[ad_1]
Της Δήμητρας Καδδά
Η πρόταση του προέδρου του Συμβουλίου Σάρλ Μισέλ ανακοινώθηκε την Παρασκευή ενόψει της δύσκολης Συνόδου Κορυφής της άλλης εβδομάδος για την οποία προς το παρόν τα “προγνωστικά” δεν είναι διόλου θετικά. Όπως ήταν φυσικό η συμβιβαστική πρόταση κλείνει το “μάτι” στα κράτη του “βορρά” και όχι μόνο που εκφράζει τις αντιρρήσεις τους και το πακέτο των 750 δισεκατομμυρίων ευρώ του σχεδίου ανάκαμψης το οποίο πρότεινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Το πόσο ακριβώς οι εν λόγω προτάσεις (που πιθανότατα θα αλλάξουν ξανά πριν υπάρξει μία συμφωνία) θα επηρεαστούν τα ελληνικά συμφέροντα, όπως εξηγούν αρμόδιες πήγες μετά από την πρώτη ανάγνωση της εν λόγω πρότασης, θα φανεί πλήρως στις “λεπτομέρειες”.
Δηλαδή, δεν είναι σαφείς από την πρόταση Μισέλ οι ακριβείς όροι του πακέτου. Πολλά κρίσιμα σημεία μένει να διευκρινιστούν. Για παράδειγμα η σύνδεση του προγράμματος επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων με το ευρωπαϊκό εξάμηνο πόσο “στενή” και αναλυτική θα είναι. Επίσης πως θα εγκρίνεται κάθε εθνικό σχέδιο (σε τι εύρος ανάλυσης) και πόσο αυστηρή θα είναι η διοχέτευση του 30% των κονδυλίων από το εν λόγω πρόγραμμα αλλά και από το νέο ΕΣΠΑ σε δράσεις για την κλιματική αλλαγή.
Υπάρχουν όμως
κάποιοι όροι που αν περάσουν είναι βέβαιο ότι θα επηρεάζουν τα έργα
όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλα τα κράτη που δικαιούνται μεγάλο μέρος από το εν λόγω πακέτο. Μεταξύ αυτών η υποχρέωση ολοκλήρωσης όλων των επενδύσεων μεταρρυθμίσεων σε διάστημα 3 + 3 ετών χωρίς καμία παράταση, η αλλαγή σκυτάλης με την εποπτεία να ανήκει πλέον στο Συμβούλιο και όχι στην Επιτροπή, αλλά και με τον υπολογισμό των κονδυλίων σε δύο φάσεις ειδικά για τις επιδοτήσεις.
Σημειώνεται πως χθες ο πρόεδρος του Συμβουλίου αντιπρότεινε όρους για τη διανομή του πακέτου ανάκαμψης των 750 δισεκατομμυρίων αλλά και για τη διαμόρφωση του πολυετούς προϋπολογισμού της ΕΕ από το οποίο θα χρηματοδοτηθεί και το νέο ΕΣΠΑ: από 1,1 τρισ. ευρώ που ζητούσε η Επιτροπή προτείνεται ποσό στο 1.047 τρισ. ευρώ (σ.σ. η μείωση αυτή δεν επηρεάζει με βάση την πρώτη ανάγνωση τα ελληνικά συμφέροντα).
Τα θετικά στοιχεία της πρώτης “ανάγνωσης” των προτάσεων είναι πως το πόσο δεν αλλάζει: παραμένει στα 750 δισεκατομμύρια ευρώ για το σχέδιο ανάκαμψης, όπως δεν αλλάζει και η αναλογία επιδοτήσεων 500 δισ. ευρώ και δανείων 250 δισ. ευρώ.
Υπάρχουν όμως μία σειρά από αλλαγές που ίσως επηρεάσουν τα ελληνικά συμφέροντα (όπως και των υπολοίπων κρατών που δικαιούνται πολλά κονδύλια με βάση την πρόταση της Κομισιόν).
