Ελβετία. Η χώρα της νόστιμης σοκολάτας και των Άλπεων. Μία χώρα που εδώ και χρόνια μοιάζει να παραμένει πάντα άθικτη από τις συμφορές που επηρεάζουν όλον τον πλανήτη. Η Ελβετία μοιάζει να έχει πάντα “σχέδιο”, να βρίσκεται πάντα μπροστά από την εποχή της. Το τελευταίο διάστημα όμως, κατά το δεύτερο κύμα έξαρσης της πανδημίας, καταγράφονται έως και 10.000 κρούσματα κορωνοϊού την ημέρα. Τί συμβαίνει όμως σε αυτήν την χώρα που κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας είχε “αριστεύσει” και που με την ιστορία της μας έχει αποδείξει πως ξέρει πως να τα βγάζει πέρα;
Αυτή την στιγμή, η Ελβετία έχει ξεπεράσει το Βέλγιο και βρίσκεται λίγο πριν ξεπεράσει την Τσεχία στον αριθμό κρουσμάτων κορωνοϊού. Ο αριθμός των κρουσμάτων της Ελβετίας είναι περίπου τριπλάσιος από αυτόν της Σουηδίας ή των ΗΠΑ, όπως επίσης διπλάσιος από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ακόμη, η Ελβετία είναι ισοδύναμη με τις Ηνωμένες Πολιτείες και βρίσκεται στον μέσο όρο της Ευρώπης όσον αφορά την διενέργεια τεστ για τον κορωνοϊό. Τα αποτελέσματα των τεστ που έχουν γίνει δείχνουν πως το 27,9% των Ελβετών είναι θετικοί στον κορωνοϊό, συγκριτικά με το 8,5% των Σουηδών και το 8,3% των πολιτών των ΗΠΑ. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, όταν τα αποτελέσματα των θετικών τεστ είναι πάνω από 5% αυτό σημαίνει πως ο ιός είναι εκτός ελέγχου.
Η ομάδα επιστημονικών εμπειρογνωμόνων που συμβουλεύει την ελβετική κυβέρνηση σχετικά με την πανδημία προετοιμάζεται να χτυπήσει κόκκινο συναγερμό. Τα νοσοκομεία αναμένεται να εξαντλήσουν τη χωρητικότητά τους έως τις 13 Νοεμβρίου, ενώ σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες της χώρας, ζητούμενο είναι να μπορέσουν να καταστήσουν την νοσηλεία των ασθενών στις μονάδες εντατικής θεραπείας, όσο το δυνατόν συντομότερη.
Τις καλές εποχές, διασημότητες και πολιτικοί του κόσμου, όπως ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας Σίλβιο Μπερλουσκόνι, εμπιστεύονταν τα νοσοκομεία της Ελβετίας, εξαιτίας της ποιότητας των υποδομών και της εξαιρετικής κατάρτισης των γιατρών. Τώρα, η Γαλλία προσφέρεται να αναλάβει Ελβετούς ασθενείς με κορωνοϊό, ώστε βοηθήσει τα νοσοκομεία της χώρας να αναπνεύσουν.
Τι πήγε όμως στραβά στη χώρα των Άλπεων, γνωστή για τους πεντακάθαρους δρόμους της, την ασφάλεια, την αξιοπιστία και την “σωστή” διακυβέρνηση;
Από μια άποψη, η απάντηση είναι απλή: Η ελβετική κυβέρνηση αντιστάθηκε στη λήψη των απαραίτητων περιοριστικών μέτρων για την αποφυγή της εκτεταμένης διασποράς του ιού. Οι λόγοι αυτής της “αντίστασης”, ωστόσο, είναι μάλλον πιο περίπλοκοι, καθώς εδώ και καιρό οι Ελβετοί εδώ έχουν αποδεχθεί τα ιδεολογικά κίνητρα που οδηγούν σε αυτήν την, για πολλούς παράλογη, απόφαση.
Άθικτη στο πρώτο κύμα της πανδημίας, ευάλωτη στο δεύτερο
Όπως και η Γερμανία, η Ελβετία εμφανίστηκε σχετικά “άθικτη” από το πρώτο κύμα της πανδημίας την άνοιξη. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο πολύ καλά σχεδιασμένο lockdown που σταδιακά είχε επιβάλει η κυβέρνηση αλλά και η ευλαβική τήρηση των μέτρων από τους πολίτες. Αλλά σε αντίθεση με το Βερολίνο, η Βέρνη, θεώρησε την επιτυχία της άνοιξης δεδομένη.
