Μια εβδομάδα αναμφισβήτητα δύσκολη για τη γαλλική πρωτεύουσα. Η εκτός ελέγχου γεωμετρική άνοδος των κρουσμάτων. Η επιβολή couvre-feu -απαγόρευση κυκλοφορία- ως άμεση αναγκαιότητα για τη διαφύλαξη της δημόσιας υγείας. Και η δολοφονία του καθηγητή Samuel Paty, από, όπως όλα δείχνουν, ισλαμιστές εξτρεμιστές.
Το πολιτικό κλίμα στην παρισινή κοινότητα μας κάνει να αναβιώνουμε τις μέρες μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα του Νοεμβρίου του 2015, αυτή τη φορά με κάποια έξτρα βήματα.
Alors, c’est la guerre!
Ο Bruno Retailleau, γερουσιαστής του συντηρητικού κόμματος MPF (Mouvement Pour la France) δηλώνει πως «αυτό που περιμένουμε από τη δημοκρατία είναι όπλα, κι όχι δάκρυα», κάνοντας σαφή αναφορά στην «κουλτούρα των κεριών», στις επετειακές δηλαδή ειρηνικές διαμαρτίες των Γάλλων πολιτών σε θύμηση των πεσόντων του Bataclan.
Ο Πρόεδρος της γαλλικής Δημοκρατίας, εξαπολύει από την πλευρά του τα δικά του πυρά ενάντια στην ισλαμική τρομοκρατία, τείνοντας χείρα βοηθείας σε πολυειπωμένα γλωσσολογικά παιχνίδια για αόρατους εχθρούς και σκληρούς πολέμους στο όνομα της δημοκρατίας : «Δε θα τους περάσει! Αλλά είναι ήδη εδώ. Στις γειτονιές, στους θεσμούς (…) ο εχθρός είναι ήδη εδώ, είναι εσωτερικός και ο πόλεμος θα είναι πιο δύσκολος από ποτέ».
Από κάθε τέτοια φιέστα φυσικά, δε λείπουν ποτέ οι κατήγοροι της πολιτικής ορθότητας, με τον όρο islamo-gauchiste (αριστεροισλαμιστής σε ακριβή μετάφραση) να πλανάται στον αέρα της πολιτικής επικαιρότητας. Πολεμοχαρείς και ορεξάτοι, οι μάχοντες κατά του ιερού πολέμου δεν αποδέχονται πλέον κανένα άλλοθι για τους «ανεκτικούς αριστερούς» και τους «απολογητές του Ισλάμ» καθώς, αυταπόδεικτα πλέον, είχαν άδικο.
Όλα δείχνουν πως μάλλον η τρομοκρατία στα χρόνια του COVID, θα αποδειχτεί πρόκληση διπλάσιου βάρους από την προηγούμενη.
Οι καινούριοι «άξονες του κακού»
Για τον περισσότερο κόσμο οι μνήμες μπορεί να επέστρεψαν στο φθινόπωρο του 2015, άλλα εμένα ο νους μου ανέτρεξε ακόμα πιο πίσω, τότε που όρος τρομοκρατία μπήκε για πρώτη φορά στο καθημερινό λεξιλόγιο του μέσου δυτικού ανθρώπου.
Αν μου επιτραπεί το λογικό και χρονικό άλμα, η ρητορική μίσους και εκδίκησης που επικρατεί αυτή τη στιγμή στα μίντια και στην πολιτική σκηνή της Γαλλίας, παρουσιάζει μια συνέχεια, μια συγγένεια με τις ομιλίες του George Bush για τους άξονες του κακού. Τότε, όπως και τώρα, η πολιτεία παρουσίαζε τον πόλεμο – κυριολεκτικό και συμβολικό – ως τη μοναδική και λογική λύση, την οποία δεν έχουμε παρά να αποδεχτούμε.
Η γενικότερη στάση του Μακρόν ενάντια στο «πολιτευόμενο» Ισλάμ έχει σκοπό να αντιστρέψει, όπως λέει, τον φόβο. Όχι να τον εξαφανίσει, να τον αντιστρέψει. Οι λέξεις έχουν σημασία.
Ως πατερναλιστική φιγούρα λοιπόν, το κράτος θα μπει ασπίδα ακόμα μια φορά μπροστά στα παιδιά του, καίγοντας και τα χλωρά μαζί με τα ξερά προκειμένου να θωρακίσει την εθνική ασφάλεια κι ευημερία.
