Ο μουσικός μινιμαλισμός λειτούργησε ως κινητήρια δύναμη στην εξέλιξη της μουσικής όπως την ξέρουμε σήμερα. Επηρέασε ένα ευρύ φάσμα μουσικών ειδών: από την ψυχεδελική μουσική, τη ροκ και την punk, ως την ambient, την house και την techno. Δημοφιλείς καλλιτέχνες όπως οι David Bowie, Brian Eno, Velvet Underground, Aphex Twin συνεργάστηκαν με μινιμαλιστές συνθέτες. Ο μουσικός μινιμαλισμός εμφανίστηκε στην Αμερική τη δεκαετία του 1960, εισάγοντας ξανά στη μουσική το στοιχείο ενός σταθερά επαναλαμβανόμενου παλμού που είχαν αφαιρέσει μοντερνιστές συνθέτες όπως οι Boulez και Stockhausen. Συνθέτες όπως ο Steve Reich θέλησαν να εκδημοκρατικοποιήσουν τη λόγια μουσική, κάνοντάς την αρκετά απλή και προσιτή για τον ακροατή. Οι πρώτοι συνθέτες που εφάρμοσαν συστηματικά την ελαχιστοποίηση του μουσικού υλικού και συμπεριέλαβαν το στοιχείο της επανάληψης στα έργα τους ήταν οι Αμερικανοί La Monte Young, Terry Riley, Steve Reich και Philip Glass.

μουσικός μινιμαλισμός
Οι Philip Glass και Steve Reich.

Χαρακτηριστικά του μουσικού μινιμαλισμού είναι η ελαχιστοποίηση του μουσικού υλικού, η απλοποιημένη αρμονία, η χρήση της επανάληψης και η μεγάλη διάρκεια των έργων. Η σταδιακή ανάπτυξη της μουσικής βοηθά τον ακροατή στην κατανόηση της εξέλιξής της. Ένα από τα σημαντικότερα γνωρίσματα του μουσικού μινιμαλισμού είναι η απουσία ιεραρχικών σχέσεων που αφορούν στην αρμονία και κατά συνέπεια στη δομή. Το στοιχείο της επανάληψης δε χρησιμοποιείται ως αναφορά σε κάτι που έχει ήδη ακουστεί αλλά ως αυτοτελές στοιχείο χωρίς τελεολογικό χαρακτήρα. Ο μουσικός μινιμαλισμός προτείνει έναν νέο τρόπο ακρόασης, διαφορετικό από εκείνον της δυτικής λόγιας μουσικής. Η μινιμαλιστική μουσική συντελείται στο τώρα και το μετά είναι η άμεση συνέπειά του παρόντος που γίνεται και πάλι παρόν. Με έργα όπως το πολυπαιγμένο «In C» (1964) του Riley ως τη δημοφιλή κινηματογραφική μουσική του Glass, ο μουσικός μινιμαλισμός κατάφερε να γίνει μια από τις πιο αγαπητές μουσικές τάσεις του 20ού αιώνα.

Σε αυτό το άρθρο παρουσιάζονται συνοπτικά τα χαρακτηριστικά του μουσικού μινιμαλισμού όπως εκφράστηκε μέσα από το έργο καθενός από τους τέσσερις συνθέτες, οι επιρροές, οι ομοιότητες και οι διαφορές της μουσικής τους.

