[ad_1]
Ουάσιγκτον και Πεκίνο «µάχονται» σήµερα στο Χονγκ Κονγκ και στην Ταϊβάν, στη Νότια Σινική Θάλασσα και στον χώρο των τηλεπικοινωνιών, όπως άλλωστε και στα µέτωπα της τεχνολογίας, της βιοµηχανίας, του εµπορίου αλλά και της παγκόσµιας υγείας
Μιλώντας σε εκδήλωση του συντηρητικού αµερικανικού Ινστιτούτου Hudson στις 7 Ιουλίου, ο διευθυντής του FBI, Κρίστοφερ Ρέι, δεν µάσησε τα λόγια του. Με το βλέµµα στραµµένο στο Πεκίνο, ο 53χρονος εκλεκτός του προέδρου Τραµπ αποκήρυξε ανοιχτά την Κίνα ως τη «µεγαλύτερη απειλή µακροπρόθεσµα» για τις Ηνωµένες Πολιτείες. Και µόνο αυτή η φράση θα µπορούσε να χαρακτηριστεί υπερβολικά «βαριά» για καιρό ειρήνης. Ωστόσο δεν ήταν η µόνη. Αναφερόµενος στην κινεζική κυβέρνηση αλλά και στο Κινεζικό Κοµµουνιστικό Κόµµα, ο διευθυντής του FBI χρησιµοποίησε συνολικά… 17 φορές τη λέξη «απειλή», εκφράζοντας έτσι και τη διάθεση µε την οποία η Ουάσιγκτον υπό τον Τραµπ προσεγγίζει σήµερα το καθεστώς του Σι Τζινπίνγκ.
Μόλις λίγες ηµέρες νωρίτερα, στα τέλη Ιουνίου, περίπου τα ίδια είχε πει και ο Ρόµπερτ Ο’Μπράιεν, σύµβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Αµερικανού προέδρου, παρουσιάζοντας τότε το Κινεζικό Κοµµουνιστικό Κόµµα ως «απειλή» για τον ίδιο τον αµερικανικό τρόπο ζωής. Το γεγονός ότι Ρεπουµπλικάνοι στις ΗΠΑ επιλέγουν να υπερτονίζουν το επίθετο «κοµµουνιστική» όταν επιτίθενται στη σύγχρονη Κίνα προδίδει προφανείς πολιτικές σκοπιµότητες, που δεν έχουν να κάνουν τόσο µε τη διεθνή σκηνή όσο µε το εσωτερικό. Υπενθυµίζεται άλλωστε πως οι ΗΠΑ διανύουν πλέον προεκλογική περίοδο στον δρόµο προς τις προεδρικές κάλπες του Νοεµβρίου, µε τον Ντόναλντ Τραµπ να προσπαθεί να συσπειρώσει τη βάση του στη σκιά του Covid-19, αποτινάσσοντας παράλληλα από πάνω του και την ευθύνη για τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδηµίας.
Η σινο-αµερικανικήκόντρα ωστόσο στην ουσία της δεν είναι θέµα εκλογικό, ούτε εθνικό ή αυστηρά διµερές, αλλά είναι κατά πολύ ευρύτερο, δεδοµένου ότι µιλάµε για τις δύο µεγαλύτερες στρατιωτικές-οικονοµικές δυνάµεις σήµερα στον πλανήτη. ΗΠΑ και Κίνα βρίσκονται εν έτει 2020 να συγκρούονται -και µάλιστα πιο έντονα από κάθε άλλη φορά- σε µια σειρά από µέτωπα, τα οποία µάλιστα πολλαπλασιάζονται και η ένταση βαίνει κλιµακούµενη. Ουάσιγκτον και Πεκίνο «µάχονται» σήµερα στο Χονγκ Κονγκ αλλά και στην Ταϊβάν, στη Νότια Σινική Θάλασσα καθώς και στον χώρο των τηλεπικοινωνιών (δίκτυα 5G, Huawei), όπως άλλωστε και στα µέτωπα της τεχνολογίας, της βιοµηχανίας (πνευµατική ιδιοκτησία, δίκτυα εφοδιασµού), του εµπορίου (δασµοί) αλλά και της παγκόσµιας υγείας (πανδηµία κορονοϊού Covid-19, Παγκόσµιος Οργανισµός Υγείας).
