Φίοντορ Ντοστογιέφσκι

Δεν είναι τυχαίο που όταν κανείς θέλει να αναφερθεί στην κλασσική λογοτεχνία, σίγουρα θα σκεφτεί τον Φ. Ντοστογιέφσκι. Από τους αδερφούς Καραμαζώφ, μέχρι και τον Παίκτη, ο σπουδαίος Ρώσος συγγραφέας ήξερε να δίνει εικόνες στον αναγνώστη με τον πιο εκλεκτό τρόπο: Οι περιγραφές των αντικειμένων με αριστοτεχνική ακρίβεια και οι τόσο καλά δομημένοι χαρακτήρες του, μπορούν να σε ταξιδεύουν στα πιο περίεργα μέρη και να σε κάνουν μέχρι και σήμερα να μπορείς να ακούς “ζωντανούς ήχους” μέσα από την ατμόσφαιρα που περιγράφει στις σελίδες των βιβλίων του.

Σαν σήμερα, 11 Νοεμβρίου του 1821, ο Φίοντορ Ντοστογέφσκι γεννήθηκε, χαρίζοντας στην παγκόσμια λογοτεχνία ένα σπουδαίο έργο, αφού ο πεζός του λόγος, αποτέλεσε τομή για την ρωσική και την παγκόσμια πεζογραφία.

Λίγα βιογραφικά στοιχεία

Ο πατέρας του ήταν κληρικός και σύμφωνα με τους κανόνες της εποχής, θα έπρεπε κι ο ίδιος να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του. Παρόλα αυτά, ο Φίοντορ, δεν είχε τα ίδια σχέδια, κι έτσι με σκληρή δουλεία, κατόρθωσε να μπει στην ιατρική σχολή, όπου στη συνέχεια έγινε στρατιωτικός γιατρός. Τον Απρίλη του 1849, πέρασε στρατοδικείο καθώς κατηγορούταν για συμμετοχή σε προδοτική συνομωσία με αποτέλεσμα, να του επιβληθεί η ποινή της υποβίβασής του σε απλό στρατιώτη και σε τετραετή συμμετοχή σε καταναγκαστικά έργα. Όταν ήρθε η ώρα της δίκης, ο Φίοντορ ποτέ δεν αρνήθηκε τις φιλελεύθερες πεποιθήσεις του, ούτε το όραμα του για έναν ουτοπικό σοσιαλισμό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, να του επιβληθεί η ποινή της εκτέλεσης, ωστόσο τελικά, μετατράπηκε σε τετραετή εξορία και καταναγκαστικά έργα στο Ομσκ της Σιβηρίας. Όταν γύρισε από την εξορία η ζωή του δεν ήταν εύκολη, καθώς το πάθος του για τον τζόγο τον οδήγησε σε σωματική και πνευματική καταστροφή. Παρόλα αυτά, το έργο του ως λογοτέχνη με τα χρόνια συνέχισε να ανθίζει. Διασχίζοντας μια ζωή γεμάτη εντάσεις, αλλά και δημιουργία, στις 9 Φεβρουαρίου 1881, ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας άφησε την τελευταία του πνοή, εξαιτίας των επιπτώσεων που είχε για την υγεία του η χρόνια πάθηση των πνευμόνων του. Την ημέρα της κηδείας του στην Αγία Πετρούπολη, η κοσμοσυρροή που υπήρξε, ήταν άνευ προηγούμενου.

Ακολουθούν αποσπάσματα από δύο σπουδαία του έργα:

Το όνειρο ενός γελοίου, μετάφραση Γ. Συμηριώτη, εκδόσεις Κοροντζή (2007)

“Είμαι ένας γελοίος άνθρωπος. Τώρα με παίρνουν για τρελό, μα δεν είμαι τέτοιος, δεν προβιβάστηκα κι έμεινα πάντα ο ίδιος γελοίος άνθρωπος, όπως ήμουν πάντα. Μα δεν θυμώνω πια τώρα. Τώρα όλοι οι άνθρωποι μου είναι εξίσου ευχάριστοι, ακόμα κι όταν με κοροϊδεύουν: τότε μάλιστα μου είναι πιο ευχάριστοι. Θα γελούσα με την καρδιά μου εις βάρος τους, όχι γιατί μ’ ευχαριστεί αυτό, αλλά γιατί είμαι φίλος τους, αν δεν ένοιωθα τον εαυτό μου τόσο λυπημένο κοιτάζοντάς τους. Και νιώθω τον εαυτό μου λυπημένο, γιατί δεν ξέρουν την αλήθεια, κι εγώ την ξέρω! Ω! πόσο είναι οδυνηρό να ξέρεις μόνος την αλήθεια! Και να σκέφτεται κανένας πως δεν θα τη μάθουν ποτέ! – Δεν μπορούν να την καταλάβουν…”

Ο ηλίθιος, μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου, εκδόσεις Γκοβόστη (2014)

 

“– Χμ, χε! Στην Πετρούπολη μένατε πρώτα; (Όσο κι αν συγκρατιόταν ο λακές, δεν μπορούσε να μη δώσει συνέχεια σε μια τόσο καλοπροαίρετη και ευγενική συζήτηση).