Ακόμη, ο χαμηλός αριθμός θανάτων εξαιτίας του πρώτου κύματος της πανδημίας, φάνηκε να επιβεβαιώνει την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη σύμφωνα με την οποία, η Ελβετία αποτελεί «ειδική υπόθεση». Και πράγματι, τον τελευταίο αιώνα, η Ελβετία δεν έζησε ποτέ πόλεμο ή μεγάλη φυσική καταστροφή. Σε αυτόν τον αιώνα, οι Ελβετοί δεν έχουν υποστεί τρομοκρατική επίθεση, και η παγκόσμια οικονομική κρίση “πέρασε και δεν ακούμπησε”. Η χώρα των Άλπεων στέκει αλώβητη μπροστά σε όλα τα δεινά που πλήττουν τον υπόλοιπο πλανήτη. Ή τουλάχιστον αυτό είναι το μάθημα που έχουν πάρει οι Ελβετοί από την ιστορία.
Αρχικά, η πανδημία δεν φαινόταν να είναι μια διαφορετική περίπτωση. Σε αντίθεση με τους Βέλγους ή τους Γάλλους, οι Ελβετοί ήξεραν πώς να διαχειριστούν τον ιό, τουλάχιστον αυτό πίστευαν. Η κυβερνητική εντολή ήταν ξεκάθαρη: Ας επικεντρωθούμε στην ανάκαμψη της οικονομίας και τη λειτουργία της.
Μετά το πρώτο κύμα, η Ελβετία εισήγαγε χαλαρότερα μέτρα προστασίας από τον κορωνοϊό, πολύ ταχύτερα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες ή τις ΗΠΑ. Μπαρ και κλαμπ άνοιξαν για άλλη μια φορά τις πόρτες τους, η χρήση μάσκας σε εσωτερικούς χώρους δεν ήταν υποχρεωτική ενώ ήταν ανοιχτή να υποδεχθεί τουρίστες από όλο τον κόσμο. Μέχρι την 1η Οκτωβρίου, στην Βέρνη επιτρεπόταν η διεξαγωγή εκδηλώσεων με περισσότερα από 1.000 άτομα. Ο μέσος Ελβετός πέρασε την αρχή του φθινοπώρου ζώντας σαν να μην συνέβη τίποτα.
Το Ελβετικό δίλημμα: Στήριξη της οικονομίας ή αυστηρότερα μέτρα προστασίας;
Παρόλα αυτά, ακόμη και τώρα, όπου η κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι η κατάσταση της δημόσιας υγείας είναι κρίσιμη, αρνείται να επιβάλει έστω ένα ήπιο lockdown όπως κάνουν οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Η έρευνα της Blavatnik του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, δείχνει ότι τα μέτρα που λαμβάνει η ελβετική κυβέρνηση κατά του κορωνοϊού, εξακολουθούν να είναι πολύ πιο χαλαρά από ό, τι στην υπόλοιπη Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, και ελαφρώς πιο “σκληρά” από αυτά της Σουηδίας.
Ένας λόγος που τα μέτρα της Ελβετίας είναι χαλαρά μέχρι και σήμερα, έχει να κάνει με τον τρόπο που διοικείται η χώρα. Μετά το πρώτο κύμα, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έχει δώσει στα 26 καντόνια της Ελβετίας την αρμοδιότητα να εισαγάγουν τα δικά τους μέτρα περιορισμού. Αλλά αυτά τα μικροσκοπικά καντόνια διστάζουν να αναλάβουν δράση. Και πράγματι, κάτι τέτοιο έχει λογική: Γιατί αν ήσασταν τοπικός πολιτικός, πώς θα μπορούσατε να εξηγήσετε σε έναν ιδιοκτήτη εστιατορίου ότι πρέπει να κλείσει το κατάστημα του, την ώρα που κάποιος συνάδελφος του ο οποίος δουλεύει με το αυτοκίνητό του μπορεί να εξυπηρετήσει τους πελάτες;
Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι η λήψη πιο σκληρών μέτρων δεν αντιστοιχεί με την “φιλοσοφία” της Ελβετικής κυβέρνησης.
Έχοντας έλλειψη φυσικών πόρων και λίγη καλλιεργήσιμη γη εξαιτίας της τοποθεσίας της χώρας, οι Ελβετοί παραδοσιακά αναγνώρισαν το εμπόριο ως το μόνο μονοπάτι για την οικονομική ευημερία. Ο περιορισμένος ρόλος του κράτους στη δημόσια ζωή από την άλλη, έχει να κάνει με την έντονη εξάρτηση της Ελβετίας από άλλες χώρες. Το πρωταρχικό κίνητρο των καντονιών για τη δημιουργία ομοσπονδίας, δεν ήταν η αδελφική αγάπη ή η οικοδόμηση ενός ευρωπαϊκού έθνους-κράτους. Έπρεπε να αποφευχθεί η κατάρρευση μιας από τις αυτοκρατορίες της ευρωπαϊκής ηπείρου και να διαφυλαχθεί όσο το δυνατόν περισσότερη κυριαρχία.
