Κείμενο του Γιάννη Λούλη.
Ολοι αγωνιούμε για το πώς θα διαμορφωθεί η «επόμενη μέρα» από μια σειρά επιπτώσεων που θα έχει ο κορονοϊός κυρίως στην οικονομία, άρα στην κοινωνία γενικότερα. Οι ειδικοί είναι επιφυλακτικοί: Για το βάθος της ύφεσης, που θα ’ναι πιο σκληρό από το 2008. Για την ανεργία, που θα ’ναι σαφώς υψηλότερη απ’ ό,τι είναι σήμερα. Από το πότε θα αρχίσει η ανάκαμψη και πόση θα ’ναι αυτή.
Ας δούμε τη μεγάλη εικόνα. Πέρα από την αχνή «επόμενη μέρα» που θα προϋπαντήσουμε, θα ακολουθήσει κάτι πρόσθετο: μια άλλη «επόμενη μέρα»! Με δυο λόγια, η πρώτη εικόνα θα είναι στατική. Σύντομη. Η δεύτερη θα ’ναι δυναμική. Θα διαμορφώσει μια πιο μόνιμη πορεία. Από τι θα εξαρτηθούν όλα αυτά; Από τη διαχείριση της πρόκλησης. Αρα από τον χώρο της πολιτικής και του πολιτικού προσωπικού. Τούτο, όμως, δεν προσφέρει σιγουριά. Κυρίως, τρομάζει.
Αναπόφευκτα, στη φάση που διανύουμε, στεκόμαστε κυρίως στις συνέπειες από τον κορονοϊό. Το βλέμμα μας φυσιολογικά δεν επικεντρώνεται τώρα στην πιο κρίσιμη πραγματικότητα που απειλεί τις κοινωνίες μας. Και αυτή είναι ότι η πανδημία έχει προστεθεί σε μια πολύ σοβαρή προϋπάρχουσα κρίση! Αυτή είναι ταυτόχρονα πολιτική, κοινωνική, οικονομική. Δεν ξέρουμε φυσικά ποια ακριβώς θα είναι η «επόμενη μέρα». Ομως αυτή, λόγω της σαρωτικής εμφάνισης της πανδημίας, αναπόφευκτα τη συνδέουμε κυρίως με τον κορονοϊό, ξεχνώντας το τι έχει προηγηθεί! Κάτι που είναι ιδιαίτερα κρίσιμο.
Σιγά σιγά λοιπόν θα οδηγηθούμε αναπόφευκτα, όλο και περισσότερο, σ’ αυτό που αποτελεί την «επόμενη μέρα» της «επόμενης μέρας». Τούτο αθροίζει τα προ της κρίσης με τα τωρινά από την πανδημία. Θα συνειδητοποιήσουμε λοιπόν, σε ένα τελικό και πιο ολοκληρωμένο στάδιο, ότι οι δυο κρίσεις αποτελούν μια ολιστική απειλή! Πως αυτή υπερβαίνει τις όποιες συγκεκριμένες επιπτώσεις από τον κορονοϊό. Αρα αποτελεί μεγάλη πρόκληση το να χειριστούμε αυτό που έρχεται συνολικά. Και τούτο είναι μεγαλύτερο απ’ ό,τι φανταζόμαστε.
Καταρχάς, η οικονομική κρίση που ήδη βιώναμε θα βαθύνει. Η ύφεση θα είναι πρωτοφανής. Χωρίς να γνωρίζουμε πόση θα είναι. Η ανεργία θα εκτιναχθεί. Μισθοί, που για χρόνια είχαν μείνει στάσιμοι, θα συρρικνωθούν ακόμη περισσότερο. Οι νεότερες γενιές, που είναι τα μεγάλα θύματα της εποχής μας (και ήδη πριν από τον κορονοϊό θεωρούνταν μια «χαμένη γενιά») θα βρεθούν σε ακόμη πιο δύσκολη θέση.
Οι κοινωνικές ανισότητες που αυξήθηκαν κατακόρυφα μετά την κρίση του 2008 (ενώ από το 1980 και μετά, διευρύνονταν σταθερά) θα γίνουν πλέον δραματικές. Οι ευάλωτοι θα γίνουν περισσότεροι. Και ακόμη πιο ευάλωτοι! Οι μεσαίες τάξεις, από συμπαγείς μέχρι το 1980, θα συνεχίσουν να «διαμελίζονται» σε ομάδες που θα κατεβαίνουν γρήγορα τα σκαλιά της τάξης τους.