– Στην Πετρούπολη; Σχεδόν καθόλου· μονάχα περαστικός έχω κάνει. Και πρώτα δεν ήξερα τίποτα από δω, τώρα όπως, ακούω υπάρχουν τόσα καινούργια πράγματα που κι όποιος ήξερε κάτι, αναγκάζεται να τα μαθαίνει απαρχής. Πολύς λόγος γίνεται τώρα για τα καινούργια δικαστήρια.

– Χμ! Τα δικαστήρια. Τα δικαστήρια είναι αλήθεια πως…είναι βέβαια δικαστήρια. Και δε μου λέτε, είναι πιο δίκαιοι εκεί στα δικαστήρια, ή όχι;

– Δεν ξέρω. Για τα δικά μας έχω ακούσει πολλά καλά λόγια. Να που καταργήθηκε και πάλι η θανατική ποινή στη χώρα μας.

– Εκεί τους θανατώνουν;

– Ναι. έχω δει στη Γαλλία, στη Λυών. Με είχε πάρει εκεί ο Σνάιντερ μαζί του.

– Τους κρεμάνε;

– Όχι, στη Γαλλία κόβουν τα κεφάλια.

– Και λοιπόν; Φωνάζει;

– Πού να προλάβει! Μέσα σε μια στιγμή. Τον ξαπλώνουν τον άνθρωπο και πέφτει ένα φαρδύ μαχαίρι απ’ τη μηχανή, γκιλοτίνα τη λένε, πέφτει βαριά, δυνατά…Το κεφάλι ξεπετιέται κομμένο πριν προλάβεις ν’ ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου. Οι προετοιμασίες είναι καταθλιπτικές. Όταν του αναγγέλλουν την καταδίκη, τον ετοιμάζουν, τον δένουν, όταν τον ανεβάζουν στο ικρίωμα, τότε είναι φριχτό! μαζεύεται κόσμος, ακόμα και γυναίκες, μόλο που εκεί δεν τους αρέσει να ’ρχονται να κοιτάνε γυναίκες.

– Δεν είναι δικιά τους δουλειά.

– Και βέβαια, φυσικά! Ένα τέτοιο μαρτύριο!…Ο εγκληματίας ήταν ένας έξυπνος, δυνατός, ατρόμητος άνθρωπος, περασμένος στα χρόνια. Λεγκρό τον λέγανε. Ε, λοιπόν σας το λέω κι αν θέλετε το πιστεύετε, όταν ανέβαινε στο ικρίωμα έκλαιγε, ήταν άσπρος σαν το χαρτί. Είναι ποτέ δυνατό; Δεν είναι φρίκη; Όχι πέστε μου, ποιος κλαίει από φόβο; Ως τα τότε νόμιζα πως από φόβο κλαίνε μονάχα τα παιδιά, νόμιζα πως είναι αδύνατο να κλάψει ένας άνδρας που δεν έκλαψε ποτέ του, ένας άνδρας σαράντα πέντε χρονώ. Τι θα πρέπει να γίνεται εκείνη τη στιγμή στην ψυχή του, μέχρι ποιο σημείο τρόμου τη σπρώχνουν; Είναι ύβρις εναντίον της ψυχής, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο! Οι εντολές λένε: «ου φονεύσεις», κι επειδή λοιπόν σκότωσε εκείνος, να τον σκοτώσουμε και μεις. Όχι, αυτό είναι απαράδεχτο. Έχει περάσει μήνας κιόλας που το είδα κι ως τώρα λες και το βλέπω μπρος στα μάτια μου. Κάπου πέντε φορές το’ χω δει στ’ όνειρό μου.

Ο πρίγκηπας ζωήρεψε μάλιστα καθώς μίλαγε, το χλομό του πρόσωπο κοκκίνισε ελαφριά, μόλο που η κουβέντα του ήταν ήρεμη σαν και πρώτα. Ο θαλαμηπόλος τον κοίταξε μ’ ενδιαφέρον και συμπάθεια, και θα ’λεγε κανείς πως είχε κρεμαστεί απ’ τα χείλη του· ίσως – ίσως να ’τανε κι αυτός άνθρωπος με φαντασία και να πάσκιζε που και που να σκεφτεί.

– Πάλι καλά που δεν υποφέρει πολύ σαν πέφτει το κεφάλι – παρατήρησε.

