«To κράτος είναι αυτό που διαθέτει το μονοπώλιο στη χρήση βίας» -Μαξ Βέμπερ

Το γαλλικό ντοκιμαντέρ του σκηνοθέτη και δημοσιογράφου David Dufrense “Un pays qui se tient sage” – μια χώρα που κάθεται φρόνιμα, σε ακριβή ελληνική μετάφραση- ξεκινάει, με αυτή την παραπομπή του δημοφιλούς κοινωνιολόγου, ένα μανιφέστο ενάντια στη νομιμοποίηση της βίας όταν αυτή ασκείται από την εκτελεστική εξουσία.

Η βία καταδικάζεται απ’ όπου κι αν προέρχεται. ‘Η μήπως όχι; Ποιος και με τι κριτήρια αποφασίζει ποια χέρια επιτρέπεται να οπλιστούν με γκλομπ και να επιβάλλουν την τάξη- προς συμφέρον των πολιτών, αλλά ειρωνικά και εναντίον αυτών;

Με αφετηρία τις πολυάριθμες διαδηλώσεις του κοινωνικού κινήματος των Κίτρινων Γιλέκων, ο σκηνοθέτης αδράζει της ευκαιρίας να μιλήσει για το πως έχει παγιωθεί στην κοινωνική συνείδηση η ιδέα πως η αστυνομία οφείλει να παίζει τον ρόλο του τραμπούκου· ενώ οι ιδρυτικές αξίες του θεσμού επιβάλλουν τα όργανα της τάξης να προστατεύουν τους πολίτες και όχι το κράτος, έχει καταλήξει να συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, τη στιγμή μάλιστα που η αστυνομία δεν αποτελεί καν κρατικό, αλλά τοπικό μηχανισμό καταστολής.

Το ντοκιμαντέρ, παραγωγής 2020, σίγουρα πέφτει βαρύ στο στομάχι ακόμα και του πιο υποψιασμένου θεατή. Τα αληθινά ενσταντανέ από τις διαδηλώσεις, καθώς και οι μαρτυρίες πρωταγωνιστών που μιλούν στην κάμερα, είναι σκληρά και συμπυκνώνουν μια εκτεταμένη αλλά συχνά θεσμικώς αποδεκτή κοινωνική παθογένεια.

Αστυνομικοί να χτυπάνε ανθρώπους που βρίσκονται αιμόφυρτοι στο έδαφος, τρεις εναντίον ενός, άσκηση βίας μπροστά σε παιδιά, παραβίαση ασύλου και εκμετάλλευση των αδυνάτων είναι μόνο από τα λίγα που μπορούμε να αναφέρουμε, με όλον τον περιορισμό που δημιουργεί ένα γραπτό κείμενο συγκριτικά με την κινηματογραφική απεικόνιση.

Μια κυβέρνηση συνένοχος

Υπό τη διοίκηση Emmanuel Macron, η κυβέρνηση φαίνεται να προτιμά τη σιωπή ή, ακόμα χειρότερα, την κανονικοποίηση και το ξέπλυμα των εγκλημάτων αυτών, υπό το πρόσχημα της διαφύλαξης της δημοκρατίας.

«Το αναφαίρετο και δημοκρατικό δικαίωμα στη διαμαρτυρία σταματάει εκεί που ξεκινάει η ελευθερία του άλλου», δηλώνει ο Πρόεδρος της Γαλλίας σε συνάντησή του με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, υπονοώντας πως, εκμεταλλευόμενοι την «ασυλία» που τους δίνει το σύνταγμα και οι νόμοι, οι διαδηλωτές καταπατούν τα δικαιώματα των συμπολιτών τους.

Στις οθόνες μας, αυτή τη φορά δεν είδαμε τίποτα τέτοιο· σε πείσμα αυτών που μονόπλευρα παρουσιάζονται ως πραγματικότητα από τα mainstream μίντια, γίναμε μάρτυρες μιας αδικαιολόγητης εκτόξευσης “προληπτικών” δακρυγόνων από το πρώτο κιόλας λεπτό έναρξης της διαδήλωσης, και της οργής μιας γυναίκας που τους φώναζε, δείχνοντας το εσωτερικό του γιλέκου της, πως «Ορίστε! Εμείς δεν έχουμε όπλα! Δεν έχουμε βία!».

