konstantina adamoy

Είναι γνωστό ότι το παραγωγικό μοντέλο της ελληνικής οικονομίας είναι άμεσα εξαρτώμενο από τον κλάδο του τουρισμού και συνεπακόλουθα, από τον κλάδο της εστίασης, της διαμονής και των μεταφορών.

Η συμβολή στο ΑΕΠ της χώρας, όλων των συναφών, άμεσων ή έμμεσων δραστηριοτήτων στον ευρύτερο κλάδο του τουρισμού, προ της πανδημίας, κυμαινόταν σε ποσοστό από 25 έως 30%, ενώ, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και του ΣΕΤΕ για το 2018, οι θέσεις απασχόλησης σε επιχειρήσεις του κλάδου ξεπέρασαν τις 950.000.

Ο τουριστικός κλάδος παρ’ ότι αποτελεί τη ναυαρχίδα της ελληνικής οικονομίας, αποδείχτηκε ότι στηρίζεται σε πήλινα πόδια, καθώς έχει καταστεί άμεσα εξαρτώμενος από τις διεθνείς συγκυρίες. Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα, στο Β’ τρίμηνο του 2020 καταγράφηκαν απώλειες 3,3 δισεκατομμυρίων ευρώ στον ευρύτερο τουριστικό κλάδο που περιλαμβάνει τις συναφείς μεταφορές και το εμπόριο. Είναι βέβαια κατανοητό ότι η πανδημία έφερε πρωτόγνωρες και δυσμενείς συνθήκες σε όλους τους τομείς, αλλά από την άλλη πλευρά εκεί φαίνεται και η οξυδέρκεια, η ετοιμότητα και τα άμεσα αντανακλαστικά μίας κυβέρνησης.

Το Υπουργείο Τουρισμού, κατά την περίοδο του lockdown είχε αρκετό χρόνο στη διάθεσή του, τον οποίο δεν αξιοποίησε ούτε στο ελάχιστο, για να σχεδιάσει μία ολοκληρωμένη στρατηγική για το «άνοιγμα» του Τουρισμού και της Οικονομίας. Αντ’ αυτού, τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση ήταν σπασμωδικά και ελλιπή, γεγονός που αποτυπώνεται και στη γενικότερη εικόνα της κυβέρνησης, σε ότι αφορά στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Είναι σαφές ότι εκ του αποτελέσματος, η πολιτική του Υπουργείου αποδείχτηκε κατώτερη των περιστάσεων.

Η κρίση της πανδημίας του κορωνοϊού έφερε στο προσκήνιο μία ενοχλητική πραγματικότητα για την ελληνική οικονομία: αυτή του μονοθεματικού της χαρακτήρα. Tο ΜέΡΑ25 έχει επισημάνει εδώ και καιρό την ανάγκη για εκσυγχρονισμό και αναβάθμιση του μοντέλου του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, καθώς και την ανάγκη ουσιαστικής στήριξης από την Πολιτεία, τόσο του τουριστικού κλάδου, όσο και των υπόλοιπων κλάδων με τους οποίους συνδέεται έμμεσα ή άμεσα, όπως οι μεταφορές, η εστίαση, ο πολιτισμός, οι υπηρεσίες ψυχαγωγίας και άλλα. Η συνολική αντιμετώπιση της κρίσης στον τουρισμό, απαιτεί τη χάραξη μίας εθνικής στρατηγικής πολιτικής «θωράκισης» του κλάδου, η οποία θα αναβαθμίσει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του τουρισμού στην Ελλάδα, αυξάνοντας παράλληλα το ΑΕΠ της χώρας μας.

Η υπάρχουσα στρατηγική επιλογή διευκόλυνσης του μαζικού τουρισμού με παράλληλη συγκεντροποίηση του κλάδου, δε συμβάλλει στην τόνωση των τοπικών οικονομιών, ούτε και αναδεικνύει την πρωτογενή παραγωγή προϊόντων υψηλής ποιότητας που διαθέτει η χώρα μας. Για το λόγο αυτό, επιμένουμε στην ανάγκη για μετατόπιση του τουριστικού μοντέλου προς την ποιότητα και όχι προς την ποσότητα του παρεχόμενου προϊόντος και την απομάκρυνση από τη φιλοσοφία του μαζικού τουρισμού «all inclusive», που τελικά ωφελεί μόνο τα μεγάλα τουριστικά πρακτορεία και τις μεγάλες ξενοδοχειακές δομές.

