Ο Πρωθυπουργός και η υπουργός Πολιτισμού πέρασαν χτες μέσα σε λίγες ώρες, τρέχοντας σχεδόν, από τον εορτασμό των 2.500 χρόνων από τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας και τη μάχη των Θερμοπυλών στη χολιγουντιανή παρουσίαση του νέου φωτισμού της Ακρόπολης.

Ήταν ανάγκη άραγε να οργανωθούν την ίδια μέρα οι δύο πανηγυρικές εκδηλώσεις και να εργαλειοποιηθεί η ιστορία και η πολιτιστική κληρονομιά για τη σκηνοθεσία ενός επικοινωνιακού αφηγήματος, που δηλητηριάζει ενίοτε την πνοή του αρχαίου κόσμου φλερτάροντας με την ανορθογραφία του εθνικισμού; Είναι δυνατόν η λαμπρότητα των δύο εκδηλώσεων να κρύψει τις ολέθριες συνέπειες της κυβερνητικής πολιτικής στο χώρο του πολιτισμού;

Τα μεγάλα λόγια για το εθνικό κλέος και τα επιτεύγματα των προγόνων δεν μπορούν να καλύψουν τις ευθύνες της κυβέρνησης και τη σιωπή του υπουργείου Πολιτισμού για τη fast track έγκριση της συνέχισης λειτουργίας ρυπογόνων ναυπηγικών δραστηριοτήτων στον αρχαιολογικό χώρο της Κυνόσουρας στη Σαλαμίνα, εκεί ακριβώς όπου έλαβε χώρα η ναυμαχία, χωρίς τη γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου και χωρίς κανένα όρο από την αρχαιολογική υπηρεσία.

Ο νέος φωτισμός της Ακρόπολης, όσο λαμπρός κι αν είναι, δεν μπορεί να αντισταθμίσει την περιφρόνηση που δείχνει η κυβέρνηση για την πολιτιστική κληρονομιά και την αυτοακύρωση του υπουργείου Πολιτισμού από τον θεσμικό του ρόλο για την προστασία της. Οι αρχαιότητες του σταθμού Βενιζέλου και η εμμονή της κυβέρνησης να ξεριζώσει από τη Θεσσαλονίκη την ιστορία της, αφήνοντας ταυτόχρονα την πόλη χωρίς Μετρό, και το κτήριο της 5 ης Μεραρχίας στα Χανιά που παραδίδεται σε επιχειρηματικά συμφέροντα υπό την εκκωφαντική σιωπή του
υπουργείου Πολιτισμού, είναι δύο από τις πάμπολλες περιπτώσεις. Από την άλλη, η πανηγυρική παρουσίαση του νέου φωτισμού της Ακρόπολης μας υπενθυμίζει πολλαπλώς ότι το ελληνικό κράτος και το υπουργείο Πολιτισμού οπισθοχώρησαν από το καθήκον τους για τη φροντίδα και την ανάδειξη του εμβληματικότερου μνημείου της χώρας, σπάζοντας μια παράδοση δεκαετιών και καθιστώντας τον δωρητή προνομιακό μέτοχο του οικουμενικού συμβολισμού του μνημείου.

Άλλοι, ειδικότεροι από εμάς, θα κρίνουν την αισθητική της φωτιστικής παρέμβασης, ξενίζει ωστόσο η επιμονή στην ανάδειξη της «ψυχρής λευκότητας» ενός μνημείου που στην αφετηρία του δεν υπήρξε λευκό, άρα και των αφηγημάτων που τροφοδότησε αυτή η μεταγενέστερη «λευκή καθαρότητα».

Κι όλα αυτά, την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση και το υπουργείο Πολιτισμού αδιαφορούν για τους ανθρώπους του σύγχρονου πολιτισμού που έχουν σαρωθεί από την πανδημία.

Η «λευκή» Ακρόπολη στέκει μόνη μέσα στη νύχτα του πολιτισμού την οποία επιβάλλουν αδιάφοροι και αφώτιστοι κυβερνώντες.