Ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών και αρχιτέκτονας της Συμφωνίας των Πρεσπών που έλυσε το Μακεδονικό ζήτημα και έβαλε σε νέα εποχή τις σχέσεις Ελλάδας – Βόρειας Μακεδονίας, τοποθετήθηκε για τις βουλγαρικές διεκδικήσεις στο Μακεδονικό, όπως εκφράζονται από ακροδεξιούς κύκλους της γειτονικής μας χώρας.
Ο Νίκος Κοτζιάς με άρθρο του στο Ανεξάρτητο Βαλκανικό Πρακτορείο Ειδήσεων, υπογραμμίζει πως οι ελληνικές κυρίαρχες τάξεις φάνηκαν κατώτερες των προσδοκιών στην ανάγνωση των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η χώρα στην περιοχή της και έτσι σωρεύτηκαν πολλά προβλήματα που η χώρα ακόμα προσπαθεί να λύσει.
Διαβάστε το άρθρο που μπορείτε να βρείτε και https://ibna.gr/news/2020/12/35499/:
«Σοβαρό πρόβλημα έχει δημιουργηθεί στην περιοχή μας εξαιτίας της σοβινιστικής αναμόχλευσης του Μακεδονικού ζητήματος από τους ακραίους εθνικιστές της Βουλγαρίας. Πρόκειται είτε για αμιγώς ακροδεξιούς, όπως ο νυν Υπουργός Άμυνας για κάποιους άλλους Βούλγαρους πολιτικούς που θέλουν να στηρίξουν τον προεκλογικό τους αγώνα και τις προσωπικές τους στρατηγικές. «Παραδόξως» κάποιοι στην Αθήνα «θαυμάζουν» τους ακροδεξιούς στη Σόφια και απαιτούν η Ελλάδα να παραδειγματιστεί και υποταχτεί στις επιλογές τους! Επί παραδείγματι να στηρίξουμε την βουλγαρική απαίτηση να μην χαρακτηρίζεται η κατάληψη της τότε νότιας Γιουγκοσλαβίας ως «φασιστική κατοχή». Οι κύκλοι που «θαυμάζουν» την βουλγαρική ακροδεξιά θα πρέπει να μας πούνε αν οφείλει και η Ελλάδα να πάψει να θεωρεί την βουλγαρική φασιστική κατοχή στη διάρκεια του Β’ ΠΠ ως κατοχή.
Θυμίζω, το «Μακεδονικό» ξεκίνησε ως μια ενδοσλαβική διαμάχη. Οι κυρίαρχες (και ιστορικά ανόητες) ηγεσίες στην Ελλάδα, κατάφεραν να το μετεξελίξουν σε μια διαμάχη ανάμεσα στην Ελλάδα και τους Σλαβομακεδόνες / Γιουγκοσλαβία. Κάποια έντυπα των Αθηνών, ως φαίνεται, επιθυμούν επανάληψη αυτής της ανοησίας.
Με τη Συμφωνία των Πρεσπών, η Ελλάδα έβγαλε από πάνω της το πρόβλημα. Συμφωνία που στην κυριολεξία την «ζήλεψε» το διπλωματικό κατεστημένο στη Σόφια. Και αυτό παρά το γεγονός ότι εκείνοι υπέγραψαν πρώτοι με τη Βόρεια Μακεδονία ένα «Σύμφωνο Φιλίας». Σήμερα, φιλότουρκοι στη Βουλγαρία, θεωρούν ότι έχασαν από τη Συμφωνία των Πρεσπών μέρος του «σοβινιστικού τους αφηγήματος». Ως δεύτερος ταραξίας στην περιοχή θέτουν δύο νέες προϋποθέσεις για την ευρωπαϊκή πορεία της Βόρειας Μακεδονίας.