Επιπρόσθετα, είναι σαφές ότι εάν δεν επιτευχθεί άμεση, ορθή και προσεκτική σύνδεση του τουρισμού με τον πρωτογενή τομέα, τότε η βαριά βιομηχανία της χώρας θα συνεχίσει βασίζεται σε σαθρές βάσεις. Η Πολιτεία θα πρέπει να στρέψει την προσοχή της στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα, προωθώντας δραστικά τη σύναψη συμβάσεων του τουριστικού κλάδου και της εστίασης με τους Έλληνες αγρότες, κτηνοτρόφους και μεταποιητές, παρέχοντας κίνητρα, όπως η εξάλειψη της προκαταβολής φόρου, των δημοτικών τελών, του τέλους διαμονής και άλλων. Εάν δε στηριξουμε την αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή, τότε είμαστε αναγκασμένοι να εισάγουμε όλα τα προϊόντα που χρησιμοποιούνται στις επιχειρήσεις του τουριστικού κλάδου και να εξαρτιόμαστε από αυτές τις εισαγωγές. Η ανάδειξη των ασύγκριτης ποιότητας ελληνικών προϊόντων και της τοπικής γαστρονομίας, θα πρέπει σαφώς να αποτελούν στρατηγικό εθνικό στόχο. Το brand name των ελληνικών προϊόντων θα πρέπει να αναγνωρίζεται διεθνώς, ως σύμβολο ποιότητας και να ενισχυθεί με τον τρόπο αυτό η προστιθέμενη αξία του.

Η ανάδειξη των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της Ελλάδας, τόσο ως προς το φυσικό πλούτο και τον πολιτισμό της, όσο και ως προς την ασφάλεια του προορισμού, προϋποθέτει τη σημαντική αναβάθμιση του ρόλου του ΕΟΤ και τη συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων Υπουργείων. Η κρατική στήριξη της εγχώριας τουριστικής επιχειρηματικότητας στον τομέα της διαχείρισης και των μεταφορών, είναι ζωτικής σημασίας, τόσο για τον κλάδο του τουρισμού, όσο και για την οικονομία. Η συνεργασία του ΕΟΤ με τα ημεδαπά τουριστικά πρακτορεία, με στόχο την επέκταση τους στο εξωτερικό, είναι «επένδυση» υψηλής προστιθέμενης αξίας, η οποία θα αποτρέψει την εκροή κεφαλαίου στο εξωτερικό και θα ενισχύσει την οικονομία.

Στον τομέα της διαχείρισης του τουριστικού προϊόντος, η χώρα μας οφείλει να ανακάμψει δυναμικά, καθώς οι πολιτικές αποκρατικοποίησης των τελευταίων ετών (αεροδρόμια, αερομεταφορές, κλπ), έχουν προκαλέσει υπερεξάρτηση του ελληνικού τουρισμού από διεθνείς παράγοντες, με αποτέλεσμα η έλευση τουριστών να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις κερδοσκοπικές πολιτικές διεθνών ιδιωτικών αεροπορικών εταιρειών, συνήθως χαμηλού κόστους. Η διεύρυνση των πιθανών σημείων άφιξης τουριστών και οι νέες συνεργασίες με αερομεταφορείς και αεροδρόμια είναι μία πολιτική που θα τονώσει περεταίρω τον τουρισμό μας.

Επίσης, η δημιουργία εθνικής ηλεκτρονικής πλατφόρμας, υπό την αιγίδα του ΕΟΤ, με αποδελτίωση όλων των ξενοδοχειακών μονάδων της χώρας, δυνατότητα κράτησης και αξιολόγηση των παρεχόμενων υπηρεσιών, θα συνέβαλε σημαντικά στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του τουριστικού μας προϊόντος, καθώς θα εξέλειπε η εξάρτηση του κλάδου από τις διεθνείς μεσιτικές πλατφόρμες μαζικού πελατολογίου (τύπου Booking).

Μία από τις βασικές προτάσεις μας, είναι η διεύρυνση του Κοινωνικού Τουρισμού. Η χορήγηση vouchers θα πρέπει να αφορά σε όλους τους Έλληνες πολίτες (συμπεριλαμβανομένης και της μεσαίας τάξης), ώστε να ενισχυθεί ο τουρισμός εσωτερικά, όχι μόνο κατά τους θερινούς μήνες, αλλά καθ ́όλη τη διάρκεια του έτους και εγκαίρως. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει να αναπτυχθεί, όχι μόνο ο μαζικός τουρισμός, αλλά και ο λεγόμενος εναλλακτικός. Είναι γνωστό άλλωστε ότι η Ελλάδα έχει να προσφέρει πολλές διαφορετικές μορφές τουρισμού, λόγω της γεωμορφολογικής ποικιλομορφίας της. Η Ελλάδα, θα πρέπει να αναδεικνύεται ως προορισμός βιωματικού τουρισμού και ψυχαγωγίας, όχι απλά ως ένας προορισμός πρόσκαιρης διασκέδασης.