– Ξέρετε κάτι; – έκανε ζωηρά ο πρίγκηπας. – Και σεις επίσης το προσέξατε κι όλοι αυτό ακριβώς λένε, αυτό που είπατε εσείς, και τη μηχανή, τη γκιλοτίνα, γι’ αυτό τη σοφιστήκανε. Εμένα όμως, τότε ακόμα που το ’βλεπα, μου πέρασε μία σκέψη: κι αν αυτό ίσα ίσα είναι το χειρότερο; Σας φαίνεται γελοίο, σας φαίνεται παράλογο, μα αν κάνει κανείς μερικούς συλλογισμούς μπορεί να του καρφωθεί ακόμα και η σκέψη που σας είπα. Σκεφτείτε: ας πάρουμε λόγου χάρη τα βασανιστήρια· στην περίπτωση αυτή έχουμε το μαρτύριο, τις πληγές, το σωματικό πόνο και κατά συνέπεια όλ’ αυτά αποσπούν την προσοχή απ’ το ψυχικό μαρτύριο, έτσι που βασανίζεσαι μονάχα απ’ τις πληγές σου, μέχρι τη στιγμή που πεθαίνεις. Όμως ο κυριότερος, ο πιο δυνατός πόνος μπορεί να ’ναι το ότι ξέρεις πως στα σίγουρα, πως να, σε μια ώρα, ύστερα σε δέκα λεπτά, ύστερα σε μισό λεπτό, ύστερα τώρα, αμέσως, η ψυχή θα πετάξει απ’ το κορμί σου και θα πάψεις πια να ’σαι άνθρωπος και πως όλ’ αυτά είναι σίγουρα, το κυριότερο είναι που όλα αυτά θα γίνουν στα σίγουρα. Σαν βάζεις το κεφάλι σου κάτω απ’ το μαχαίρι και τ’ ακούς να γλιστράει πάνω απ’ το κεφάλι σου, αυτό ίσα – ίσα το τέταρτο του δευτερόλεπτου είναι το πιο φοβερό. Το ξέρετε τάχα πως αυτό δεν είναι δική μου φαντασία, μα το ’χουν πει και πολλοί άλλοι; Εγώ τόσο πολύ το πιστεύω, που θα σας πω ανοικτά τη γνώμη μου. Το να σκοτώνει κανείς ένα δολοφόνο η τιμωρία δυσανάλογα μεγαλύτερη απ’ το ίδιο το έγκλημα. Η θανάτωση ύστερ’ από καταδίκη είναι δυσανάλογα φριχτότερη απ’ το φόνο που διέπραξε ο ληστής. Εκείνον που τον σκοτώνουν οι ληστές, τον σφάζουν, τη νύχτα στο δάσος ή όπου αλλού, κι εκείνος το δίχως άλλο ελπίζει ακόμα πως θα σωθεί, το ελπίζει ως την πιο τελευταία στιγμή. Υπήρξαν παραδείγματα που του ’χαν κόψει κιόλας το λαρύγγι κι αυτός έλπιζε ακόμα, έτρεχε να σωθεί ή ικέτευε να τον αφήσουν. Εδώ όμως όλη αυτή την τελευταία ελπίδα, που σαν την έχεις σου είναι δέκα φορές πιο εύκολο να πεθάνεις, σου την στερούν στα σίγουρα· εδώ υπάρχει καταδίκη, κι ο τρομερός πόνος βρίσκεται ίσα – ίσα στο γεγονός πως το ξέρεις ότι είναι των αδυνάτων αδύνατο να την αποφύγεις· μεγαλύτερο μαρτύριο απ’ αυτό δεν υπάρχει στον κόσμο. Φέρτε και βάλτε ένα φαντάρο μπροστά σ’ ένα κανόνι σε ώρα μάχης και ρίξτε του – αυτός όλο και θα ελπίζει ακόμα· μα αν του διαβάσετε αυτου του ίδιου του φαντάρου μια καταδίκη στα σίγουρα, θα τον δείτε να τρελαθεί ή να βάλει τα κλάματα. Ποιος είπε ότι η ανθρώπινη φύση μπορεί να το υποφέρει αυτό χωρίς να φτάσει στην τρέλα; Γιατί αυτή η ύβρις, η αισχρή, η άχρηστη, η άσκοπη ύβρις; Ίσως – ίσως να υπάρχει κάποιος άνθρωπος που του διαβάσανε την καταδίκη του, τον αφήσανε να υποφέρει το μαρτύριο κι ύστερα του είπανε: «Τράβα, σε συγχωρούμε». Ένας τέτοιος άνθρωπος θα μπορούσε ίσως να μας τα ιστορήσει. Γι’ αυτό το μαρτύριο κι αυτή τη φρίκη μίλησε κι ο Χριστός· όχι, δεν έχουν το δικαίωμα να μεταχειρίζονται έτσι τον άνθρωπο!”

Άννα Σαϊνίδου