Η Ελλάδα με βάση την “κλείδα κατανομής” της Κομισιόν διεκδικούσε έως 32 δισ. ευρώ από το εν λόγω πακέτο (22,5 δισ. ευρώ επιδοτήσερων και 9,5 δισ. ευρώ δάνεια). Πλέον αναφέρεται πως το ποσό των επιδοτήσεων δεν θα αποφασιστεί τώρα στο σύνολο του αλλά μόνο το 70%. Αυτή η διανομή προτείνεται να γίνει με βάση την πρόταση της Κομισιόν (δηλαδή λαμβάνοντας υπόψη και τη μεγάλη αύξηση της ανεργίας την περίοδο 2015-2019 που ευνοεί την Αθήνα). Το υπόλοιπο 30% θα αποφασιστεί το 2022 αφού ληφθεί απολογιστικά υπόψη ποιο ήταν το εύρος της ύφεσης φέτος και το 2021 (κάτι που μένει να φανεί, αν βεβαίως υιοθετηθεί, πως επηρεάζει τις ελληνικές επιδιώξεις).
Πιο σημαντικό θεωρείται το όριο που εισάγεται για το μέχρι πότε μπορεί η Κομισιόν να μοιράζει λεφτά στα κράτη-μέλη. Ορίζεται ότι όλες οι επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να έχουν συμβασιοποιηθεί το αργότερο στο τέλος του 2023, δηλαδή μέσα σε 3 έτη, ενώ η πρόταση της Κομισιόν αφορά χρονικό ορίζοντα τεσσάρων ετών.
Το συμβούλιο προτείνει ρητά να ολοκληρωθούν μέχρι κεραίας τα πάντα τρία χρόνια, στο τέλος του 2026 και από το 2027 και μετά ορίζεται ξεκάθαρα ότι η Κομισιόν δεν θα μπορεί να βγει στις αγορές να δανειστεί για να πληρώσει κανένα άλλο έργο. Αυτό δημιουργεί – εφόσον διατηρηθεί βεβαίως – ένα ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης, ειδικά μεγάλων έργων.
Μία άλλη παράμετρος είναι η αλλαγή ρόλων. Ενώ στην πρόταση Κομισιόν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει τον κυρίαρχο ρόλο στη διαπραγμάτευση με τα κράτη-μέλη ούτως ώστε να εγκριθούν και να υλοποιηθούν τα πακέτα των επενδύσεων μεταρρυθμίσεων, πλέον ο κυρίαρχος ρόλος μεταφέρεται στο Συμβούλιο. Προτείνεται αυτό να αποφασίζει με βάση τις προτάσεις της Κομισιόν, ενώ η επιτροπή EFC ( Economic and Financial Committee, δηλαδή το EWG του Ecofin που ούτως ή άλλως αναβαθμίζεται στο ρόλο που είχε προ κρίσης 2010), προτείνεται να εποπτεύει – μαζί με την Κομισιόν την υλοποίηση των έργων και να επικυρώνει την εκταμίευση των χρημάτων. Άρα ο μηχανισμός θυμίζει λίγο-πολύ την επιτήρηση των κρατών τα χρόνια που προηγήθηκαν… Εισάγονται επίσης μία σειρά από επιπλέον αναφορές για τη σύνδεση των μεταρρυθμίσεων με τις συστάσεις που δίδονται για κάθε κράτος-μέλος στο πλαίσιο της επιτήρησής του κατά τη διαδικασία του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου. Όπως έγραφε η εφημερίδα “Κεφάλαιο”, υπάρχει
μία δέσμη συστάσεων για την Ελλάδα την οποία πρέπει πλέον να υλοποιεί
και για να δικαιούται τα εν λόγω κονδύλια.
Στην πρόταση Μισέλ ορίζεται μεταξύ άλλων πως τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταρτίζουν εθνικά σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας που θα καθορίζουν τη μεταρρυθμιστική και επενδυτική ατζέντα για τα έτη 2021-23. Τα σχέδια θα αναθεωρηθούν και θα προσαρμοστούν ανάλογα με τις ανάγκες το 2022 ώστε να ληφθεί υπόψη η τελική κατανομή των κονδυλίων για το 2023.