Η πρώτη προϋπόθεση είναι να αποδεχτούν οι Βορειομακεδόνες ότι είναι Βούλγαροι. Δεν έχουν αντιληφθεί την εθνογένεση στη διάρκεια του 20ου αιώνα ενός νέου σλαβικού έθνους, των Σλαβομακεδόνων. Οι τελευταίοι, μετά την Συμφωνία των Πρεσπών και τις συνταγματικές αλλαγές που έχουν γίνει, έχουν ενταχθεί σε ένα πολυεθνικό κράτος που δημιουργεί ένα νέο «έθνος από εθνότητες» (όπως το ισπανικό) όπου συμμετέχουν Σλαβομακεδόνες, Αλβανοί, Βλάχοι και άλλοι. Αντίθετα με τις ιστορικές εξελίξεις και την πραγματικότητα, οι Βούλγαροι σοβινιστές ζούνε εκτός τόπου και χρόνου. Ζούνε ακόμα στην εποχή της Κομμουνιστικής Διεθνούς του μεσοπολέμου. Έχουν χάσει και το ιστορικό μέτρο καθότι ο βουλγαρικός φασισμός εξαιτίας της άγριας κατοχής της περιοχής της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας στη διάρκεια του Β’ ΠΠ, οδήγησε στην οριστική αποξένωση της Βουλγαρίας από τους Σλαβομακεδόνες και έδωσε περαιτέρω ώθηση στη γένεση ενός νέου έθνους. Πρόκειται δε, για ιστορικό θράσος να επικαλούνται κάποιοι στη σημερινή δημοκρατική Βουλγαρία χωρίς αναστολές τα επιχειρήματα του βουλγαρικού βάρβαρου φασισμού σε βάρος των Σλαβομακεδόνων. Ασφαλώς πρόκειται για ανοησία κάποιων στην Αθήνα να τα υποστηρίζουν.
Αγνοώντας τις ιστορικές πραγματικότητες ο εκπορευόμενος από τα σκοτεινά χρόνια της βουλγαρικής κατοχής σοβινισμός θέλει να ονοματίζει τους Σλαβομακεδόνες και πάλι Βούλγαρους. Έχει μείνει στην εποχή των αιματολογικών-γενετικών προσδιορισμών των εθνών και δεν έχει πάρει χαμπάρι ότι τα έθνη είναι σήμερα πολιτισμικές-πολιτικές οντότητες με συγκεκριμένα δικαιώματα ως προς τα δικά τους θεσμικά συστήματα. Δεν έχει καταλάβει ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Σλαβομακεδόνων, και ακόμα περισσότερο ότι κάθε Αλβανός της Βόρειας Μακεδονίας ή Βλάχος με ελληνική συνείδηση ποτέ δεν θα δεχόταν να τον θεωρούν ως Βούλγαροι.
Η ανοησία κάποιων στη Σόφια ενισχύεται από την ανοησία των ψευδομακεδονομάχων των Αθηνών, οι οποίοι έχουν ξεχάσει ότι οι πραγματικοί μακεδονομάχοι πάλεψαν κύρια ενάντια στον βουλγαρικό κοτζαμπασισμό, ενώ αργότερα η Ελλάδα πάλεψε ενάντια στις βουλγαρικές κατοχές με τις οποίες συνεργάστηκε μεγάλο μέρος του πολιτικού-ιστορικού στρατοπέδου που θεώρησε τη Συμφωνία των Πρεσπών ως προδοσία. Που παρέδωσε αμαχητί με όλο τον οπλισμό της το Δ’ Σώμα στρατού στην Καβάλα στα μέσα του Α’ ΠΠ στη διάρκεια του οποίου στην Ανατολική Μακεδονία οδηγήθηκαν στον θάνατο 60.000 Έλληνες πολίτες και πέθαναν άλλες 20.000 στην εξορία τους στη Βουλγαρία στα πλαίσια προσπάθειας της τελευταίας να αφανίσει το ελληνικό στοιχείο από την περιοχή.
Κάνει πράγματι μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι για άλλη μια φορά οι «υπερπατριώτες» των Αθηνών να θέλουν να συμπαραταχθούν με τον ακραίο βουλγαρικό σοβινισμό. Να υποστηρίζουν μαζί του ότι πρέπει να απαγορευτεί να γίνει παραδεκτό ένα νέο έθνος ως τέτοιο, αλλά ότι αντίθετα, πρέπει όλοι μαζί να στηρίξουμε τον βουλγαρικό σοβινισμό. Ο τελευταίος πάντα υποστήριζε τη δημιουργία ενός δεύτερου βουλγαρικού κράτους, όπως ήλπιζε να γίνει η ΦΥΡΟΜ, και κατόπιν να το καταβροχθίσει. Οι ψευδομακεδονομάχοι των Αθηνών, λοιπόν, αντί να προβάλλουν τα βουλγαρικά βέτο, καλά θα κάνουν να μας πουν αν τάσσονται υπέρ της «Μεγάλης Βουλγαρίας» και μάλιστα με ελληνική συναίνεση και αν σκοπεύουν να επιτρέψουν σε κάποιους να ξανακάνουν φασιστικά όνειρα ως προς ελληνικά εδάφη που η πολιτική τους οικογένεια παρέδωσε δύο φορές στην τότε φασιστική Βουλγαρία. Να μας πουν, επίσης, αν επιθυμούν ο εναέριος χώρος της Βόρειας Μακεδονίας να μην ελέγχεται από την Ελλάδα, όπως γίνεται σήμερα, αλλά από τη Βουλγαρία και γιατί όχι και την Τουρκία.