Η Ουάσιγκτον αποφάσισε να αποχωρήσει από τον Παγκόσµιο Οργανισµό Υγείας (ΠΟΥ), καταγγέλλοντας ότι πρόκειται για έναν Οργανισµό που τελεί πια υπό την επιρροή της Κίνας, την οποία άλλωστε οι Αµερικανοί κατηγορούν και ως κυρίως υπεύθυνη για την πανδηµική εξάπλωση της επιδηµίας του κορονοϊού. Σε αυτό το πλαίσιο, οι Αµερικανοί ξεκαθάρισαν ότι θα σταµατήσουν και να συνδράµουν οικονοµικά τον Οργανισµό. Η κυβέρνηση Τραµπ αποφάσισε, επίσης, να άρει την ειδική οικονοµική-εµπορική σχέση που διατηρούσαν οι Ηνωµένες Πολιτείες µε το Χονγκ Κονγκ, και αυτό ως αντίποινα στην κίνηση του κινεζικού καθεστώτος να περιορίσει δραστικά την αυτονοµία της εν λόγω περιοχής, η οποία λογίζεται µεν επισήµως ως ειδική διοικητική περιφέρεια της Κίνας αλλά έχει το δικό της σύνταγµα (Βασικό Νόµο) στο πλαίσιο της αρχής «Μια Χώρα, ∆ύο Συστήµατα». Για τους Αµερικανούς, «η αυτονοµία του Χονγκ Κονγκ έχει πια de facto χαθεί στον βωµό του κινεζικού καθεστωτικού αυταρχισµού». Μαζί της λοιπόν χάνονται πλέον και όλα εκείνα τα ειδικά προνόµια που επέτρεπαν (στη βάση του United States-Hong Kong Policy Act του 1992) στην εν λόγω περιφέρεια να εξαιρείται από όλους εκείνους τους δασµούς-περιορισµούς (εµπορικούς, επενδυτικούς, ταξιδιωτικούς) που ίσχυαν για την υπόλοιπη Κίνα. «Το Χονγκ Κονγκ τώρα θα αντιµετωπίζεται το ίδιο µε την ηπειρωτική Κίνα. Ούτε ειδικά προνόµια, ούτε ειδική οικονοµική αντιµετώπιση, ούτε εξαγωγές νευραλγικών τεχνολογιών» διακήρυξε ο Ντόναλντ Τραµπ µόλις την περασµένη Τρίτη 14 Ιουλίου από τον Λευκό Οίκο, δίνοντας παράλληλα το πράσινο φως και για την επιβολή κυρώσεων από τις ΗΠΑ σε βάρος Κινέζων αξιωµατούχων και κινεζικών τραπεζών. Το Χονγκ Κονγκ υπολογίζεται πως αντιστοιχεί περίπου στο 3% του κινεζικού ΑΕΠ, µε την εν λόγω αναλογία να έχει µάλιστα µειωθεί τα τελευταία χρόνια. Παράλληλα όµως, και αυτό είναι το σηµαντικότερο, λειτουργεί ως πύλη και για την είσοδο δυτικών κεφαλαίων στην Κίνα. Με άλλα λόγια, οι άρτι ανακοινωθείσες αλλαγές στο προτιµησιακό καθεστώς που απολάµβανε η συγκεκριµένη περιφέρεια αναµένεται να έχουν επιπτώσεις που θα ξεπερνούν κατά πολύ τα στενά τοπικά σύνορά της.
Αλλά και στο µέτωπο των αντικρουόµενων εδαφικών διεκδικήσεων, όπως εκείνες εξελίσσονται τα τελευταία χρόνια µεταξύ Κίνας και λοιπών γειτονικών κρατών στις θάλασσες νοτίως και ανατολικά της Κίνας, οι Ηνωµένες Πολιτείες επίσης πήραν θέση και µάλιστα περισσότερο σκληρή από ποτέ άλλοτε. Με ανακοίνωση που έδωσε στη δηµοσιότητα µόλις την περασµένη ∆ευτέρα 13 Ιουλίου, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ (και άλλοτε διευθυντής της CIA) Μάικ Ποµπέο αποκήρυξε τις διεκδικήσεις του Πεκίνου στο µεγαλύτερο µέρος της Νότιας Σινικής Θάλασσας ως «απολύτως παράνοµες» («Beijing’s claims to offshore resources across most of the South China Sea are completely unlawful» ήταν η ακριβής φράση, που έχει σηµασία). Συγκριτικά, αξίζει ίσως να σηµειωθεί πως οι ΗΠΑ δεν έχουν χρησιµοποιήσει ποτέ τόσο σκληρή φρασεολογία («completely unlawful») όταν αναφέρονται, για παράδειγµα, στις προκλητικές διεκδικήσεις άλλων χωρών, όπως είναι οι διεκδικήσεις της Τουρκίας του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Ανατολική Μεσόγειο. Μέσα σε όλα αυτά, ωστόσο, ήρθε και κάτι άλλο: εν προκειµένω η απόφαση του Στέιτ Ντιπάρτµεντ στις αρχές του Ιουλίου να εγκρίνει την πώληση αµερικανικών οπλικών συστηµάτων (τανκ Abrams, πυραύλων Patriot κ.ά.) συνολικής αξίας… 2,2 δισεκατοµµυρίων δολαρίων στην Ταϊβάν – η οποία Ταϊβάν αποτελεί ωστόσο για το Πεκίνο… κινεζικό έδαφος.