La Monte Young: ένας λάτρης του ήχου


Ο La Monte Young θεωρείται ο πρώτος μινιμαλιστής συνθέτης. Πολυσχιδής προσωπικότητα: συμμετείχε ενεργά στη τζαζ σκηνή, διδάχθηκε τη σειραϊκή συνθετική τεχνική, σπούδασε εθνομουσικολογία αλλά και ηλεκτρονική μουσική πλάι στον Richard Maxfield. Αποτέλεσε ακόμη μέλος του κινήματος Fluxus και μαθήτευσε στο πλάι του Ινδού μουσικού και πνευματικού δασκάλου Pran Nath. Η μουσική του προσφέρει την αίσθηση μιας ατελεύτητης συνέχειας. Εκεί έγκειται και η μοναδικότητά της. Ήχοι κρατημένοι για μεγάλα χρονικά διαστήματα αποτελούν το κυριότερο γνώρισμα των έργων του. Η αγάπη του συνθέτη για τον ήχο ξεκίνησε στα παιδικά του χρόνια όταν παρατηρούσε το φύσημα του ανέμου, το θρόισμα των φύλλων, τους ήχους των τριζονιών, του νερού και των καλωδίων υψηλής τάσης. Οι ήχοι αυτοί αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τα μετέπειτα έργα του. Το να διδαχθεί κανείς από τον ήχο θεωρούσε πως μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της πολύωρης ακρόασής του. Ιδιαίτερο υπήρξε το ενδιαφέρον του για τα ψυχοακουστικά φαινόμενα.

Η συνθετική τεχνική του με τις κρατημένες νότες αποκρυσταλλώνεται στο οργανικό του έργο «Trio for Strings»(1958). Το «Composition 1960 #7» της περιόδου Fluxus θεωρείται ένα από τα πρώτα μινιμαλιστικά έργα αποτελούμενο από το διάστημα μιας καθαρής 5ης με την οδηγία «να κρατηθεί για πολλή ώρα». Το πρώτο έργο στο οποίο αξιοποιεί την επανάληψη είναι το «X for Henry Flynt» (1960). Σε αυτό ο ίδιος ακριβώς ήχος επαναλαμβάνεται περιοδικά. Ωστόσο, αυτού του τύπου η επανάληψη θα δούμε ότι διαφέρει από τη μοτιβική επανάληψη των υπολοίπων Αμερικανών μινιμαλιστών. Ο Young αξιοποίησε συχνά τα ηλεκτρονικά μουσικά μέσα της εποχής. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ίδρυσε το συγκρότημα «Theatre of Eternal Music» και δημιούργησε τη μόνιμη εγκατάσταση του «Dream House». Από το 1999 ο Young έχει αφιερωθεί στην ερμηνεία παραδοσιακής ινδικής φωνητικής μουσικής. Οι δημόσιες εμφανίσεις του είναι ελάχιστες ενώ πολλές από τις συνθέσεις του δεν έχουν ηχογραφηθεί ποτέ ή είναι εξαιρετικά δυσεύρετες.

Η παλμική μουσική του Terry Riley


Οι δρόμοι των Young και Riley συναντήθηκαν πρώτη φορά το 1959 στο Μπέρκλεϋ. Έκτοτε, συνεργάστηκαν στη δημιουργία μουσικής για χορό και μαθήτευσαν πλάι στον ίδιο Ινδό δάσκαλο. Υπήρξαν επίσης μαζί μέλη στο «Theatre of Eternal Music» την περίοδο 1965-6. Σε αντίθεση με τον Young που χρησιμοποιεί κρατημένους τόνους, ο Terry Riley αξιοποιεί στα έργα του τη μοτιβική επανάληψη. Εργαζόταν συχνά ως πιανίστας σε piano bar και προτιμούσε να θεωρεί τον εαυτό του ερμηνευτή, παρά συνθέτη. Τα έργα του επιτρέπουν μεγάλο βαθμό ελευθερίας στους εκτελεστές και εμπεριέχουν συχνά τον αυτοσχεδιασμό για τον οποίο πίστευε πως μπορούσε να οδηγήσει σε καταπληκτικά αποτελέσματα. Ο Riley υπήρξε ιδρυτικό μέλος του «San Francisco Tape Music Center». Εξερεύνησε τις δυνατότητες του νέου μέσου της μαγνητοταινίας σε έργα όπως τα «Concert for two pianos and five tape recorders»(1960), «The Three- Legged Stool» (1961), «The Gift» (1963) κ.ά.

Ο Terry Riley εν ώρα συναυλίας.

