Το 2010-2015 η κοινωνία σε συνθήκες κρίσης δημιούργησε κινήματα, παρήγαγε ιδέες και επιχειρήματα. Η κατάσταση ήταν δύσκολη, είχαμε, όμως, ελπίδες και μια σιγουριά ότι θα νικήσουμε. Φτιάξαμε ένα μεγάλο κύμα. Σε αυτό το κύμα, βρέθηκε «καβάλα» ο ΣΥΡΙΖΑ. Είχε πρόεδρό του, έναν ταλαντούχο, χαρισματικό ηγέτη, τον Α. Τσίπρα ο οποίος μπόρεσε να εκφράσει την κοινωνική διαμαρτυρία και να κυβερνήσει επιτυχημένα.
Το 2010-15 υπήρχε λαϊκό κίνημα. Υπήρχε το κύμα. Υπήρχαν τα αντιμνημονιακά επιχειρήματα και δράσεις. Το 2020 η κατάσταση δεν είναι η ίδια. Η αριστερά πρέπει άμεσα να φτιάξει η ίδια το κύμα και πολλοί στις γραμμές της δείχνουν να μην μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτό το καθήκον. ‘Εχει σήμερα ανάγκη από την ανάλυση των αδυναμιών της που καταγράφηκαν την περίοδο 2015-9. Με τη βοήθεια αυτής της ανάλυσης και μιας θεωρητικής επεξεργασίας που πρέπει να γίνει, οφείλει να ιδεολογικοποιηθεί ξανά. Δεν μπορεί να σταθεί απλά ως μια εναλλακτική διαχείρισης εξουσίας.
Χρειάζεται άμεσα μια ευρεία προγραμματική συζήτηση για την ίδια την αριστερά και ολόκληρη τη δημοκρατική παράταξη, ώστε να προχωρήσει σε μια προοδευτική προγραμματική ανανέωση, και, το κυριότερο, να διατυπώσει ένα όραμα. Πριν από όλα να πει τι Ελλάδα προτείνει για τον 21ο αιώνα, πώς σκέφτεται για τον σοσιαλισμό, πώς θέλει να λύσει τα κοινωνικά προβλήματα, με ποιους θα πορευτεί και θα παλέψει, ενάντια σε ποιους θα πράξει. Κάποτε οι «εχθροί του λαού» πρέπει να ονοματίζονται.
Μια αριστερά του 21ου αιώνα πρέπει να έχει συνείδηση των τεκτονικών αλλαγών που διαδραματίζονται στον πλανήτη μας. Δεν μας τρομάζουν, κάθε άλλο, θα τις αξιοποιήσουμε προς όφελος ενός διαφορετικού κόσμου, μιας δημοκρατικής-κοινωνικής ΕΕ, μιας περιοχής ειρήνης και συνεργασίας –στα Βαλκάνια και στη ΝΑ Μεσόγειο- με ενισχυμένο τον ρόλο μιας δημοκρατικής Ελλάδας.
Πολλοί στις γραμμές της σημερινής αριστεράς, παρά τις εμπειρίες στη διάρκεια της διακυβέρνησης της, δεν έχουν κατανοήσει τη σημασία της εξωτερικής πολιτικής για τη χώρα και τα πατριωτικά αισθήματα των πολιτών της. Φαίνεται να ξεχνούν ότι όποτε πέτυχε η αριστερά ήταν πατριωτική. Δεν θα πρέπει να αφήσουμε να υποστείλει τη σημαία της πατριωτικής εξωτερικής πολιτικής. Ούτε να αφήσουμε μια τέτοια σημαία στα χέρια πολιτικών στελεχών και έντυπων, που βιάστηκαν τους προηγούμενους μήνες να διαβεβαιώσουν με δημόσιες δηλώσεις τους ότι δεν θα κριτικάρουν τη ΝΔ σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και ειδικότερα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Πρέπει, επιτέλους, όλα τα τμήματα της αριστεράς να απεγκλωβιστούν από τη γραμμή της δήθεν «υπεύθυνης πολιτικής», ή όπως αλλιώς την λένε, της ανύπαρκτης «εθνικής ενότητας». Μα τέτοια σλόγκαν έχουν νόημα μόνο αν κανείς έχει συμφωνήσει σε μια επιλογή, σε μια τακτική, ακόμα καλύτερα σε μια στρατηγική. Αλλά να λέει προκαταβολικά ότι δεν θα κάνει κριτική στα εθνικά θέματα, τον τομέα, δηλαδή, που ο ίδιος ο πατέρας Μητσοτάκης χαρακτήριζε ως τον σπουδαιότερο της πολιτικής, σημαίνει να κατεβάζει προκαταβολικά τα χέρια κάτω. Να γίνεται, άθελά του, ακολούθημα της δεξιάς πολιτικής.