Σηµειωτέον πως όλα τα παραπάνω έχουν λάβει χώρα µέσα σε διάστηµα µόλις λίγων εβδοµάδων, δείγµα της έντασης που κλιµακώνεται στις σχέσεις µεταξύ των δύο µεγαλύτερων δυνάµεων του πλανήτη. Το Πεκίνο υπό την ηγεσία του Σι Τζινπίνγκ φαίνεται να αποτελεί πλέον για τους Αµερικανούς τη «νούµερο ένα απειλή» παγκοσµίως, πράγµα που έχει άλλωστε ήδη φανεί και στην πράξη, µέσα από τις «ανταλλαγές πυρών» κυρίως στο πεδίο του εµπορίου (δασµοί) και των τηλεπικοινωνιακών/ τεχνολογικών ανταγωνισµών (δίκτυα 5G, Huawei).
Το ότι οι Αµερικανοί προσπαθούν να αποκλείσουν την κινεζική Huawei από τις διεθνείς αγορές και τα υπό ανάπτυξη δίκτυα 5G, προκρίνοντας στη θέση της άλλες ανταγωνιστικές εταιρείες, ακόµη κι αν αυτές δεν είναι αµερικανικές (Ericsson, Nokia), µε το αιτιολογικό ότι ο κινεζικός κολοσσός λειτουργεί ως «κατάσκοπος» για λογαριασµό του Πεκίνου, είναι σαφές εδώ και καιρό. Σε κάποιες περιπτώσεις, µάλιστα, το αµερικανικό lobbying φαίνεται να πιάνει τόπο, όπως για παράδειγµα στην περίπτωση του Ηνωµένου Βασιλείου, η κυβέρνηση του οποίου ανακοίνωσε προ ηµερών ότι επί της ουσίας εκδιώκει-αποκλείει τη Huawei από τη βρετανική αγορά των δικτύων 5G ξεκινώντας από το 2021. Μέσα στο παιχνίδι του σινο-αµερικανικού ανταγωνισµού µπαίνουν ωστόσο ως «όπλα» και άλλες εταιρείες-κολοσσοί.
Ενδεικτική ως προς αυτό, η πρόσφατη δήλωση (πιο πολύ προειδοποίηση υπό µορφή απειλής) του Αµερικανού υπουργού Εξωτερικών Μάικ Ποµπέο στο Fox News ότι οι Ηνωµένες Πολιτείες θα µπορούσαν ακόµη και να απαγορεύσουν τη δηµοφιλή videosharing εφαρµογή για κινητά τηλέφωνα TikTok (όπως έκανε πρόσφατα η Ινδία), µια εφαρµογή που µετράει ήδη πάνω από 120 εκατοµµύρια χρήστες µόνο στις ΗΠΑ… αν και κινεζική (προϊόν της κινεζικής εταιρείας ByteDance). Οσο για το Πεκίνο, εκείνο φυσικά δεν χάνει την ευκαιρία από την πλευρά του να απαντά στις «αµερικανικές προκλήσεις» ανταποδίδοντας τα «πυρά». Η κινεζική ηγεσία κατηγορεί την Ουάσιγκτον ότι επιχειρεί να εµπλακεί και µάλιστα κατά τρόπο «κατάφωρο» στις εσωτερικές υποθέσεις της Κίνας (όπως για παράδειγµα στην περίπτωση του Χονγκ Κονγκ) και να υπονοµεύσει την κινεζική κυριαρχία και ασφάλεια, αλλά και ότι αποσταθεροποιεί µε τις κινήσεις της την ευρύτερη κινεζική γειτονιά (όταν, για παράδειγµα, πουλά οπλικά συστήµατα αξίας άνω των 2 δισεκατοµµυρίων δολαρίων στην Ταϊβάν). Παράλληλα, το Πεκίνο απειλεί και µε συµµετρικά/αναλογικά «αντίποινα» ή «αντίµετρα» όσους θεωρεί ότι το έχουν στοχοποιήσει, είτε αυτοί είναι Αµερικανοί είτε Ευρωπαίοι.
Με «αντίποινα» που θα µπορούσαν, για παράδειγµα, να προσλάβουν και τη µορφή κυρώσεων κατά ξένων αξιωµατούχων και εταιρειών. Το κινεζικό καθεστώς διαµηνύει, π.χ., ότι πρόκειται να βάλει στο στόχαστρο κυρώσεων ακόµη και την αµερικανική αµυντική βιοµηχανία Lockheed Martin (λόγω Ταϊβάν). Παράλληλα, αντεπιτίθεται και µε κυρώσεις (visa restrictions κ.ά.) κατά Αµερικανών αξιωµατούχων, ενώ εντείνει και το περιοριστικό-ελεγκτικό πλαίσιο για τα αµερικανικά ειδησεογραφικά µέσα ενηµέρωσης που διατηρούν γραφεία στην Κίνα. Εάν πιστέψουµε µάλιστα όσα γράφουν και οι κινεζικοί «Global Times», δηλαδή η αγγλόφωνη εφηµερίδα του Κινεζικού Κοµµουνιστικού Κόµµατος, τότε το Πεκίνο είναι πια «έτοιµο για έναν παρατεταµένο “πόλεµο” µε τις ΗΠΑ»…
(AP Photo/Kin Cheung)
[ad_2]
Πηγή : ETHNOS