Το 1964 συνέθεσε το δημοφιλέστερο έργο του: το «In C». Ήταν το πρώτο έργο χάρη στο οποίο ο μουσικός μινιμαλισμός γνώρισε ευρεία απήχηση. Το «In C» αποτελείται από 53 διαφορετικά μοτίβα. Το χαρακτηριστικό άκουσμα ενός σταθερά επαναλαμβανόμενου ντο υποδεικνύει τον παλμό. Ο κάθε μουσικός καλείται να ξεκινήσει οποιαδήποτε στιγμή, από οποιοδήποτε μοτίβο και να επιλέξει τον αριθμό των επαναλήψεών του. Το έργο δύναται να παρουσιαστεί από οποιαδήποτε μουσικά όργανα καθορισμένου τονικού ύψους με μοναδική προϋπόθεση την ομοιογένεια του ηχητικού αποτελέσματος. Η ανοικτή φόρμα του έργου προσφέρει πολλαπλές δυνατότητες για νέες ερμηνείες που μας εκπλήσσουν. Στο έργο διακρίνεται η επιρροή της παραδοσιακής ινδονησιακής gamelan μουσικής τόσο στον τρόπο με τον οποίο καλούνται οι μουσικοί να συνεργαστούν όσο και στα στοιχεία της pelog κλίμακας που εμπεριέχονται. Ο Riley ασχολήθηκε ακόμη με τη μελέτη, διδασκαλία κι ερμηνεία ινδικής μουσικής ενώ συνεργάστηκε συχνά με το «Kronos Quartet».

Το μουσικό μωσαϊκό του Steve Reich


Ο Steve Reich φημίζεται για το θεωρητικό του έργο «Music as a Gradual Process» (1968) στο οποίο αντανακλάται η συνθετική του σκέψη. Σε αυτό υποστηρίζει ότι η μουσική  θα πρέπει να αναπτύσσεται  με τρόπο ώστε ο ακροατής να μπορεί να παρακολουθήσει τη σταδιακή εξέλιξή της. Συνέθεσε έργα για μαγνητοταινία όπως το «It’s Gonna Rain» (1965) και το «Come Out» (1966) ανακαλύπτοντας την τεχνική του phasing. Την τεχνική αυτή εφάρμοσε αργότερα και σε οργανικά έργα όπως το «Piano Phase», για δύο πιάνα ή μαρίμπες, και το «Violin Phase» (1967). Το 1968 συνέθεσε το «Pendulum Music», για μικρόφωνα, ηχεία και εκτελεστές. Οι εκτελεστές θέτουν τα μικρόφωνα σε κίνηση και κάθονται με το κοινό. Η μουσική που παράγεται είναι αποτέλεσμα του φαινομένου feedback. Ο Reich δεν επεμβαίνει στο ελάχιστο στο μουσικό αποτέλεσμα με τον ίδιο τρόπο που οι μινιμαλιστές εικαστικοί επεδίωκαν τα έργα τους να είναι αποκαθαρμένα από οποιοδήποτε στοιχείο προσωπικής προτίμησης.

Μουσικός μινιμαλισμός
Ο Steve Reich

Σημαντική πτυχή του έργου του Reich είναι η επιρροή που άσκησε σε αυτό η μουσική παράδοση της Αφρικής την οποία ανακάλυψε μέσω ηχογραφήσεων κατά τη διάρκεια των σπουδών του. Η επίδραση που είχε σε εκείνον το  άκουσμά της τον οδήγησε στο  να ταξιδέψει το 1970 έως την Γκάνα για να τη γνωρίσει. Μετά την επιστροφή του στην Αμερική, συνέθεσε το «Drumming» (1971) και το «Clapping Music»(1971). Στο δεύτερο το μοναδικό όργανο που απαιτείται είναι το ανθρώπινο σώμα. Αυτό ήταν το τελευταίο έργο στο οποίο εφάρμοσε την τεχνική του phasing. Την περίοδο 1973-74 μελέτησε μπαλινέζικη ινδονησιακή gamelan. Ενδιαφέρθηκε ακόμη για την παράδοση του Ισραήλ, λόγω της καταγωγής του, συνθέτοντας έργα όπως το «Tehillim» (1981) και το «Different Trains» (1988). Στο δεύτερο αναφέρεται στα τραίνα με τα οποία ταξίδευε ο ίδιος ως παιδί και σε εκείνα με τα οποία μεταφέρονταν οι Εβραίοι κατά τον Β’Παγκόσμιο Πόλεμο στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Ο Philip Glass συναντά την ινδική παράδοση


Philip Glass
Ο διάσημος μινιμαλιστής συνθέτης, φημισμένος για την κινηματογραφική του μουσική, Philip Glass.