Η αστυνομική βία έχει χροιά και υπογραφή πολίτικη- είναι αδύνατον να παρακαμφθεί αυτή της η διάστασή πλέον. Η κυβέρνηση- και η κάθε κυβέρνηση, για να πλατιάσουμε πέρα από τα σύνορα της Γαλλίας-, υπό το πρόσχημα της προστασίας των πολιτών από τους «αντικαθεστωτικούς και αντιφρονούντες», ξεχνάει πως είναι η διαφωνία και όχι η συναίνεση αυτή που καθιστά ένα πολίτευμα δημοκρατικό.

Αν οι αντίθετες φωνές δεν ακούγονται, σημαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά. Οι διαδηλώσεις και η μετέπειτα αντίδραση της πολιτείας σε αυτές στέκονται από μόνες τους ικανές συνθήκες για να τοποθετηθεί η δημοκρατία μιας χώρας στη ζυγαριά. Και στην περίπτωση αυτή, τα αποτελέσματα είναι κάτι παραπάνω από δυσοίωνα.

Η εικόνα, ένα σκηνοθετικό όπλο

«Οι δύο πυλώνες της ταινίας υπήρξαν ο διάλογος ανάμεσα σε πολύ διαφορετικές μεταξύ τους δυάδες, και η εικόνα. Το να σταθούμε μπροστά σε σκηνές εξόφθαλμης βίας που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων των κίτρινων γιλέκων (…) και να τις προβάλουμε σε μεγάλη οθόνη, μας αποτρέπει από το ν’ αποστρέψουμε το βλέμμα και μας αναγκάζει να δούμε τα γεγονότα ως πραγματικά έχουν», μας εξηγεί ο σκηνοθέτης David Dufrense.

Συχνά οι μιλένιαλς, ως γενιά που μεγάλωσε με την κάμερα και το κινητό ανά χείρας, δε συνειδητοποιούμε το μέγεθος της δύναμης που έχει η απλή τεχνολογία που χειριζόμαστε καθημερινά, γιατί πολύ απλά δε κάνουμε τον κόπο να φανταστούμε έναν κόσμο χωρίς αυτήν.

Τα πλούσια νοήματος καρέ που προβλήθηκαν στο παρόν ντοκιμαντέρ, έχουν τραβηχτεί σχεδόν εξ’ ολοκλήρου από διαδηλωτές που βρέθηκαν τη σωστή στιγμή στο σωστό μέρος. Όχι από δημοσιογράφους, ούτε από φωτορεπόρτερ, αλλά από απλούς πολίτες. Ένα φιλόδοξο εγχείρημα όπως αυτό μερικές δεκαετίες πριν θα βασιζόταν σε απλές μαρτυρίες ατόμων, κάτι που δε αγγίζει ούτε κατα διάνοια τον βαθμό πειστικότητας του εικονικά καταγεγραμμένου περιστατικού.

Η σκέψη ότι πλέον «ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιο» εν έτη 2020 είναι απελευθερωτική. Αλλά και πάλι δεν αρκεί. Και πάλι ακούμε από τους απολογητές της συστημικής βίας δικαιολογίες του τύπου «δε ξέρουμε όμως τι έγινε προτού αρχίσει να καταγράφει η κάμερα». Και πάλι οι κρατικοί θεσμοί καταφέρνουν το αδιανόητο· να χώσουν στο συρτάρι αυτά που δε δύνανται να αγνοηθούν.

To “The Monopoly of Violence” λοιπόν, στέκεται ως μια καλή αφορμή για να θέσουμε την ερώτηση εκ νέου.

«Τελικά ποιος προστατεύει ποιον; »

Δείτε το τρέιλερ:

Ντορίνα Παπαγεωργίου