Έχοντας μεγαλώσει με την κοινωνικά αποδεκτή παραδοχή πως το νοικοκυριό αποτελεί γυναικεία δουλειά, ξεχάσαμε να δώσουμε σημασία στη διευκρινιστική υποσημείωση πως, σ’ αυτή την περίπτωση, η λέξη «δουλειά« οφείλει να γίνεται αντιληπτή και με την κυριολεκτική της έννοια.
Η γυναίκα, αν και αυτή τη στιγμή που μιλάμε είναι θεσμικά κατοχυρωμένη όσον αφορά τα εργασιακά της δικαιώματα -μια συζήτηση της οποίας τα παραθυράκια θέλουν ξεχωριστό άρθρο για ανάλυση-, παραμένει την ίδια στιγμή δέσμια κάποιων άγραφων κανόνων οι οποίοι καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη ζωή της, καθώς η παραβίασή τους συνάδει με κοινωνικό αποκλεισμό.
Το δικαίωμα της στην εργασία λοιπόν, σε περίπτωση που επιθυμεί να το συνοδεύσει με τη δημιουργία οικογένειας, θα την μετατρέψει αναγκαστικά σε γυναίκα-πολυμίξερ, καθώς δε νοείται να μην αναλάβει ταυτόχρονα κι εξολοκλήρου το νοικοκυριό, έχοντας ένα μόνιμο, παγωμένο χαμόγελο ευχαρίστησης και προσφοράς στα χείλη.
Και παρά το γεγονός ότι η λέξη «νοικοκυριό» λέγεται από τους περισσότερους ελαφρά την καρδία, υπονοώντας πως οι δουλειές του σπιτιού και η ενασχόληση με τα παιδιά δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα ευχάριστο χόμπι, δεν είναι τυχαίο που δεν αναλαμβάνεται εξίσου ελαφρά την καρδία από τους άντρες του σπιτιού.
Κι αυτό γιατί το νοικοκυριό, όσο κυνικό και να ακούγεται, αποτελεί μια κανονικότατη μορφή εργασίας, και στην περίπτωση αυτών των γυναικών, μια απλήρωτη μορφή εργασίας.
Το θλιβερότερο είναι πως αν εξετάσουμε και τις δύο περιπτώσεις γυναικών που αναλαμβάνουν τα οικιακά καθήκοντα χωρίς καταμερισμό εργασιών με τον σύζυγο, θα διαπιστώσουμε ότι βγαίνουν πάντα και με μαθηματική ακρίβεια οικονομικά και ψυχικά ζημιωμένες.
Από την μια πλευρά, σε περίπτωση που δεν εργάζονται καθόλου σε εξωτερική, επί πληρωμή εργασία, οι «νοικοκυρές» θεωρούνται μεν καλές μητέρες και σύζυγοι, καθώς πράττουν τα δέοντα και τιμούν τον ρόλο του φύλου τους, ωστόσο είναι έρμαια της μορφής οικονομικής διαχείρισης που θα επιλέξει ο άντρας του σπιτιού, καθώς, αφού δεν αποφέρουν απτά κέρδη στο σπίτι, δεν δικαιούνται να έχει λόγο στα των εξόδων και εσόδων.
Μόνο που το παραπάνω πρόκειται για μια τεράστια πλάνη.
Το μαγείρεμα, το πλύσιμο και σιδέρωμα των ρούχων, η βοήθεια των παιδιών στα μαθήματα τους, είναι όλα αγαθά που πωλούνται κανονικά ως υπηρεσίες στον έξω κόσμο, με πολλά ζευγάρια να τα επιλέγουν έναντι αντιτίμου.
Στην πραγματικότητα λοιπόν, η γυναίκα κάνει όσα θα έκανε κι ένας αντίστοιχος επαγγελματίας, αλλά μόνη της, και όχι απλά χωρίς ανταμοιβή, αλλά ούτε με ισότιμη πρόσβαση και μερίδιο στους οικονομικούς πόρους του σπιτιού, στους οποίους, με βάση την παραπάνω λογική, συνδράμει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ΄ότι φαίνεται στον εξωτερικό παρατηρητή.
Στον αντίποδα, μια γυναίκα που εργάζεται σε έμμισθη θέση και ταυτόχρονα αναλαμβάνει όλο το βάρος των τρεχόντων καθηκόντων του σπιτιού, δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια διπλά εργαζόμενη γυναίκα, που είναι καταδικασμένη να παίζει σε δύο διαφορετικά μέτωπα ταυτόχρονα, έχοντας μια υποχρέωση να εκκρεμεί πάνω απ’ το κεφάλι της για κάθε λεπτό της ημέρας.
Τούτων λεχθέντων, η αντιμετώπιση των νοικοκυρών ως άτομα που δε προσφέρουν ενεργά στη διαχείριση του σπιτιού, ή ακόμα χειρότερα ο χαρακτηρισμός τους ως τεμπέλες, θα αποτελούσε κάτι παραπάνω από έλλειψη σεβασμού στο άτομό τους.
Πέρα όμως από τα άλματα που οφείλει να κάνει η κοινωνία στον τομέα της ισότητας προκειμένου να αναγνωρίσει την αξία τους και να τις απαλλάξει από ένα μεγάλο μέρος του βάρους που κουβαλάνε, έχουμε κι έναν ακόμα ελέφαντα στο δωμάτιο, που δεν είναι άλλος από το ελλιπές κράτος πρόνοιας.
Σε περίπτωση λοιπόν που το κράτος σταματήσει να εθελοτυφλεί όσον αφορά την απλήρωτη προσφορά των γυναικών στα του σπιτιού, θα δει ξεκάθαρα πως η λύση των δημόσιων, κοινωνικών παροχών (baby sitting, καθαριστές, γκουβερνάντες) με βάση το σουηδικό μοντέλο οικονομίας, είναι μονόδρομος, ή μάλλον βαδίζει χέρι-χέρι με την έμφυλη ισότητα.
Κι αυτή ακριβώς η παραδοχή αποτελεί μια από τις ισχυρότερες αποδείξεις πως η ισότητα και η δικαιοσύνη αντιπροσωπεύουν εκατέρωθεν διακυβεύματα διαθεματικά, με την ταξική ισότητα να μη διανοείται δίχως την έμφυλη, και το αντίστροφο.
Ντορίνα Παπαγεωργίου