Στην ΕΕ απορρίπτονται κάθε χρόνο κοντά στα 90 εκατομμύρια τόνοι διατροφικών προϊόντων που επιβαρύνουν σημαντικά την ευρωπαϊκή οικονομία, δημιουργούν ασφυξία στους χώρους υποδοχής απορριμμάτων, εξαντλούν τη γη, το πόσιμο νερό και τις ενεργειακές πηγές, δηλητηριάζουν το έδαφος με κάθε είδους χημικές ουσίες, μειώνουν τις ανθρώπινες παραγωγικές δυνάμεις και συμμετέχουν, σε μεγάλο βαθμό, στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.

Κάθε ευρωπαίος πετάει στα σκουπίδια το 1/3 των τροφίμων που αγοράζει, δηλαδή 173 κιλά τροφής το χρόνο, ακριβώς την ίδια στιγμή που στην ΕΕ πάνω από 100 εκατομμύρια άνθρωποι διαβιούν σε επίπεδο φτώχειας, ενώ σε όλο τον κόσμο πάνω από 1 δισεκατομμύριο κινδυνεύουν από ασιτία. Η Ελλάδα αποτελεί τυπικό παράδειγμα τέτοιας συμπεριφοράς, κατέχοντας μία από τις πρώτες θέσεις στην κατασπατάληση διατροφικών πόρων.

Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι, όσο και η νοοτροπία αλλά και οι κανόνες που διέπουν το κύκλωμα τροφίμων στις ευυπόληπτες δυτικές κοινωνίες. Φρούτα και λαχανικά πετιούνται λόγω εμφάνισης πριν καν φτάσουν στο ράφι, άλλα καταλήγουν στον κάδο των super markets εξαιτίας της ανεπαρκούς λειτουργίας της εφοδιαστικής αλυσίδας και λόγω λανθασμένης χρήσης της ημερομηνίας λήξης. Όπως και να έχει, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: η παραγωγή τροφής και η σπατάλη της έχει αναδειχθεί σε μια από τις μεγαλύτερες απειλές για το περιβάλλον, συμβάλλει τα μέγιστα στην κλιματική κρίση, δημιουργεί εξόφθαλμες ανισότητες και απειλεί την κοινωνική συνοχή.

Ο επικεφαλής της “Οικολογίας – Πράσινης Λύσης” και περιφερειακός σύμβουλος Φίλιππος Γκανούλης δήλωσε σχετικά: « Οι καταναλωτές θα πρέπει να ενημερωθούν για μια ορθολογικότερη διαχείριση των αγορών τους παράλληλα με την επιλογή προϊόντων που είναι φιλικά προς το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία, οι εφοδιαστικές αλυσίδες να ενσωματώσουν διαδικασίες μείωσης της απώλειας τροφίμων ενώ θα πρέπει να θεσμοθετηθεί η απλοποίηση της δωρεάς τροφίμων και την ανακύκλωσης – αξιοποίησης όσων δεν έχουν καταναλωθεί».