημα.

Πέρα από το γεγονός ότι το σχολείο μέσω της βαθμοθηρίας μας μαθαίνει πως «εχθρός του καλού είναι το καλύτερο»- αρά οκ το δεκαοχτώ είναι καλό, αλλά μπορείς και καλύτερα βρε πουλάκι μου, αφού έχεις μυαλό!- πάσχουμε επίσης σαν κοινωνία κι από το σύνδρομο της ταπεινοφροσύνης.

Διότι όσο θετικό κι αν είναι να μπορούμε να στεκόμαστε ταπεινά μπροστά στις επιτυχίες μας, άλλο τόσο σημαντικό είναι να μας κάνουμε πατ πατ στην πλάτη όταν τα καταφέρνουμε. Συνηθίζουμε να τοποθετούμε τον εαυτό μας όσο πιο χαμηλά γίνεται, είτε για να μην απογοητεύσουμε τους γύρω μας δημιουργώντας υψηλές προσδοκίες, είτε για να κάνουμε τους άλλους να νιώσουν σημαντικοί ρίχνοντας τον εαυτό μας.

Και κάπως έτσι όταν αγγίζουμε αυτό που θεωρούμε εμείς επιτυχία, το μυαλό μας μπλοκάρει, αδυνατώντας να το δεχθεί, και δημιουργεί συνομωσιολογικές εξηγήσεις για να γεμίσει τα κενά. Καταλήγουμε ενήλικες που δε μπορούν να αποδώσουν τα εύσημα στον εαυτό τους όταν πρέπει καθώς περάσαμε ολόκληρη τη ζωή μας ψάχνοντας αυτά που κάναμε λάθος αντί να αγκαλιάσουμε με στοργή την προσωπικότητά μας και να γίνουμε οι καλύτεροι φίλοι του εαυτού μας.

Και τώρα τι κάνω γιατρέ;

Υπάρχει άραγε θεραπεία για την τοξική αυτή τελειομανία που μας μαστίζει; Ψυχολόγοι και life-coachers ισχυρίζονται πως ναι, αρκεί να εκπαιδεύσουμε τον εαυτό μας με την εφαρμογή ορισμένων πρακτικών ασκήσεων, σε προσωπική και επαγγελματική ζωή:

• Προσπαθούμε να γιορτάζουμε τις επιτυχίες μας, όσο μικρές κι αν είναι. Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως θα πιούμε μια μπύρα παραπάνω ή θα σταματήσουμε στο περίπτερο να πάρουμε το αγαπημένο μας παγωτό.

• Εξασκούμαστε ώστε να βλέπουμε τα λάθη μας όχι ως αποτυχίες, αλλά ως φυσική απόρροια της καθημερινότητας ενός δραστήριου και φιλόδοξου ανθρώπου. Ο μόνος τρόπος να μην κάνεις λάθη είναι να μην κάνεις τίποτα, άλλωστε.

• Όσο μπορούμε, αποφεύγουμε να αποζητάμε εξωτερική επιβεβαίωση από το ευρύτερο περιβάλλον μας. Το compliment-seeking δίνει μεν προσωρινή ικανοποίηση, αλλά είναι επίσης τρομερά εθιστικό. Συγχαίρουμε τον εαυτό μας για τα επιτεύγματά μας χωρίς να περιμένουμε από τους άλλους.

• Τα βραχυπρόθεσμα πλάνα μας είναι καλό να πατάνε στη γη. Αφήνουμε σχέδια του τύπου «θέλω να δουλέψω ως executive στην Google» για τους μακροπρόθεσμους στόχους μας. Τα μικρά βήματα τη φορά είναι αυτά που συνθέτουν τη μεγάλη εικόνα.

• Όταν χρειαζόμαστε βοήθεια, τη ζητάμε. Απλό.

• Δε το παρακάνουμε με το multitasking. Προσπαθούμε αντί να υπερφορτώνουμε το πρόγραμμά μας με εξειδίκευση πάνω στην εξειδίκευση, να αποκτούμε νέα skills όταν τα χρειαζόμαστε, ώστε να μη πελαγώνουμε μπροστά στην υπερπληροφόρηση.

Ντορίνα Παπαγεωργίου