Αν και η Μεγάλη Βρετανία έχει αποχωρήσει επισήμως από την Ευρωπαϊκή Ένωση ήδη από τον Ιανουάριο του 2020, λίγα έχουν αλλάξει από τότε για τη χώρα, καθώς οι ηγέτες των δύο πλευρών συμφώνησαν να δοθεί ποιοτικός χρόνος προσαρμογής μέχρι να υπογραφεί η τελική απόφαση.
Το πλήρωμα του χρόνου ωστόσο καταφθάνει, μιας και ως καταληκτική ημερομηνία έχει οριστεί η τελευταία ημέρα του έτους -με το προηγούμενο deadline της 31ης Οκτωβρίου να έχει ήδη παρακαμφθεί από τον Boris Johnson, καθώς οι μέχρι τότε προσπάθειες συμβιβασμού έπεσαν όλες στο κενό.
Το σημείο στο οποίο σκοντάφτουν όλες οι προτιθέμενες συμφωνίες είναι, φυσικά, η μελλοντική συνθήκη εμπορικών συναλλαγών μεταξύ Βρετανίας και Ε.Ε, προκειμένου η χώρα να μπορέσει να συνεχίσει τις οικονομικές της σχέσεις με τα κράτη της ζώνης Σένγκεν.
Σε περίπτωση που δεν υπάρξει καμία συμφωνία, τα πράγματα θα γίνουν πολύ δυσοίωνα για το Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς θα χρειαστεί να πληρώνει υψηλούς φόρους συναλλαγής, τόσο για αγαθά όσο και για υπηρεσίες, ισότιμους με εκείνους των κρατών που βρίσκονται εκτός Ευρωπαϊκού χώρου.
Που ακριβώς κολλάει το ζήτημα;
Οι κύριες πηγές διαφωνίας και ανησυχίας για τη Βρετανία, από τη μια, και για την Ε.Ε από την άλλη, συνοψίζονται στα εξής:
Η Βρετανία προβληματίζεται κυρίως για το ποιος θα έχει δικαιώματα αλιείας στα εθνικά της ύδατα
Η Ε.Ε φοβάται, πρώτον, πως η Βρετανία θα ενισχύει οικονομικά αποκλειστικά τις εγχώριες επιχειρήσεις, αποκτώντας έτσι από την πρώτη κιόλας μέρα ισχυρό πλεονέκτημα σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, και δεύτερον, μια πιθανή εκμετάλλευση της περιπλοκότητας που χαρακτηρίζει τη διαχείρηση της περιοχής της Βόρειας Ιρλανδίας, καθώς πιθανολογείται πως το Ηνωμένο Βασίλειο θα προσπαθήσει να παρακάμψει τα μέχρι τώρα συμφωνηθέντα χάριν απουσίας της Ε.Ε.
Το worst case scenario
Το χειρότερο σενάριο του Brexit δε μοιάζει πλέον τόσο μακριά, καθώς ο χρόνος μετράει αντίστροφα αλλά οι δύο πλευρές εμμένουν ανυποχώρητες στη στάση τους.
Στην περίπτωση λοιπόν που καμία συμφωνία δε καταφέρει να υπογραφεί μέσα σε αυτά τα, ομολογουμένως στενά, χρονικά περιθώρια, η Βρετανία θα έλθει πιθανότατα αντιμέτωπη με μια από τις χειρότερες οικονομικές υφέσεις των τελευταίων τριών αιώνων.
Σύμφωνα με το Office for Budget Responsibility, η παραγωγή της Βρετανίας, εάν δεν πραγματοποιηθεί ομαλά η έξοδός της από την Ε.Ε, θα πέσει έως και 2% τον αμέσως επόμενο χρόνο, και η γενικότερη οικονομία της θα κατρακυλήσει κατά 1,5% μέσα σε μόλις μια πενταετία.
Τιμολόγια, εξαγωγικές ποσοστώσεις και γραφειοκρατικά κολλήματα, θα αποτελέσουν όλα μαζί τεράστια εμπόδια στις εμπορικές συναλλαγές της νησιωτικής χώρας, τα οποία, σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις της πανδημίας, μέλλουν να εκτοξεύσουν την ανεργία στα ύψη.
Βέβαια, ακόμα και σε περίπτωση που επιτευχθεί μια βιώσιμη συμφωνία, η Βρετανία δε θα βγει εντελώς αλώβητη από τη μάχη της με την πρώην ευρωπαϊκή της οικογένεια, καθώς την περιμένει έτσι κι αλλιώς μια, μεταξύ άλλων, πτώση του ΑΕΠ της τάξεως του 11,3%.
Σε κάθε περίπτωση, από τον Ιανουάριο και μετά η Βρετανία θα προβεί και σε κάποιες αλλαγές πολιτικής που θα αφορούν πιο soft, μη οικονομικά ζητήματα, όπως είναι η εργασία και φοίτηση των πολιτών της Ε.Ε στο Ηνωμένο Βασίλειο (και τούμπαλιν), τα ταξίδια καθώς και η μετανάστευση και το προσφυγικό ζήτημα.
Ντορίνα Παπαγεωργίου