Υπάρχει, όμως, και ένα άλλο αίτημα του βουλγάρικου σοβινισμού που στηρίζουν οι ψευδομακεδονομάχοι. Υποστηρίζουν ότι η σλαβομακεδονική δεν είναι αυτοτελής γλώσσα, αλλά βουλγάρικη. Δεν είναι μια νοτιοσλαβική γλώσσα, που συντέθηκε αρχικά από στοιχεία σερβικών, βουλγαρικών, τουρκικών, βλάχικών και ελληνικών στοιχείων και μετά απέκτησε τη δική της αυτοτελή πορεία, αλλά ότι πρόκειται «απλά» για μια βουλγαρική διάλεκτο. Και εδώ οι φίλοι μας οι Βούλγαροι έμειναν πολύ πίσω. Οι γλώσσες και τα έθνη μέσα στο χρόνο αναπλάθονται και διαφοροποιούνται. Ουδείς σήμερα δεν αμφισβητεί πλέον ότι το αυστριακό έθνος είναι ξεχωριστό έθνος από το γερμανικό, ή ότι τα σκανδιναβικά έθνη (Δανία, Σουηδία και Νορβηγία) έχουν σήμερα τρεις διαφορετικές γλώσσες και ρίζες αυτών, παρά την κοινή σκανδιναβική προέλευση τους. Κάτι που ισχύει σχεδόν πανομοιότυπα και για τις σλαβικές γλώσσες. Ολοι μας γνωρίζουμε, επίσης, ότι τα βιβλία από τις ΗΠΑ που μεταφράζονται σε ευρωπαϊκές γλώσσες όταν αναφέρονται στο πρότυπο δεν γράφουν πια μετάφραση από τα «εγγλέζικα», αλλά από τα «αμερικάνικα» διότι βαθμιαία γεννιούνται στην κάθε μία από τις δύο αυτές γλωσσικές παραλλαγές όλο και περισσότερες διαφορές. Και ακόμα περισσότερο, το αμερικάνικο έθνος των πολιτών των ΗΠΑ δεν μπορεί να ταυτιστεί με εκείνο των Βρετανών ή ακόμα και των Εγγλέζων. Ότι το ίδιο ισχύει και για τους Νεοζηλανδούς, τους Αυστραλούς ή και τους Καναδούς.
Το ζήτημα είναι ότι ορισμένοι στην Βουλγαρία, με μικρομεγαλισμό μεσαιωνικού τύπου, επιθυμούν να δημιουργήσουν νέα θέματα στα Βαλκάνια και στην ευρωπαϊκή πορεία της Βόρειας Μακεδονίας. Ζητήματα που τα λύνει η ζωή, ή/και η επιστημονική έρευνα και διαβούλευση, δεν μπορούν να επιβάλλονται με προεδρικά διατάγματα και πράξεις ειρηνικής εξωτερικής πολιτικής.
Το ζήτημα είναι, επίσης, ότι ορισμένοι στην ελληνική πλευρά, αντί να αγκαλιάσουν την Βόρεια Μακεδονία, αντί να αντισταθούν στον μεγαλοβουλγάρικο σοβινισμό που τόσο ακριβά τον έχει πληρώσει και ο ελληνικός λαός και η ελληνική γη, τυφλωμένοι από το αντι-Πρέσπες μένος τους, στηρίζουν μια πολιτική που οι μακεδονομάχοι μας συνέτριψαν πολιτικά και στρατιωτικά πριν από 120 χρόνια.»