Ο Philip Glass αποτελεί έναν από τους δημοφιλέστερους συνθέτες του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Είναι κυρίως γνωστός για την κινηματογραφική του μουσική και τη ρηξικέλευθη όπερά του «Einstein on the Beach» (1976). Σημαντική στιγμή στη μουσική εξέλιξη του συνθέτη αποτέλεσε η συνεργασία του με τον Ινδό μουσικό Ravi Shankar την περίοδο 1963-65 στο Παρίσι . Ο Glass κλήθηκε να καταγράψει στο πεντάγραμμο τις μελωδίες που έπαιζε ο Shankar στο σιτάρ. Μέσω αυτής της ενασχόλησης συνειδητοποίησε πως η μουσική μπορεί να δομείται έχοντας ως βάση τον ρυθμό και όχι αρμονικές ακολουθίες. Ταξίδεψε στην Ινδία και διδάχθηκε τις προσθετικές διαδικασίες σύνθεσης που εφάρμοσε κατόπιν στη μουσική του. Στο έργο «1+1»(1968) η ελαχιστοποίηση εντοπίζεται τόσο στο μουσικό υλικό όσο και στην ηχητική πηγή. Το μουσικό όργανο μπορεί να είναι μια οποιαδήποτε επίπεδη επιφάνεια. Έτσι ο εκτελεστής καλείται κρούοντας τα χέρια του στην επιφάνεια ενός τραπεζιού να δημιουργήσει μουσική συνδυάζοντας δύο μονάχα ρυθμικά σχήματα.

Την προσθετική δομή που αφομοίωσε από την ινδική μουσική εφάρμοσε πρώτη φορά το 1967 στο «Strung Out» για ηλεκτρικό βιολί. Η σύνθεση αποτελείται από μόλις πέντε τονικά ύψη. Η προσθετική δομή όπου το κάθε μοτίβο σχετίζεται με το προηγούμενο και το επόμενό του, επιτρέπει στον ακροατή την κατανόηση της μουσικής εξέλιξης. Παράγοντας που έπαιξε ρόλο στη διαμόρφωση της μουσικής του ήταν η δημιουργία του «Philip Glass Ensemble» το 1968. Το σύνολο λειτούργησε ως κίνητρο στη δημιουργία νέων συνθέσεων. Το ίδιο έτος συνέθεσε το «Two Pages», αρχικά αφιερωμένο στον Steve Reich. Το έργο είναι μονοφωνικό και αποτελείται από 107 μοτίβα, που μπορούν να επαναληφθούν οποιοδήποτε αριθμό φορών. Με τα χρόνια ο Glass έδειξε ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για την κάθετη δομή της μουσικής προσθέτοντας όλο και περισσότερες φωνές στις συνθέσεις του. Το 1977 συνθέτει το «Another Look at Harmony» για χορωδία και εκκλησιαστικό όργανο όπου η αρμονία αξιοποιείται ως δομικό στοιχείο.

Μουσικός μινιμαλισμός: αμερικανικός και άλλες εκφράσεις του


μουσικός μινιμαλισμός
Ο Εσθονός Arvo Pärt, εκπρόσωπος του ιερού μινιμαλισμού.

