Όχι, η προσφορά και η ζήτηση δεν θα αλλάξουν. Το ίδιο ισχύει και για τις βασικές ανάγκες. Οι άνθρωποι θα τείνουν πάντα να αναζητούν την τροφή τους, να επιθυμούν το σεξ, να φροντίζουν τα παιδιά τους, να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για το κοινωνικό στάτους, να σκέπτονται την υγεία τους και να αποφεύγουν τον πόνο. Η ένδυση και η στέγη θα είναι επίσης από τις πρώτες τους ανάγκες, γι’ αυτό και θα αναζητούν τρόπους να τις ικανοποιήσουν όσο γίνεται καλύτερα και πιο γρήγορα.

Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος για το Euro2day

Ερωτήματα με βασανίζουν όμως. Τι συμβαίνει στην οικονομία; Γιατί παρά το υπεράφθονο χρήμα που εκδίδουν οι Κεντρικές Τράπεζες, ο πληθωρισμός είναι ανύπαρκτος;

Πόσο θα αντέξουν οι οικονομίες με μηδενικά επιτόκια και άρα με αφανισμό της αποταμίευσης; Τι θα συμβεί με το δολάριο σε μια υπερχρεωμένη και εσωστρεφή Αμερική; Στην εποχή των αλγορίθμων και των πλατφορμών, ποια προοπτική έχουν ολόκληροι τομείς παροχής υπηρεσιών όπως το λιανεμπόριο, ο τουρισμός, οι μεταφορές, οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και άλλες παρεμφερείς δραστηριότητες;

Επίσης, όταν βλέπουμε ότι στα 250 χρόνια των βιομηχανικών επαναστάσεων και των συναφών τεχνολογικών ανατροπών, το προσδόκιμο ζωής στον ανεπτυγμένο κόσμο πήγε τρεις φορές επάνω και παγκοσμίως δύο φορές, ποια είναι η σχέση του ανθρώπου με τον χρόνο; Την ώρα που ο μέσος χρόνος ζωής οδεύει προς τα 100 χρόνια, το γεγονός αυτό ποιες επιπτώσεις θα έχει στα συστήματα υγείας, συντάξεων, κοινωνικής ασφάλισης και οικονομικής ανάπτυξης;

Ένας πλανήτης με 10 δισεκατομμύρια κατοίκους πόσες πανδημίες θα γνωρίσει, ποιους νέους ιούς θα αντιμετωπίσει και ποια νέα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα θα έχει να λύσει;

Όλα τα παραπάνω ερωτήματα και άλλα πολλά ακόμα, πιστεύω πως έχουν τεράστια σημασία στην παρούσα φάση της πανδημίας, πολύ απλά, δε, τροφοδοτούν την απαισιοδοξία, σε μια εποχή βαθύτατης και πολυεπίπεδης αλλαγής.

Πολύ σωστά, ο συγγραφέας Ματ Ρίντλεϊ επισημαίνει ότι «Όσο αυξάνεται ο μέσος όρος ηλικίας του πληθυσμού μιας χώρας, οι άνθρωποι γίνονται όλο και πιο καινοφοβικοί και μελαγχολικοί». Εξάλλου, στον πεσιμισμό επενδύονται τεράστια συμφέροντα. Κανένα φιλανθρωπικό ίδρυμα δεν συγκέντρωσε ποτέ δωρεές λέγοντας πως τα πράγματα πάνε καλύτερα. Κανένας δημοσιογράφος δεν εξασφάλισε χώρο σε πρωτοσέλιδο εφημερίδας γράφοντας ότι οι πιθανότητες καταστροφής έχουν μειωθεί. Αφού οι καλές ειδήσεις δεν συνιστούν καν ειδήσεις, οι τηλεβόες των ΜΜΕ βρίσκονται στη διάθεση κάθε πολιτικού, δημοσιογράφου ή ακτιβιστή που μπορεί να προαναγγείλει με πειστικότητα μια επερχόμενη καταστροφή. Και έτσι, οι ομάδες πίεσης και οι πελάτες τους στα ΜΜΕ πασχίζουν να εντοπίσουν ακόμη στις πιο θετικές στατιστικές έστω και την ελάχιστη υποψία μιας πιθανής καταστροφής». Η απαισιοδοξία «πουλάει», έτσι, είναι βασικός τροφοδότης της συνωμοσιολογίας και κατ’ επέκταση εκτρέφει τον λαϊκισμό και τη συναφή συλλογική ηλιθιότητα.

