Τα σύνορα, η φαντασιακή αυτή ιδέα για χάρη της οποίας έχουν γραφτεί οι πιο μελανές σελίδες της ανθρώπινης ιστορίας, αντιπροσωπεύουν ένα από τα ισχυρότερα κοινωνικά κατασκευάσματα, που δημιουργήθηκαν για λόγους διοικητικής ευκολίας αλλά κατέληξαν να μας καθορίζουν.
Και το αμερικάνικο περιοδικό Current Affairs σκιαγραφεί αυτή την ανθρώπινη πλάνη μέσω του τελειότερου και πιο παιδικού παραδείγματος.
Τι ‘ναι αυτό που το λέμε Αμερική;
Ο χάρτης των Ηνωμένων Πολιτειών διαθέτει ένα καλά κρυμμένο μυστικό.
Αν απομονώσουμε το οικείο σε όλους μας σχήμα της χώρας των Η.Π.Α και τραβήξουμε νοητές γραμμές που ανταποκρίνονται στα φυσικά, κι όχι τεχνητά, γεωγραφικά του σύνορα, θα δούμε την εικόνα να μετατρέπεται σε μια ακαθόριστη μάζα που από το μάτι μας διαβάζεται αρχικά ως κάτι το άγνωστο.
Κι όμως. Αυτή είναι η πραγματική εικόνα του χάρτη του βόρειου μισού της αμερικάνικης ηπείρου.
Την ίδια άσκηση σαφώς μπορούμε να πραγματοποιήσουμε και σ’ άλλα μέρη του πλανήτη, όπου τα ανθρώπινα σύνορα προσπάθησαν να υπερνικήσουν τη δύναμη της φύσης, χαράζοντας αυθαίρετες γραμμές σε γεωγραφικά μήκη και πλάτυ, και δημιουργώντας ασυνέχειες στη φυσική ροή των πραγμάτων.
Κι όμως, όταν ένας εθνικιστής ερωτάται «γιατί θεωρείς την Ελλάδα ανώτερη των γειτόνων της», εκείνος θα επικαλεστεί κάθε φορά, με μαθηματική ακρίβεια, τη φυσική ανωτερότητα της φυλής των Ελλήνων, τελειώνοντας την επιχειρηματολογία του με κλισέ του τύπου «πας μη Έλλην βάρβαρος».
Αυτό που δεν κατανοούν ωστόσο οι περισσότεροι εξ’ αυτών, είναι πως η φύση και η βιολογία φυσάνε κόντρα σε όλα όσα πιστεύουν, καθώς όταν κάνουν λόγο για «φύση» στα εθνικιστικά τους παραληρήματα, αυτό που εμείς θα έπρεπε να ακούμε αντί αυτού, είναι «ψευδοεπιστημονικές παραφιλολογίες».
Το μόνο ψήγμα αλήθειας σε αυτή τους τη θεώρηση είναι πως τα σύνορα πράγματι αλλοτριώνουν την κοινωνική μας συμπεριφορά, διαχωρίζοντας τους ανθρώπους σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην γνωρίζουμε ποια άλλη κατασκευή εκτός αυτής να χρησιμοποιήσουμε για να ερμηνεύσουμε τον κόσμο και τη θέση μας σε αυτόν.
Ο εθνικισμός ως εγκεφαλική ασθένεια
Η ψευδαίσθηση της ανωτερότητας των φυλών, δρώντας ως εγκεφαλικό παράσιτο, μας κάνει να βλέπουμε παντού φαντάσματα, καταργώντας κάθε μορφή λογικής σκέψης.
Αντί για χώρες που απεχθάνονται τη δική μας λόγω οικονομικής καταπίεσης και επεκτατισμού, βλέπουμε ζήλια και λανθάνων θαυμασμό.
Αντί για ιστορικά λάθη, βλέπουμε ένδοξο παρελθόν.
Αντί για προβληματικό παρόν, βλέπουμε πάλι ένδοξο παρελθόν, το οποίο και χρησιμοποιείται ως πασπαρτού επιχείρημα ενάντια σε οποιονδήποτε εκφράσει μια σταγόνα αμφιβολίας για τα κατορθώματά μας.
Όλοι σχεδόν επιθυμούμε να δούμε τη χώρα μας ως την πιο ισχυρή του κόσμου, και ποτέ δεν ψάχνουμε το πραγματικό «γιατί» που κρύβεται πίσω από τον διακαή αυτόν πόθο.
Γιατί λοιπόν; Σε τι θα ωφελήσει τον καθέναν από μας το να μας θαυμάζουν για τα ανδραγαθήματα μας, όχι σαν άτομα, αλλά ενιαία, ως κράτος; Μέλλει μια τέτοια πραγματικότητα να μας χαρίσει την ευημερία που ποτέ δεν είχαμε ζώντας στη σκιά των άλλων;
Παραδόξως, κανένα εθνικιστικό πλάσμα δε χρησιμοποιεί τη λέξη «ευτυχισμένη» για να περιγράψει το είδος της χώρας που οραματίζεται να γίνει η Ελλάδα. Κάνουν λόγο για ένδοξη, αιματοβαμμένη, γενναία, μάχιμη, μικρή αλλά θαυματουργή, χώρα που πεθαίνει για τα ιδανικά της, αλλά τα «ευτυχισμένη» και «ειρηνική» σίγουρα δε βρίσκονται στον πυρήνα της πολιτικής τους σκέψης.
Όταν ωστόσο αυτές οι λέξεις χρησιμοποιούνται με θετικό πρόσημο για να περιγράψουν μια κατάσταση που δεν ανήκει στην ελληνική μυθολογία ή σε χολιγουντιανό μπλοκμπάστερ, στον πραγματικό, κυνικό κόσμο μεταφράζονται σε απέραντη δυστυχία, πόνο και απώλεια.
Τίποτα το ευτυχές δε μπορεί να προκύψει και δεν έχει προκύψει ποτέ από τον πατριωτισμό, την τυπολατρία και την εθνικιστική μεγαλομανία των ανθρώπων. Ο εθνικισμός, πολεμοχαρής και διψασμένος για αίμα όπως είναι, βαδίζει ενάντια σε κάθε αίσθημα επιβίωσης και αυτοσυντήρησης που έχουμε ως όντα.
Αποδομώντας λοιπόν ένα ένα τα φύκια πως μας πούλησαν για μεταξωτές κορδέλες, οφείλουμε να βγούμε επιτέλους από το σπήλαιο του Πλάτωνα, στο οποίο τόσο πετυχημένα μας έσπρωξαν δεκαετίες εγκεφαλικής αλλοτρίωσης, και ν’ αντικρίσουμε επιτέλους τον ήλιο που κρύβεται πίσω από τις εθνικιστικές μας πλάνες.
Ντορίνα Παπαγεωργίου