Σε όλα αυτά θα προστεθεί η σοβαρότατη και επιδεινούμενη απαξίωση ενός όλο και πιο μέτριου και ανεπαρκούς πολιτικού προσωπικού. Αυτό, τις τελευταίες δεκαετίες, χαρακτηρίζεται από όλο και μεγαλύτερη ένδεια ικανών στελεχών. Και όσο η ένδεια μεγαλώνει, τόσο οι ικανοί απομακρύνονται από τον χώρο της πολιτικής και επιλέγουν άλλες σταδιοδρομίες. Δύσκολα κανείς αναγνωρίζει νέα ταλέντα που εμπλέκονται στον χώρο της πολιτικής και φτάνουν σε κάποια κορυφή.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στις περισσότερες εκλογικές αναμετρήσεις οι ψηφοφόροι επιλέγουν ανάμεσα στο «μικρότερο κακό». Καθώς μάλιστα το πολιτικό προσωπικό φαντάζει όλο και πιο ανεπαρκές, η οικονομική και κοινωνική κρίση το υπερβαίνει. Ταυτόχρονα το πολιτικό κλίμα γίνεται τοξικό και πολωτικό. Χωρίς αυτό το τοξικό κλίμα δεν θα ανθούσε άλλωστε στις καπιταλιστικές δημοκρατίες η λαϊκιστική Ακροδεξιά και δεν θα εκλέγονταν ο Τραμπ στην Αμερική.
Ετσι, την «επόμενη μέρα» της «επόμενης μέρας», όταν το πολιτικό προσωπικό θα κληθεί να διαχειριστεί μια τεράστια κρίση, θα γίνει φανερό ότι αυτό αντιπροσωπεύει τον πιο αδύναμο κρίκο στην προσπάθεια αυτή! Ο Adam Tooze, διάσημος οικονομολόγος, έγραψε ως γνωστόν το σημαντικότερο βιβλίο για την οικονομική κρίση του 2008 («Crashed»). Πρόσφατα, δημοσίευσε μια άκρως διεισδυτική ανάλυση για το «σοκ» της πανδημίας στο οικονομικό πεδίο («shock wave») στην επιθεώρηση London Review of Books.
Και πάλι σημείωνε πως οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες, και κυρίως η FED στην Αμερική, αντέδρασαν «εντυπωσιακά» με μια κλασική κεϊνσιανή συνταγή τού να τυπώσουν χρήμα. Οπως σημειώνει, «στις ΗΠΑ οι εθνικοί θεσμοί της οικονομικής πολιτικής φέρνουν αποτελέσματα. Το απέδειξαν το 2008 και το κάνουν εκ νέου τώρα». Ειδικά η FED, προσθέτει, «ασκεί μια τεράστια επιρροή όχι μόνο στις ΗΠΑ, αλλά και στο παγκόσμιο σύστημα».
Προσθέτει όμως μια αντίφαση σε σχέση με το πολιτικό σύστημα και το πολιτικό προσωπικό. Διερωτάται, εύλογα, πώς αυτή η υγιής αντίδραση μπορεί να φέρει τα μέγιστα αποτελέσματα, όταν λ.χ. στις ΗΠΑ υπάρχει ταυτόχρονα μια «διχασμένη πολιτικά κοινωνία» και «μια παράλογη πολιτική κουλτούρα». Με δυο λόγια, στην υπερδύναμη, και σε πολλές άλλες δυτικές κοινωνίες κυριαρχεί ο αδύναμος κρίκος του πολιτικού προσωπικού τους με όλες τις βαθιές παθογένειές του.
Κάποιοι θα ισχυριστούν ότι στις καπιταλιστικές δημοκρατίες το πολιτικό προσωπικό τα κατάφερε στην πανδημία στοιχειωδώς, εφαρμόζοντας προδιαγραφές μέτρων που εισηγήθηκαν ειδικοί επιστήμονες, ενώ και η τύχη έπαιξε τον ρόλο της. Ετσι σχεδόν όλοι οι ηγέτες έχουν υψηλά ποσοστά επιδοκιμασίας στις δημοσκοπήσεις. Ακόμη και ο Τραμπ είχε αποδοχή 45% και ο τραγικός ακροδεξιός πρόεδρος της Βραζιλίας, που έχασε πλήρως τον έλεγχο, συγκέντρωνε 30%.