Μπροστά, λοιπόν, σε κοσμογονικές αλλαγές που έχουν δρομολογηθεί στην οικονομία, το κοινωνικό γίγνεσθαι και τη γεωπολιτική ισορροπία, τα πραγματικά και ζωτικά θέματα προς συζήτηση και επεξεργασία, σε ευρύ λαϊκό επίπεδο, συσκοτίζονται ακριβώς για να μην πέσουν στο πεδίο του δημόσιου προβληματισμού. Κατά συνέπεια, οι δημαγωγοί και οι λοιποί ιδεολογικοί αγύρτες αποφεύγουν τον σκόπελο της ουσιαστικής συζήτησης και προτείνουν θαυματουργές λύσεις, που ποτέ δεν έρχονται όμως.

Στους τομείς έτσι της παραγωγής και κατανομής του πλούτου, πολλά λέγονται και γράφονται για τις ανισότητες, λόγου χάρη, περί των βαθύτερων αιτίων τους, όμως, κυριαρχεί εκκωφαντική… σιωπή.

Καλλιεργείται έτσι ο φθόνος του εισοδήματος, χωρίς να παρέχονται νέες πληροφορίες και αναλύσεις περί του τρόπου παραγωγής του. Όμως, οι τρόποι αυτοί αλλάζουν και δραματικά μάλιστα. Με αφετηρία δε την πανδημία του κορωνοϊού, η κατάσταση θα προσλάβει πρωτόγνωρη ταχύτητα και οι μεταβολές θα είναι σαρωτικές. Μέσα στα προσεχή δέκα χρόνια, ο κόσμος των επιχειρήσεων και της εργασίας θα γνωρίσει ανατρεπτικές διαρθρωτικές αλλαγές. Τα ανταγωνιστικά οικοσυστήματα θα έχουν τον πρώτο λόγο στις εξαγωγές και θα ευνοούν αυτούς που πρώτοι θα συνειδητοποιούν το μέγεθος και τη σημασία των αλλαγών.

Η πανδημία θα δώσει τεράστιο βάρος στο είναι της ανθρώπινης ύπαρξης, μια τάση που θα έχει ιστορική σημασία για την οικονομία. Διότι πολύ απλά, η αναζήτηση ενός καλύτερου είναι θα αποδυναμώσει το έχειν.

Όλο και περισσότερο, τονίζει ο καθηγητής Εντγκάρ Καμπανά, που διδάσκει ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο Καμίλο Χοσέ της Μαδρίτης, «θα ζούμε σ’ έναν κόσμο που θα επιδιώκει πάση θυσία την ευτυχία. Το να είναι κανείς ευτυχισμένος θα αποτελεί σκοπό ζωής, αλλά επίσης δικαίωμα και υποχρέωση…».

Το πρόβλημα έγκειται στο ότι η αναζήτηση της ευτυχίας είναι θέμα προσωπικής ευθύνης. Που σημαίνει ότι δύσκολα θα υπάρχουν ευτυχισμένοι σε κοινωνίες ανεύθυνων, οι οποίοι περιμένουν τα πάντα από τους… άλλους.

Στο επίπεδο αυτό συνεπώς θα εκδηλωθούν και οι νέες κοινωνικές αντιπαραθέσεις. Σε κάθε περίπτωση, είμαστε για τα καλά πλέον ενώπιον μιας νέας ιστορικής πραγματικότητας και προέχει να την καταλάβουμε.