*άρθρο της Μαριλίζας Ξενογιαννακοπούλου στην στην Βορεινή Εφημερίδα
“Η ανάγκη και ο πραγματισμός επιτέλους επικράτησε στις Βρυξέλλες, όπως φάνηκε με την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Ταμείο Ανάκαμψης. Στην αρχή της κρίσης της πανδημίας, όταν πολλές ευρωπαϊκές χώρες μετρούσαν χιλιάδες θανάτους, υπήρξε αμηχανία χειρισμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Παρότι ανεστάλη το Σύμφωνο Σταθερότητας, υπήρχε εμμονή από ορισμένες χώρες στις ίδιες αποτυχημένες συνταγές της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2010 και σε σχέδια δανεισμού με μνημονιακούς όρους.
Η Ιταλία και η Ισπανία δεν μπορούσαν βέβαια να αποδεχθούν μνημονιακούς όρους, η Γαλλία αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα και οι διευρυνόμενες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες στις χώρες του Νότου και το φάσμα μιας βαθειάς ύφεσης σε ολόκληρη της Ευρωπαϊκή Ένωση καθιστούσε αναγκαία τη λήψη γενναίων μέτρων ρευστότητας και στήριξης της οικονομίας και της εργασίας, ανάλογου μεγέθους με αυτά των ΗΠΑ. Σε αντίθετη περίπτωση η ίδια η συνοχή της Ευρωζώνης θα έμπαινε σε δοκιμασία και η ευρωπαϊκή προοπτική συνολικά. Η ΕΕ από το 2008 μέχρι σήμερα αντιμετωπίζει κρίση ταυτότητας, θεσμικής και δημοκρατικής λειτουργίας.
Η αδυναμία αποτελεσματικής αντιμετώπισης των προβλημάτων και υλοποίησης των αναγκαίων πολιτικών διεύρυνε τον ευρωσκεπτικισμό και την απόσταση των ευρωπαϊκών θεσμών από τους λαούς της Ευρώπης, με αποκορύφωμα το Brexit, και αποδυνάμωσε τη φωνή και τον ρόλο της ΕΕ στη διεθνή σκηνή. Η ενεργοποίηση του Γαλλογερμανικού άξονα με την κοινή πρόταση Μακρόν – Μέρκελ ήταν προφανώς το σημείο καμπής και συνειδητοποίησης της ανάγκης αλλαγής πλεύσης, προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι τεράστιες οικονομικες και κοινωνικές συνέπειες της πανδημίας και, ταυτόχρονα, να διατηρηθεί η ενότητα και η αξιοπιστία της Ευρωζώνης και η ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Η πρόταση της Ευρωπαίκής Επιτροπής αποτελεί μια θετική εξέλιξη που σπάει τρια μεγαλά ταμπού, την επιλογή μεγάλου ποσού επιχορηγήσεων αντί δανεισμού των κρατών μελών, την αμοιβαιοποίηση των βαρών μέσω ευρωπαϊκού δανεισμού, ένα πρώτο βήμα προς το ευρωομόλογο, και την αύξηση των δαπανών του Κοινοτικού Προϋπολογισμού, μέσω του οποίου θα γίνουν οι σχετικές μεταβιβάσεις. Η επιλογή αυτή έχει και θεσμική σημασία, καθώς στην κρίση του 2010 επικράτησαν διακυβερνητικές λύσεις και άτυπα όργανα, όπως το Eurogroup, χωρίς κοινοβουλευτικό δημοκρατικό έλεγχο και διαφάνεια. Τώρα η διαδικασία γίνεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τη συμμετοχή και τον έλεγχο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η πρόταση αποτελεί μια θετική αφετηρία, θα ακολουθήσουν όμως δύσκολες διαπραγματεύσεις σε σχέση με το τελικό ποσό, το χρονοδιάγραμμα και τις προϋποθέσεις εκταμίευσης.
Δεν μπορεί να γίνουν αποδεκτοί όροι που θα έχουν χαρακτήρα αιρεσιμότητας, όπως την μνημονιακή περίοδο, και σε αυτήν την κατεύθυνση η κυβέρνηση της ΝΔ θα πρέπει να διαπραγματευθεί αποτελεσματικά σε συμμαχία με τις άλλες χώρες του Νότου. Ταυτόχρονα, τίθεται και ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα για τη χώρα μας, με ποιο σχέδιο, προτεραιότητες και διαδικασίες θα αξιοποιηθούν οι χρηματοδοτήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης. Απαιτείται στρατηγική, διαφάνεια και αποτελεσματικότητα.
Δυστυχώς η σκανδαλώδης υπόθεση των ΚΕΚ με τα βάουτσερ των επιστημόνων μας κάνει εύλογα να ανησυχούμε και να προειδοποίουμε την κυβέρνηση να μην εκμεταλλευθεί τους Κοινοτικούς πόρους προς όφελος «ημετέρων» και πελατειακών συμφερόντων εις βαρος της χώρας και της κοινωνίας. Σε κάθε περίπτωση, η προοπτική των πόρων του Ταμείου Ανάπτυξης αφαιρεί κάθε επιχείρημα της κυβέρνησης, που αρνείται την άμεση λήψη γενναίων εμπροσθοβαρών μέτρων στήριξης της οικονομίας, της εργασίας και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων με ενισχύσεις και ρευστότητα. Σε αυτήν την κατεύθυνση, και μπροστά σε ένα δύσκολο καλοκαίρι, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδετική Συμμαχία «Μένουμε Όρθιοι II» είναι επίκαιρη και αναγκαία προκειμένου να αντιμετωπίσουμε σήμερα τις αυξανόμενες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της πανδημίας, για να μείνουμε όρθιοι ως χώρα και κοινωνία και να προχωρήσουμε μπροστά.”