Η πολιτική ως «παρακολούθημα», μου θυμίζει την πολιτική που υποστήριζαν πολλοί δημοκράτες φίλοι επί χούντας με τον τίτλο «εθνική αντιδικτατορική ενότητα». Ήταν η γραμμή που είχαν επιλέξει ορισμένοι για να στηρίξουν τις διαδικασίες εκλογών που είχαν αποφασίσει ο Παπαδόπουλος και ο Μαρκεζίνης. Ήταν η γραμμή αξιοποίησης της προοπτικής νομιμοποίησης της κατάστασης. Αυτή η γραμμή ηττήθηκε, πιο ορθά συντρίφτηκε στην κατάληψη της νομικής και πολύ περισσότερο με το Πολυτεχνείο. Επρόκειτο για άλλη μια επιβεβαίωση ότι ουδέποτε η αριστερά νίκησε με την αποδοχή μιας «εθνικής ενότητας» που την ορίζαν οι άλλοι και στην οποία εκείνη έπρεπε απλά -υποταγμένη στα σχέδιά τους- να ακολουθεί. Αυτή η πολιτική αντίληψη και νοοτροπία είναι που ευνούχισε την αριστερή πολιτική στους πρώτους έξι μήνες του Μητσοτάκη.
Μια αριστερά του 21ου αιώνα πρέπει να είναι πολυθεμετική και όχι οικονομίστικη. Ένας οργανισμός που ασχολείται μόνο με την οικονομία και σε όλα βλέπει την οικονομία και μόνο, κάλλιστα θα μπορούσε να είναι συνδικάτο ή μια παρέα που θέλει να διαχειρίζεται χωρίς όραμα την εξουσία. Κάτι που δεν μπορεί να συμβάλλει στη συγκρότηση του μετώπου αλλαγής της Ελληνικής κοινωνίας, στην ανασυγκρότηση της δημοκρατικής παράταξης.
Για πρώτη φορά όσο θυμάμαι την αριστερά, και ανήκω σε αυτήν ως μαθητής από την περίοδο πριν την χούντα, που δεν ασχολείται ουσιαστικά με ολόκληρους τομείς της κοινωνικής δραστηριότητας όπως είναι ο πολιτισμός, όπου στο παρελθόν μεγαλούργησαν αριστεροί υπουργοί όπως ο Θάνος Μικρούτσικος και η Μελίνα Μερκούρη. Η κοινοβουλευτική αριστερά σε όλες τις παραλλαγές της, σήμερα, ακόμα και όταν ασχολείται με τον πολιτισμό βλέπει μόνο την οικονομική πλευρά του. Δεν αντιλαμβάνεται την απελευθερωτική ικανότητα του πολιτισμού, την παιδευτική του σε αξίες και αρχές.
