Οι Έλληνες είμαστε εκφραστικός λαός. Μια φράση της ίδιας συνομοταξίας με το «σαν τη Χαλκιδική δεν έχει» και «η Ελλάδα έχει τους πιο φιλόξενους κατοίκους», η οποία, όπως και οι εφάμιλλες της, ισχύει, αλλά εν μέρει.
Όταν μιλάμε για εκφραστικότητα στην Ελλάδα, συνήθως κάνουμε λόγο για τα θετικά (και αρνητικά), πηγαία συναισθήματα, που εκφράζονται αυθόρμητα με το γέλιο, τις χειρονομίες και τις δυνατές φωνές. Και πράγματι, οι Έλληνες είμαστε κατά βάση πολύ εκδηλωτικοί στη χαρά μας, κάτι που γίνεται εμφανές κι από το γεγονός πως όταν παίρνουμε πτυχίο, παντρευόμαστε, κάνουμε παιδιά, βουίζει νυχθημερόν όλη η γειτονιά.
Ωστόσο, πίσω από αυτή την ασυγκράτητη ορμή, κρύβεται και μια πιο σκοτεινή πλευρά, που αντιπροσωπεύει την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος.
Πέρα από τις ακραίες αυτές ενδείξεις ευτυχισμένης ζωής, αν ξύσουμε την επιφάνεια θα διαπιστώσουμε πως ο λαός μας -και όχι μόνο- περνάει ανησυχητικά συχνά μεγάλο μέρος της ζωής του θάβοντας στο πιο βαθύ μέρος του μυαλού του τα λιμνάζοντα αρνητικά του συναισθήματα, προκειμένου να μην καταλάβει ο περίγυρος πως τα χαρούμενα του ξεσπάσματα είναι απλά ένα πυροτέχνημα -ή αν θέλετε, ένα μόνο κομμάτι μιας κατά τα άλλα φυσιολογικής καθημερινότητας, με τα πάνω της και τα κάτω της.
Το γεγονός όμως ότι φοβόμαστε να παραδεχτούμε δυνατά πως είμαστε μελαγχολικοί, θυμωμένοι, απογοητευμένοι από τη ζωή μας, δεν έχει να κάνει μόνο με την επιθυμία επίδειξης ενός ανθόσπαρτου βίου, αλλά και με δοξασίες και στερεότυπα της ελληνικής καθημερινότητας που γίνονται συχνά ντουβάρια να μας πλακώσουν.
1) Εν αρχή ην η θρησκεία. Η ορθοδοξία -και τα αφηγήματα που τη συνοδεύουν- είναι αυτή που μας διδάσκει από μικρά παιδιά πως η εγκράτεια και ο έλεγχος είναι οι ύψιστες αρετές για έναν άνθρωπο, και πως η όποιας μορφής απογοήτευση αποτελεί αχαριστία απέναντι στο πλάνο του Θεού για το άτομό μας, καθώς δεν είμαστε ευγνώμονες για όλα όσα μας έχουν δοθεί.
Όσο για τον θυμό, για τη θρησκεία αποτελεί οριακά μορφή ύβρεως.
Δεδομένου λοιπόν πως, για τη θρησκεία, η λύση κάθε προβλήματος έχει ως οριζόντια απάντηση την ενδυνάμωση της επικοινωνία με τον Θεό και την αναμονή της αιώνιας ζωής, οι θρησκευόμενοι άνθρωποι αδυνατούν πολλές φορές να αναζητήσουν «ανθρώπινες» λύσεις στα ζητήματα που τους απασχολούν, με φόβο τη θεία τιμωρία.
Καταλήγουν έτσι να αποφεύγουν με κάθε θεμιτό κι αθέμιτο μέσο την τριβή και τη σύγκρουση, συσσωρεύοντας έτσι ένα βουνό αρνητικών συναισθημάτων που γιγαντώνεται με το πέρασμα του χρόνου.
2) Η ημιμάθεια μας σε σχέση με την επιστήμη της ψυχολογίας, αποτελεί μια ακόμα τροχοπέδη στην παραδοχή των συναισθημάτων μας. Ακόμα και εν έτη 2020, δεν είναι λίγοι οι συνάνθρωποι μας που ταυτίζουν τη λέξη κατάθλιψη (και γενικότερα τις ψυχικές ασθένειες) με την τρέλα, με αποτέλεσμα, όταν εκείνη τους χτυπήσει την πόρτα να αρνούνται πεισματικά να ζητήσουν βοήθεια.
Σ’ αυτό βέβαια δε βοηθάει καθόλου κι ένας περίγυρος που σου ζητάει τα ρέστα κάθε φορά που δεν είσαι καλά, επειδή σύμφωνα με τα δικά του κριτήρια, το επίπεδο ζωής σου δε δικαιολογεί την μελαγχολική σου διάθεση.
3) Τελευταίος και πολύ σημαντικός παράγοντας, αν και δεν αφορά τον πληθυσμό ως σύνολο, παρά ένα μέρος αυτού, αποτελεί η αδυναμία των μειονοτικών ομάδων να υψώσουν το ανάστημά τους και να θυμώσουν με τους καταπιεστές τους, καθώς η κοινωνία τους λέει από μικρά παιδιά πως είναι προς συμφέρον τους να σωπαίνουν αντί να θυμώνουν.
Και μην πάτε μακριά. Ο μισός πληθυσμός της υφηλίου, δηλαδή οι γυναίκες, έχουν μάθει να αντιδρούν ακριβώς με αυτόν τον τρόπο απέναντι στην καταπίεση, καθώς όταν τολμάνε να εκφράσουν την οποιαδήποτε αντίδραση ή δυσάρεστο συναίσθημα, κατηγοριοποιούνται αυτόματα ως υπερβολικές και γκρινιάρες. Ή τις ρωτάνε αν έχουν περίοδο.
Κι αν το διακύβευμα σας φαίνεται σχετικά ασήμαντο, καθώς αποφεύγετε την αρνητικότητα όπως ο διάολος το λιβάνι και θεωρείτε πως καλά κάνουμε και εκφραζόμαστε μόνο όταν «έχουμε να πούμε κάτι καλό», ρίξτε μια πλάγια ματιά σ’ αυτό το άρθρο μας, καθώς η υπέρμετρη θετικότητα μπορεί, όταν εκφράζεται με αυτόν τον τρόπο, να διαβεί πολύ εύκολα το κατώφλι της τοξικότητας.
Ντορίνα Παπαγεωργίου