Με επιστολή της προς τον πρωθυπουργό και τους αρχηγούς των κομμάτων η Φώφη Γεννηματά απευθύνει τις προτάσεις του ΚΙΝΑΛ για τη θέσπιση νέου νομικού πλαισίου, “με συγκεκριμένους στόχους για το κλίμα”.
H Φώφη Γεννηματά σημειώνει στην επιστολή αυτή ότι «Απαιτείται ένας Ελληνικός Κλιματικός Νόμος. Σε συνέχεια και του Ευρωπαϊκού Κλιματικού Νόμου για τον οποίο υπήρξε χθες πολιτική συμφωνία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Ως πρώτο βήμα προτείνει τη σύγκληση κοινής συνεδρίασης της Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων, της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Προστασίας Περιβάλλοντος και της Ειδικής Διαρκούς Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, με την παρουσία των αρμόδιων υπουργών (Οικονομικών, του αν. υπουργού Εξωτερικών αρμόδιου για τα Ευρωπαϊκά Θέματα και του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας), βήμα που το κόμμα της προετίνει να γίνει τόσο για τη συζήτηση της πρότασης του Κινήματος Αλλαγής όσο και την ενημέρωση των κομμάτων και τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης στις σχετικές διαβουλεύσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
«Είναι αναγκαίο σε ένα τόσο κρίσιμο θέμα για το μέλλον, να μην επικρατήσουν σκοπιμότητες και κομματικά συμφέροντα. Να υπάρξει η αναγκαία εθνική συνεννόηση και συνέργεια για τη διαμόρφωση μιας τελικής πρότασης που θα πείθει και θα ενεργοποιεί τους πολίτες. Ώστε στην επερχόμενη Σύνοδο των Ηνωμένων Εθνών στη Γλασκώβη, στις αρχές Νοεμβρίου, η χώρα μας να έχει κλιματικό νόμο», υπογραμμίζει η πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής.
Το Κίνημα Αλλαγής σε πρόσφατη ανοιχτή διαδικτυακή εκδήλωση με τίτλο «Η ώρα του νέου κλιματικού νόμου – Γιατί αφορά τους πολίτες και τις νέες γενιές;» κατέθεσε την πρότασή του για μια συγκεκριμένη θεσμική διαδικασία συνδιαμόρφωσης, νομοθέτησης αλλά και παρακολούθησης της εφαρμογής του πρώτου Ελληνικού Κλιματικού Νόμου, με στόχο, όπως επισημαίνει η Φώφη Γεννηματά στην επιστολή της στον κ. Μητσοτάκη και του πολιτικούς αρχηγούς, «να οδηγηθούμε στην υπερψήφισή του με την ευρύτερη δυνατή κοινοβουλευτική πλειοψηφία».
Η πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής τονίζει ότι «η υιοθέτηση και η αποτελεσματική εφαρμογή τέτοιων νόμων απαιτεί ευρεία πολιτική υποστήριξη και κοινωνική αποδοχή, ώστε να είναι ανθεκτικοί σε κυβερνητικές αλλαγές».