Κατά πόσο όμως κάτι τέτοιο, ακόμα κι αν επιτευχθεί, θα καρποφορήσει, κάνοντας τους -Γάλλους, ιθαγενείς κι ομόθρησκους- πολίτες να νιώσουν ασφαλείς;
Μια απαγόρευση, για παράδειγμα, των χιτζαμπ σε δημόσιους χώρους, συνέπεια που κάλλιστα μπορεί να αναδυθεί από την ερμηνεία της αόριστης φράσης «οτιδήποτε έναντι του λαικού κράτους θα απαγορεύεται»- πρόταση νομοσχεδίου που έπεσε μετά την επίθεση έξω από τα γραφεία του Charlie Hedho– ο φόβος απέναντι στην τρομοκρατική απειλή θα αναχαιτιστεί αυτόματα;
Η απάντηση είναι μάλλον θετική(;), καθώς φαίνεται πως η κατάργηση της ένδυσης θρησκευτικών συμβόλων είναι κάτι απολύτως σχετικό και συνεπές με την καταπολέμηση του θρησκευτικού φονταμενταλισμού.
Κι όπως όλα τα υπόλοιπα, πρέπει να το αγκαλιάσουμε ως «αναγκαίο κακό».
Η τραγική ειρωνεία κι η ειρωνία της τραγικότητας
Πάνω στην ώρα που κοντέψαμε να πεισθούμε από το αντιτρομοκρατικό του μανιφέστο, ο Μακρόν ρίχνει το αυτοκίνητο στο δέντρο. Εξηγούμαι:
«Ο εχθρός έχει ξεκάθαρα ταυτοποιηθεί. Μας θέλει νεκρούς. Θα παραδοθούμε, λοιπόν, σε μάχη μέχρι θανάτου. Η Δημοκρατία είναι καλό κορίτσι και δε θα επιτρέψει τον βιασμό της».
Είναι καταπληκτικό το γεγονός πως ο ίδιος Πρόεδρος, που τρεις βδομάδες νωρίτερα έκανε λόγο για μηδενική ανοχή απέναντι στον σεξισμό στα μέσα μεταφοράς ως δείγμα προσπάθειας καταστολής του Ισλάμ, γίνεται σήμερα ο πιο αποτελεσματικός φορέας της κουλτούρας του βιασμού μέσα σε μια μόνο του πρόταση, αποδεικνύοντας πως ο μισογυνισμός δεν είναι προϊόν μιας συγκεκριμένης θρησκείας, κουλτούρας ή κοινωνικής τάξης.
Τη στιγμή που η Γαλλία απαριθμεί κάθε χρόνο τις γυναικοκτονίες από χέρι συντρόφου σε εκατόμβες κι έχει χάσει το μέτρημα όσον αφορά τους βιασμούς που σημειώνονται, ο Γάλλος πρόεδρος επιλέγει ένα σχήμα λόγου που αναπαράγει κάτι πιο μεγάλο κι επικίνδυνο απ’ αυτό που φανταζόμαστε. Κάτι που έχει πολλά περισσότερα θύματα απ’ ότι η τρομοκρατία, παγκοσμίως και σ’ ετήσια βάση.
Η συνειρμική στροφή προς τον φεμινισμό έγινε εδώ προκειμένου να πάψει να χρησιμοποιείται κάποια στιγμή ως πλυντήριο για το ξέπλυμα ρατσιστικών και ισλαμοφοβικών αντιλήψεων. Με τη βία κατά των γυναικών από λευκούς άντρες να στοιχειώνει ακόμα τις δυτικές κοινωνίες με τη θλιβερή παρουσία της, είναι τουλάχιστον αστείο να κάνουμε τη γυναικεία χειραφέτηση σύμβολο της μάχης κατά του «σεξιστικού» Ισλάμ. Εάν επρόκειτο για τον πραγματικό στόχο, θα το είχαμε αντιληφθεί ήδη, με την αλλαγή να έρχεται πρώτα στην ρουτίνα μας, στο σπίτι μας, στους δρόμους, από τους λευκούς άντρες της ζωής μας. Αλλά δεν ήρθε ποτέ.
Όχι τίποτα άλλο, απλά για να ξέρουμε προς ποιους άλλους- εκτός των εξτρεμιστών- να στρέψουμε το δάχτυλο, όταν ερωτηθούμε ξανά για τους «θανάσιμους εχθρούς» που μας κάνουν να μη νιώθουμε ασφαλείς.
Ντορίνα Παπαγεωργίου