Μια αριστερά, επίσης οφείλει να έχει μια στρατηγική για την μόρφωση του λαού, της μεγαλύτερης παραγωγικής δύναμης στην κοινωνία με την οποία μπορεί να κάνει η χώρα ένα μεγάλο άλμα στο μέλλον. Κάτι που δεν φαίνεται να γίνεται επαρκώς αντιληπτό, ιδιαίτερα ως προς τα ποιοτικά στοιχεία του ζητήματος. Ακόμα και στην παιδεία, το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς ασχολήθηκε και πάλι μονόπλευρα με τα οικονομικά της εκπαίδευσης και τα σκάνδαλα σε αυτήν. Είναι και αυτό αναγκαίο. Αλλά δεν επαρκεί. Πρέπει να ασχοληθούμε με το δύσκολο καθήκον της εκπόνησης ενός οράματος για τη μόρφωση της κοινωνίας συνολικά, για την ποιοτική αναβάθμιση της παιδείας, για το περιεχόμενο και τους τρόπους διδασκαλίας.
Η αριστερά στην Ελλάδα πάντα υπήρξε σημαιοφόρος της δημοκρατίας. Εμείς ως ΠΡΑΤΤΩ ζητήσαμε από την αρχή της διακυβέρνησης της κυβέρνησης Σωτηρίας το 2015, ειδικά μέτρα εκδημοκρατισμού των ΜΜΕ, της δικαιοσύνης, του συντάγματος. Ζητήσαμε την πλήρη κυριαρχία του κοινοβουλίου και τον έλεγχο από αυτό των λεγόμενων ανεξάρτητων αρχών και της ΕΥΠ. Προτείναμε ένα νέο σώμα, δημοκρατικής σύνθεσης και συγκρότησης για την εκλογή του Προέδρου. Αυτά όλα τα βάλαμε και στην πρότασή μας για το Σύνταγμα. Οι φίλοι μας στην κυβέρνηση στους οποίους τα προτείναμε δεν καταδέχτηκαν ούτε να μας απαντήσουν, ούτε να μας δώσουν τη δυνατότητα να εξηγήσουμε τις προτάσεις που είχαμε. Όμως, αριστερά χωρίς δημοκρατικό διάλογο δεν μπορεί να γεννήσει το μέλλον.
Από την αρχή της διακυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη εξήγησα γιατί έχει χαρακτηριστικά τυραννίας, με την αριστοτέλεια έννοια της λέξης. Προσπάθησα να πείσω για τη σημασία του ζητήματος της δημοκρατίας. Τότε δεν εισακούστηκα. Ευτυχώς, τώρα που είναι φανερές οι επιπτώσεις του «περιορισμού» της δημοκρατίας, έγινε αντιληπτή η σημασία της από τους άλλους φίλους και συντρόφους μας.
Η αριστερά στη σημερινή εποχή της πανδημίας πρέπει να προτάξει και πάλι το κοινωνικό κράτος και το κράτος δικαίου. Να παλέψει για μια πράσινη-οικολογική δίκαιη ανάπτυξη. Να προστατεύσει και ανανεώσει τον φυσικό πλούτο της χώρας. Να αξιοποιήσει τις πηγές ενέργειας που διαθέτει η χώρα. Να την μετατρέψει σε κέντρο ανάπτυξης και διάχυσης νέων τεχνολογιών.
Η αριστερά πάντα είχε τα κόμματά της, που όλα ήθελαν, και ορθά, την ενίσχυσή τους. Αλλά ταυτόχρονα είχε και μια πολιτική μετώπου, συμμαχιών κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Μια πολιτική συγκρότησης μιας ευρείας δημοκρατικής-προοδευτικής παράταξης. Ορισμένοι στη σημερινή αριστερά τα μπερδεύουν αυτά τα δύο. Φέρονται, συχνά, με τρόπο που δεν έχει καμιά σχέση με την ηθική της αριστεράς. Με τις αρχές της αλληλεγγύης. Παραμένω οπαδός και μαχητής ενός μεγάλου κοινωνικού μετώπου, της προοδευτικής δημοκρατικής παράταξης, ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό, τον αυταρχισμό, τον συντηρητισμό και τον σκοταδισμό. Για μια διαφορετική Ελλάδα στηριγμένη στον λαό της και αξιοποιώντας τις σύγχρονες πνευματικές, υλικές και τεχνολογικές δυνατότητες.
Ν. Κοτζιάς
Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων – Εξ. Πολιτικής
Συγγραφέας
Μένουμε Speedy
#menoumespeedy