Επίσης προτείνεται τα σχέδια να αξιολογούνται από την Επιτροπή εντός δύο μηνών από την υποβολή. Προτείνει να ορισθούν κριτήρια σύνδεσής τους με τις ειδικές ανά χώρα συστάσεις του ευρωπαικού εξαμήνου, καθώς και με τους στόχους για την ενίσχυση του αναπτυξιακού δυναμικού, της δημιουργίας θέσεων εργασίας και της οικονομικής και κοινωνικής ανθεκτικότητας του κράτους μέλους. Επίσης θα κρίνονται για την αποτελεσματική συμβολή τους στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση. Ο κ. Μισέλ προτείνει ” η αξιολόγηση των σχεδίων να εγκρίνεται από το Συμβούλιο, με ειδική πλειοψηφία μετά από πρόταση της Επιτροπής, μέσω εκτελεστικής πράξης την οποία το Συμβούλιο θα προσπαθήσει να εγκρίνει εντός 4 εβδομάδων από την πρόταση”. Επίσης η θετική αξιολόγηση των αιτήσεων πληρωμής κονδυλίων προτείνεται να υπόκειται “σε ικανοποιητική εκπλήρωση των σχετικών ορόσημων και στόχων” που θα τεθούν. Η Επιτροπή προτείνεται να εκδίδει την απόφαση πληρωμών, “λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη της EFC”.
Στο πεδίο του ΕΣΠΑ η πρόταση για μικρή μείωση του πολυετούς προϋπολογισμού σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις αρμοδίων στελεχών δεν φέρει κάποια αλλαγή για τα ελληνικά συμφέροντα. Γιατί ούτως ή άλλως η Ελλάδα έχει φτάσει στο ανώτατο “πλαφόν” με βάση την πρόταση και των 2 οργάνων.
Ορίζεται στην ΕΕ ότι τα λεφτά που μπορεί να πάρει από έναν πολυετή προϋπολογισμό ένα κράτος μέλος για δράσεις τύπου ΕΣΠΑ δεν μπορούν να είναι κατά 7% περισσότερα από αυτά που πήρε την προηγούμενη προγραμματική περίοδο. Με βάση αυτή τη λογική η Ελλάδα συνεχίζει να διεκδικεί γύρω στα 19 δισ. ευρώ.
Αρμόδιες πηγές εξηγούν πως πρόκειται για μία ακόμα συμβιβαστική πρόταση και υπενθυμίζουν ότι ανάλογη πρόταση είχε ανακοινώσει ο κ. Μισέλ το Φεβρουάριο για τον πολυετή προϋπολογισμό της ΕΕ (νέο ΕΣΠΑ). Η τότε πρόταση είχε παγώσει λόγω των αντιδράσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το οποίο θα πρέπει να προσυπογράψει – εξηγούν – και το νέο σχέδιο.
Επισημαίνουν πως πρόκειται απλά για ένα ακόμα επεισόδιο στη μεγάλη μάχη που μαίνεται για το νέο πακέτο ανάκαμψης της ΕΕ. Η μάχη πρέπει να καταλήξει πάση θυσία – όπως επισημαίνουν – σε μία πρώτη πολιτική συμφωνία εντός του μήνα με το επόμενο ραντεβού να έχει δοθεί για τις 17 και 18 Ιουλίου με χαμηλές προς το παρόν προσδοκίες και πιθανή “παράταση” για νέα σύνοδο προς το τέλος του μήνα
Η ανάγκη για συμφωνία είναι κατανοητή και από τους θεσμούς και από τα πιο πολλά κράτη μέλη. Γιατί, όπως εξηγούν δεν είναι μόνο τα κρατικά ταμεία που δέχονται ασφυκτική πίεση, αλλά και η εικόνα των κρατών μελών έναντι των αγορών και της ανάγκης να υπάρχει ο “καθαρός ορίζοντας” πως χρήματα θα έρθουνε στην αρχή και όχι προς το… τέλος του 2021.
Διαβάστε ακόμη:
– Χαμηλές προσδοκίες Λαγκάρντ για συμβιβασμό στο σχέδιο ανάπτυξης
– Η πρόταση Μισέλ για το Ταμείο Ανάκαμψης
[ad_2]
Πηγή : CAPITAL