Σχεδόν σε όλες τις Δυτικές κοινωνίες έχουμε τη νοσηρή συνήθεια να αποκαλούμε τους ενήλικες ανθρώπους που μας είναι οικείοι με λέξεις που αρμόζουν περισσότερο σε άτομα μικρότερων ηλικιών. Υποκοριστικά όπως «κορίτσια» και «παιδιά» -για γυναίκες και άντρες αντίστοιχα- που χρησιμοποιούμε ευρέως, μπορεί να ακούγονται χαριτωμένα, πάντως αθώα δεν είναι· η κανονικοποίησή τους κρύβει μια ολόκληρη κουλτούρα υποτίμησης και ανεκτικότητας από πίσω που σχετίζεται άμεσα με τις υψηλές απαιτήσεις της κοινωνίας απέναντι στις γυναίκες.
Όσο, λοιπόν, κι αν κάποιες συνήθειες έχουν παγιωθεί στη συλλογική συνείδηση και μας μοιάζει σχεδόν αδύνατο να τις ξεριζώσουμε από τις διαπροσωπικές μας επαφές, οφείλουμε τουλάχιστον να μάθουμε τη βαρύτητα που κουβαλούν οι λέξεις που χρησιμοποιούμε, και γιατί κάποιες από αυτές είναι φορείς συστημικής καταπίεσης.
Τριαντάχρονα «παιδιά»;
Ας αποδομήσουμε αρχικά τι σημαίνει η προσφώνηση «παιδί» όταν αναφερόμαστε σ’ έναν άντρα άνω των 18. Το γνωστό ρητό «boys will be boys», με την ελληνική γλώσσα να ανταποκρίνεται με την αντίστοιχη φράση «οι άντρες είναι αιώνια παιδιά», δίνει αυτόματα στους άντρες μια κάποια άφεση αμαρτιών. Όταν λέμε στο 50% του πληθυσμού ότι του επιτρέπεται να εμμένει σε παιδικές συμπεριφορές επειδή είναι κομμάτι της φύσης του να το κάνει, εκείνο αυτόματα αποποιείται ευθυνών και δεν κάνει καμία προσπάθεια αυτοβελτίωσης.
Μάλιστα το εξοργιστικότερο όλων είναι ότι τα «παιδικά» αυτά χαρακτηριστικά (εγωισμός, συναισθηματική ανωριμότητα, ακαταστασία, κυκλοθυμία κλπ.) εξυμνούνται αρκετά συχνά από την ποπ κουλτούρα, παρουσιάζοντας τους φορείς τους ως «αθώους», «απονήρευτους», ακόμα και «αυθεντικούς».
Η πικρή αλήθεια όμως είναι πως δεν υπάρχει τίποτα το αξιαγάπητο σ’ ένα τριαντάχρονο «παιδί», διότι αυτά του τα χαρακτηριστικά που παρουσιάζονται ως χαριτωμένα είναι στην πραγματικότητα όλα εκείνα που καθιστούν και τα κανονικά, ανήλικα παιδιά ενοχλητικά. Για την ακρίβεια, όλη η πορεία τους προς την ενήλικη ζωή αφιερώνεται στο ν’ αποτινάξουν τον εγωισμό και την μικροπρέπεια από τον χαρακτήρα τους και να γίνουν ευσυνείδητα μέλη της κοινωνίας.
Κορίτσι, κορίτσια, κοριτσάκι
Στον αντίποδα τώρα. Η προσφώνηση κορίτσι για μια ενήλικη γυναίκα μας επιστρέφει και πάλι στα χρόνια της αθωότητας, αλλά με ελαφρώς διαφορετικό σκοπό.
Αυτή τη φορά στόχος δεν είναι να δώσει συγχωροχάρτι για την ανωριμότητα των γυναικών· άλλωστε οι γυναίκες διδάσκονται ότι πρέπει να κουβαλάνε από την εφηβεία κιόλας διπλό φορτίο ωριμότητας, καθώς οφείλουν να καλύψουν το «έλλειμμα» της αντίστοιχης αντρικής – και πάλι με το πρόσχημα ότι είναι επακόλουθο της διαφορετικής φύσης τον φύλων (sic).