Η χώρα μας ενδείκνυται για αγροτουρισμό ή οικολογικό τουρισμό, όπου οι άνθρωποι μπορούν να έρχονται σε επαφή με τη φύση και έχουν τη δυνατότητα να επιδίδονται σε υπαίθριες δραστηριότητες, οι οποίες ψυχαγωγούν και όχι μόνο διασκεδάζουν. Η Ελλάδα οφείλει, επίσης, να επενδύσει στον πολιτιστικό τουρισμό, καθώς είναι διεθνώς γνωστό ότι διαθέτουμε μια λαμπρή ιστορία και πολιτισμό αιώνων. Έχει καταγραφεί άλλωστε ότι οι πολιτιστικοί τουρίστες ξοδεύουν περισσότερα χρήματα από τους τυπικούς τουρίστες, όπως επίσης και ότι ο πολιτιστικός τουρισμός συνδράμει στην περιφερειακή ανάπτυξη.

Κατά τον ίδιο τρόπο συμβάλλει και ο θρησκευτικός τουρισμός, αφού σε όλα τα νησιά και την ηπειρωτική Ελλάδα, υπάρχουν παντού μοναστήρια, εκκλησίες και ξωκλήσια, που δέχονται επισκέπτες – τουρίστες απ’ όλο τον κόσμο, όλο το χρόνο. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί το Άγιο Όρος.

Η συρρίκνωση των οικονομικών μεγεθών προμηνύεται δραματική, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται ήδη ένα νέο κύμα λουκέτων, ιδίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και να εγκυμονεί ο κίνδυνος δημιουργίας μίας νέας γενιάς ανέργων. Η χώρα μας οφείλει να καταρτίσει άμεσα ένα ολοκληρωμένο εθνικό σχέδιο στήριξης του βασικού της παραγωγικού μοντέλου που είναι η τουριστική δραστηριότητα. Ο εκσυγχρονισμός και η αναβάθμιση του τουριστικού μας μοντέλου, η στήριξη της εγχώριας επιχειρηματικότητας ως προς τη διαχείριση του τουριστικού προϊόντος, η επέκταση του ρόλου του ΕΟΤ, η ενίσχυση της πρωτογενούς και δευτερογενούς αγοράς και η καθιέρωση της χρήσης σύγχρονων εργαλείων και μεθόδων, αποτελούν «επενδύσεις» υψηλής προστιθέμενης αξίας, οι οποίες θα τονώσουν τον κλάδο και, κατ’ επέκταση, την ελληνική οικονομία.

Η δε άμεση λήψη μέτρων στήριξης των εργαζομένων και των επιχειρήσεων στο χώρο της διαμονής και της εστίασης είναι απαραίτητη για την επανεκκίνηση της οικονομίας και την ανάσχεση των επαπειλούμενων δραματικών επιπτώσεων στους τομείς αυτούς, λόγω της υγειονομικής κρίσης.

Η κυβέρνηση και ιδίως το Υπουργείο Τουρισμού, οφείλουν να σταματήσουν να αναλώνονται σε φθηνά (ή κι ακριβά…) επικοινωνιακά παιχνίδια, παρουσιάζοντας στον ελληνικό λαό μία σχεδόν ειδυλλιακή κατάσταση και να αφουγκραστούν τα αιτήματα των ανθρώπων του τουρισμού, θεσπίζοντας ένα ολοκληρωμένο εθνικό σχέδιο «θωράκισης» του βασικού μας παραγωγικού μοντέλου για την αντιμετώπιση των συνεπειών της υγειονομικής κρίσης που η πανδημία δημιούργησε στην οικονομία και στην κοινωνία.

Είναι η ώρα να υπενθυμίσουμε στην Κυβέρνηση τη διάκριση που έχει κάνει, αιώνες πριν, ο αρχαίος Έλληνας τραγικός ποιητής μας, ο Ευριπίδης, ανάμεσα στο «ΦΑΙΝΕΣΘΑΙ» και στο «ΕΙΝΑΙ». Ας κοιτάξουμε λοιπόν την ουσία του πράγματος, ας κοιτάξουμε το «ΕΙΝΑΙ».

Κωνσταντίνα Αδάμου
Βουλευτής Β ́Θεσσαλονίκης
Μέρα 25