Ο μουσικός μινιμαλισμός περιλαμβάνει έργα ποικίλης αισθητικής. Η μοτιβική επανάληψη αξιοποιείται στα έργα των Riley, Reich και Glass. Ωστόσο, τα έργα του Young διαφέρουν έχοντας ως χαρακτηριστικό κρατημένους ήχους μεγάλης διάρκειας. Χάρη στις ηχογραφήσεις της εποχής οι μινιμαλιστές συνθέτες γνώρισαν μουσικές άλλων λαών, γοητεύτηκαν από αυτές και τις μελέτησαν. Η μουσική της Ινδίας αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τους Young, Riley και Glass ενώ η μουσική του Μπαλί και της Δυτικής Αφρικής εμπλούτισε το μουσικό λεξιλόγιο του Reich. Τα διαθέσιμα μουσικά τεχνολογικά μέσα της περιόδου, μέσα ηχογράφησης και ηλεκτρικές πηγές ήχου, χρωμάτισαν τη μινιμαλιστική μουσική και οδήγησαν στην ανακάλυψη νέων συνθετικών τεχνικών.

Τη δεκαετία του 1970 ο αμερικανικός μουσικός μινιμαλισμός επηρέασε και Ευρωπαίους συνθέτες όπως τους Louis Andriessen, Michael Nyman, Gavin Bryars κ.ά. Οι παραπάνω δημιουργοί αναζήτησαν την έμπνευσή τους στην προγενέστερη δυτική λόγια μουσική και όχι στις μουσικές παραδόσεις της Ανατολής, ενώ εφάρμοσαν λιγότερο αυστηρές συνθετικές τεχνικές από τους Αμερικανούς μινιμαλιστές. Τη δεκαετία του 1990 συνθέτες όπως οι John Tavener, Arvo Pärt και Henryk Gorecki συνέθεσαν έργα με ελαχιστοποιημένο μουσικό υλικό που εμπεριείχαν ένα συναίσθημα θρησκευτικότητας. Η τάση αυτή ονομάστηκε ιερός μινιμαλισμός.

Η συμβολή του μινιμαλισμού στην εξέλιξη της δημοφιλούς μουσικής


Η σημερινή μουσική δε θα ήταν η ίδια αν η εμφάνιση του μουσικού μινιμαλισμού δεν είχε προηγηθεί. Καθοριστική υπήρξε η επιρροή του στην ανάπτυξη της punk, της ambient, της house και της techno. Οι μινιμαλιστές συνθέτες αξιοποίησαν την επανάληψη, τις λούπες, τα ηλεκτρονικά μέσα της εποχής. Τα ίδια εργαλεία χρησιμοποιήθηκαν αργότερα από πλήθος δημοφιλών καλλιτεχνών. Στην επιτυχία των 90’s του συγκροτήματος της ηλεκτρονικής σκηνής Orb «Little Fluffy Clouds» αξιοποιούνται ηχητικά αποσπάσματα από το «Electric Counterpoint» του Steve Reich. Μινιμαλιστικά στοιχεία διακρίνουμε στο άλμπουμ του Aphex Twin «Selected Ambient Works 85-92». Το 1995 ο Twin δημιούργησε μαζί με τον Glass το «Icct Hedral» ενώ διασκεύασαν το κομμάτι των David Bowie και Brian Eno, «Heroes». Το αποτέλεσμα είναι αριστουργηματικό. Το άλμπουμ «Minimal Nation» (1994) του Robert Hood αποτέλεσε έργο ορόσημο για το υποείδος της minimal-techno.

Ο μουσικός μινιμαλισμός διαμόρφωσε τη μετέπειτα πορεία της μουσικής. Σε μια εποχή όπου η περιπλοκότητα κυριαρχούσε στην υψηλή τέχνη και στη μουσική, ο μινιμαλισμός υπέδειξε έναν νέο τρόπο καλλιτεχνικής προσέγγισης. Έναν δρόμο όπου η μουσική δε χρειαζόταν να είναι περίπλοκη για να προκαλεί τον θαυμασμό, ακατανόητη για να θεωρείται υψηλή και δύσπεπτη για να θεωρείται λόγια. Οι μινιμαλιστές συνθέτες απάντησαν με απλότητα στην πολυπλοκότητα των σειραϊστών και στην απροσδιοριστία του Cage. Άνοιξαν και πάλι τον δρόμο προς την ηχητική τέρψη εμπνέοντας με τα έργα τους συνθέτες της λόγιας αλλά και της δημοφιλούς μουσικής.

Πηγή: https://artic.gr/