Αλλά βεβαίως, μια τρομαγμένη κοινή γνώμη απλώς χειροκροτούσε όσους έκαναν τα στοιχειώδη για να της προσφέρουν προστασία. Στην πραγματικότητα όμως η δυσπιστία στο πολιτικό προσωπικό είναι βαθύτατη. Αυτή θα ενταθεί όταν η οικονομική κρίση φτάσει, σταδιακά, στα άκρα. Ολοι οι ηγέτες θα κριθούν την «επόμενη μέρα» της «επόμενης μέρας»! Δηλαδή στα πολύ δύσκολα που έρχονται. Αλλά και τις ριζοσπαστικές αποφάσεις που πρέπει να παρθούν στην οικονομία.
Μέσα στις μεγάλες αδυναμίες του πολιτικού προσωπικού είναι πάντως ότι όλο και περισσότερο τούτο έχει κλειστεί στον μικρόκοσμό του. Ο,τι εισπράττει από τα όσα γίνονται γύρω του αξιολογούνται από κλειστούς κόσμους των κομμάτων, των ανθρώπων τους και τις νοοτροπίες τους. Σύμβουλοι με ανοιχτούς ορίζοντες δεν έχουν θέση στον κόσμο αυτό. Και δεν τον αντέχουν.
Οι ίδιοι άνθρωποι, εντός κομμάτων ή περί αυτά, μέσα στον χρόνο έχουν γίνει ένας γκρίζος κομματικός πολτός. Αυτός απλώς αναπαράγει τον εαυτό του. Την ίδια ώρα η μέχρι πρόσφατα κυρίαρχη προσέγγιση του νεοφιλελευθερισμού έχει αποτύχει πλήρως χωρίς όμως να αντικατασταθεί από νέες ιδέες. Ενώ η άποψη του πρώην διοικητή της FED, άκρατου νεοφιλελεύθερου Γκρίνσπαν, ήταν ότι ο «κόσμος κυβερνάται στην πράξη από τις αγορές». Είναι όμως τελικά αυτές οι αγορές που οδήγησαν στον γκρεμό το 2008. Καθώς ήσαν παντελώς ανεξέλεγκτες.
Σήμερα πλέον είναι δεδομένο ότι ο ρόλος του κράτους διευρύνεται. Καλείται να γίνει ελεγκτής και στρατηγείο με μια πολιτική τολμηρών παρεμβάσεων στην οικονομία και την κοινωνία. Κρισιμότατη θα αποδειχθεί η δραστική μείωση των ανισοτήτων, ώστε οι κοινωνίες να συσπειρωθούν αντί να τρώνε τις σάρκες τους σε συγκρούσεις και εκρήξεις οργής. Τούτο σημαίνει προφανώς ριζοσπαστική ανακατανομή του πλούτου μέσω φορολογίας.
Η Κεντροαριστερά καλείται να επιστρέψει στις ρίζες της. Αλλά και να είναι συνετή. Χρειάζεται στιβαρούς ηγέτες. Τούτη μάλιστα είναι η μεγάλη ευκαιρία της. Αντίστοιχα η Κεντροδεξιά οφείλει να γίνει τολμηρά πιο κοινωνική και λιγότερο οικονομικά φιλελεύθερη. Αλλιώς, η κοινωνία θα την προσπεράσει. Τέλος, αν δεν υπάρξει μεγάλο ταρακούνημα στους χώρους αυτούς, ο ακροδεξιός λαϊκισμός θα συνεχίσει να ανθεί.
Πόσες ελπίδες υπάρχουν για όλα αυτά; Λίγες. Το ότι στην Αμερική οι δύο υποψήφιοι πρόεδροι είναι ο αδιανόητος Τραμπ και ο θλιβερός Μπάιντεν καθρεφτίζει τους πνιγηρούς καιρούς μας. Και ο αδύναμος κρίκος καλά κρατεί!
Πηγή: efsyn.gr