Ο χαρακτηρισμός «κορίτσι» τοποθετεί, καταρχάς, τις γυναίκες σε μια θέση ευαλωτότητας, και υπονοεί πως για να επιβιώσουν έχουν ανάγκη από προστασία τρίτων. Η εναλλακτική ερμηνεία της συγκεκριμένης επιλογής λέξεων έχει μια ελαφρώς σεξουαλική υπόνοια, την οποία σαφώς δεν απέκτησε αυτόματα αλλά μέσα από την τριβή με την κουλτούρα του catcalling (της σεξουαλικής παρενόχλησης στο δρόμο).
Πολλοί είναι αυτοί που θα χαρακτηρίσουν τη νοηματοδότητηση αυτή υπερβολική. Ωστόσο οφείλουμε να σκεφτούμε και τα πλαίσια μέσα στα οποία γίνεται συνήθως χρήση της προσφώνησης «κορίτσι». Θα ήταν ίσως αποδεκτό εάν λάμβανε χώρα αποκλειστικά σε κάζουαλ ή τρυφερές στιγμές, αλλά δυστυχώς είναι πολύ σύνηθες να αποκαλούμε «κορίτσια» ακόμα και γυναικείες ομάδες εργασίας σε αυστηρώς επαγγελματικούς χώρους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ένα περιστατικό με πρωταγωνίστριες τις Nicky Morgan και Amber Rudd, τέως Γραμματέως Παιδείας και Ενέργειας της Μεγάλης Βρετανίας αντίστοιχα. Όταν ένας φωτορεπόρτερ θέλησε να τραβήξει την προσοχή τους καθώς περπατούσαν στο δρόμο, φώναξε από το απέναντι πεζοδρόμιο «κορίτσια!». Η Morgan σοκαρισμένη από την προσφώνηση γυρίζει και του απαντάει «Αλήθεια τώρα; Κορίτσια;». Στη συνέχει ο φωτογράφος απολογήθηκε και το περιστατικό έλαβε τέλος.
Είναι βέβαια αλήθεια πως στους φεμινιστικούς χώρους η λέξη «κορίτσι» χρησιμοποιείται κάποιες φορές ως μέσο ενδυνάμωσης, με τις εκφράσεις «girl power», «gurl» κλπ. να λαμβάνουν μια χροιά συλλογικότητας και να ενισχύουν την αγωνιστική διάθεση. Η διαφορά ωστόσο είναι σημαντική, και έχει να κάνει με το πως οι μειονότητες προσπαθούν να ανακτήσουν προσβλητικές για εκείνες λέξεις προκειμένου να τις ανανοηματοδοτήσουν (κάτι αντίστοιχο συνέβη με τον όρο «queer» που συνήθιζε να έχει αρνητική σημασία, ενώ τώρα χρησιμοποιείται ως όρος-ομπρέλα για τη σεξουαλική ρευστότητα).
Δυστυχώς είναι σχεδόν ακατόρθωτο να κάνουμε restart τις λεξιλογικές μας συνήθειες, και θα ήταν εξουθενωτικό να σκεφτόμαστε συνεχώς τα γλωσσικά μας παραστρατήματα· ωστόσο αν καταφέρουμε να λάβουμε μια ουσιαστική επιμόρφωση γύρω από τα ζητήματα ισότητας, κάποια στιγμή θα αρχίσουμε αυτόματα να χρησιμοποιούμε διαφορετικά τις λέξεις, με αποτέλεσμα, αν όχι εμείς, τότε σίγουρα οι επόμενες γενιές να απαλλαγούν παντελώς από τη σεξιστικά φορτισμένη μας γλώσσα.
Ντορίνα Παπαγεωργίου