Στην Ελβετία, με ένα αδύναμο κεντρικό κράτος και την εξάρτηση από το εμπόριο, οι επιχειρήσεις είχαν τον πρώτο λόγο από πάντα. Από το 1848, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση στη Βέρνη κυριαρχείται από κόμματα επαγγελματιών. Δεν υπάρχει ελάχιστος μισθός και ούτε προστασία της απασχόλησης. Ο φορολογικός φεντεραλισμός τροφοδοτεί τον έντονο φορολογικό ανταγωνισμό μεταξύ των καντονιών. Η κυβερνητική συμμετοχή στην οικονομία, είναι γενικά πενιχρή.
Οι Ελβετοί “εθισμένοι” στην εργασία
Σήμερα, οι Ελβετοί ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την προσωπική οικονομική πρωτοβουλία. Το 2012, το 67% των Ελβετών ψήφισαν κατά της νομοθέτησης δύο εβδομάδων διακοπών για τους εργαζόμενους. Η χώρα βρίσκεται στην κορυφή της Ευρώπης, ως η χώρα που οι πολίτες της εργάζονται τις περισσότερες ώρες εβδομαδιαίως, ενώ οι δημοσκοπήσεις, δείχνουν σταθερά ότι οι Ελβετοί ανησυχούν κυρίως για τις επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία και όχι για την κατάρρευση του συστήματος υγείας.
Αυτή η τάση για φιλελευθερισμό της αγοράς, φορολογικό συντηρητισμό και επιθυμία για εργασία, μπορεί να εξηγήσει την ηχηρή οικονομική επιτυχία και την ελκυστικότητα της χώρας στις παγκόσμιες αγορές.
Εξηγεί επίσης γιατί ο Ελβετός υπουργός Οικονομικών Ueli Maurer λέει πράγματα όπως: “Δεν μπορούμε να έχουμε ένα δεύτερο lockdown. Δεν έχουμε χρήματα για αυτό.” Η κυβέρνηση εκτιμά ότι η απώλεια οικονομικής δραστηριότητας κατά το πρώτο lockdown, είχε ως συνέπεια, να χαθούν 22 δισεκατομμύρια ελβετικά φράγκα από το ΑΕΠ της. Μία τέτοια δήλωση φαντάζει παράλογη καθώς ακόμη και η Γερμανία της λιτότητας, είναι έτοιμη να διαθέσει το 6,4% του ΑΕΠ, ώστε να θωρακίσει την χώρα από τις επιπτώσεις τις πανδημίας σε υγειονομικό επίπεδο.
Ωστόσο, ο Maurer ισχυρίζεται ότι ένα νέο lockdown θα θυσίαζε την οικονομική ευμάρεια, στον “βωμό της υγείας”.
Είναι λίγοι όσοι στρέφονται εναντία στην αντίληψη αυτή. Κανένα πολιτικό κόμμα ή ΜΜΕ δεν έχει πιέσει δημοσίως την κυβέρνηση να αλλάξει τακτική κι απ’ ότι φαίνεται η άποψη πως “Το καθήκον του υπουργού Οικονομικών είναι να ελέγχει τις δαπάνες, όχι να καταπολεμά μια πανδημία” υπερισχύει στην δημόσια σφαίρα.
Ο Όσκαρ Ουάιλντ κάποτε είχε πει πως «Το να μην κάνεις τίποτα είναι το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο».
Όμως, το να διατηρεί κανείς ανοιχτές τις επιχειρήσεις και να “σφίγγει το πορτοφόλι” μπορεί όχι μόνο να είναι κακή πολιτική για την υγεία, αλλά και για την οικονομία. Γιατί όταν ο φόβος της μετάδοσης αρχίζει να κυριεύει τους Ελβετούς, η κοινωνική τους ζωή μειώνεται ούτως ή άλλως. Μπορεί τα καφέ και τα εστιατόρια να παραμένουν ανοιχτά, αλλά δεν έχουν πελάτες.
Μέχρι στιγμής, η κρίση του κορωνοϊού, έχει αποδείξει πως η ισορροπία είναι το παν, καθώς δεν μπορεί κανείς να μην λάβει υπόψιν τις επιπτώσεις που έχει αυτή στους τομείς της υγείας και της οικονομίας. Σε μια ανοιχτή επιστολή, 50 καθηγητές οικονομικών ζήτησαν από την ελβετική κυβέρνηση να επιβάλει επιτέλους ένα ήπιο lockdown. Αλλά η κυβέρνηση εξακολουθεί να υποτιμά την συγκεκριμένη πρόταση.
Πηγή: foreignpolicy.com
Επιμέλεια: Άννα Σαϊνίδου