*Του εκπαιδευτικού και συγγραφέα Μιχάλη Σακελλαρίου
Πριν πολλά, πολλά χρόνια, το 2002 περίπου βρέθηκα, ως αναπληρωτής καθηγητής, σε ένα σχολείο των βορείων προαστείων Ήμουν ένας νέος καθηγητής, με πολλή όρεξη και πολύ ενθουσιασμό. Στην Α’ Λυκείου έκανα το μάθημα της γλώσσας και παρατηρούσα ότι κάθε φορά ένα συγκεκριμένο παιδί έγραφε με τέτοια νοηματική συγκρότηση και ωριμότητα, τέτοια εκφραστική ευστοχία και δεινότητα, που ήταν αδύνατο να αγνοήσω τέτοια γραπτά. Ήταν όμως ένα από τα παιδιά της σιωπής. Από εκείνα που κρύβονται στο τελευταίο θρανίο και κάνουν οτιδήποτε, προκειμένου να καταστήσουν την παρουσία τους αόρατη.
Κάθε φορά επαινούσα την έκθεσή του και όσο το έκανα, τόσο περισσότερο προσπαθούσε να εξαφανιστεί μέσα στο σιωπηρό πανωφόρι του. Μάταιες οι προσπάθειές μου να ακούσω έστω και τη φωνή του. Στις βαρετές εφημερίες μου παρατηρούσα ότι έκανε παρέα μόνο με κορίτσια και όταν με έβλεπε χαμήλωνε το κεφάλι. Είναι όμως τόσες πολλές οι υποχρεώσεις και οι μέριμνες ενός νέου καθηγητή και δη αναπληρωτή, που η παραπάνω πληροφορία περνούσε σχεδόν ανεπεξέργαστη από το νοητικό μου πεδίο.
Μετά τα Χριστούγεννα του ανέθεσα να διαβάσει ένα κείμενο. Αρνήθηκε πεισματικά, όμως επέμενα καθώς ήθελα την εμπλοκή όλων των παιδιών στη μαθησιακή διαδικασία. Πόσο μάλλον ενός μαθητή που γράφει κείμενα έτοιμα για δημοσίευση. Με μεγάλη απροθυμία ξεκίνησε δειλά να διαβάζει με την άτολμη και θηλυπρεπή φωνή του που άκουγα κυριολεκτικά για πρώτη φορά. Δεν άργησαν να συνοδεύσουν την ανάγνωση αρχικά μερικά πνιχτά γέλια, στη διάρκεια κάποια σκόρπια σφυρίγματα και στο τέλος κανα δυο αποδοκιμαστικά επιφωνήματα. Διέκοψα τη διαδικασία και ρώτησα αγριεμένος τι συμβαίνει.
Ορισμένα αγόρια, χωρίς να μου απαντήσουν, στράφηκαν προς τον συμμαθητή τους και με εμφανή διάθεση να τον γελοιοποιήσουν πρόλαβαν να προφέρουν μία δύο κακοποιητικές λέξεις και φράσεις. Διέκοψα οργισμένος το μάθημα και τους ζήτησα να με ακολουθήσουν στο γραφείο. Κλειστήκαμε στο μικρό
χὠρο των καθηγητών και, όπως καταλαβαίνετε, άρχισα να εξαπολύω δαιμόνια και αγγέλους τιμωρούς.
Εκείνη την ώρα μπήκε ένας συνάδελφος, που προφανώς, περίεργος από τις φωνές μου, θέλησε να δει τι συμβαίνει. Να σημειώσω σε αυτό το σημείο ότι αυτός ο συγκεκριμένος συνάδελφος ανήκε στην ομάδα των Tsipouristas. Έτσι ονομάζαμε κάτι μπέκρες που από τις 10-11 το πρωί, σε χώρο εργασίας και μάλιστα σχολείο, αρχίζανε τις σπονδές. Στις 12 δε μπορούσες να τον πλησιάσεις από τη μπόχα.
Του εξηγώ τι είχε συμβεί και η απάντησή του ήταν
«α σε αυτόν; Καλά του κάνουνε του π@στη».
Εκείνη τη στιγμή μου τράβηξε το χαλί κάτω από τα πόδια. Τα μάτσο τυπάκια πήρανε το μήνυμα ότι έχουν σύμμαχο και χαμογελούσαν και τα μουστάκια τους (που δεν είχαν). Δεν αποθαρρύνομαι και ανακοινώνω ότι κάνω χρήση του δικαιώματός μου να συγκαλέσω σύλλογο καθηγητών. Να ενημερώσω σε αυτό το σημείο ότι απαιτούσε πολύ θράσος να συγκαλέσει σύλλογο ένας αναπληρωτής. Να διακόψει την κανονική ροή των μαθημάτων και να ενεργοποιήσει μία διαδικασία που μόνο ο Διευθυντής τολμούσε.
Στο σύλλογο δέχομαι δριμύτατη κριτική γιατί απασχόλησα τη σχολική κοινότητα για «ένα τόσο ασήμαντο θέμα» που είναι προσωπικό μεταξύ των παιδιών και δε μπορούν ολόκληροι καθηγητάρες, επιστήμονες πράμα να ασχολούνται με τέτοιες βλακείες. Να σημειώσουμε επίσης ότι εκείνα τα ένδοξα χρόνια, των αρχών του αιώνα, δεν υπήρχε καν στο λεξιλόγιό μας ο όρος bullying ή σχολικός εκφοβισμός, επί το ελληνικότερον. Απάντησα ότι είμαι αποφασισμένος να το τραβήξω και θα ενημερώσω τη φυσική προϊστάμενη αρχή μας, τη ΔΙΔΕ. Κάντε τώρα λίγο εικόνα. Ο 30άρης και κάτι, ο τυχαίος, ο σήμερα είμαι αύριο δεν είμαι, ο χθεσινός, να απειλεί 50+άρηδες και 60άρηδες δεινόσαυρους, ότι θα τους κάνει ρόμπα στη διεύθυνση δευτεροβάθμιας.
Οι περισσότεροι συνάδελφοι γέλασαν με την απειρία και την αφέλειά μου και κάποιος με δικαιολόγησε με το ελαφρυντικό του νεαρού της ηλικίας. Μία φιλόλογος, η Μυρτώ, φεύγοντας μου είπε «Μιχάλη μου μην το παλεύεις, δεν θα βγάλεις άκρη. Και στη ΔΙΔΕ το πολύ να γελάσουν».
Είχα νικηθεί κατά κράτος.
Τα οράματά μου για μια συμπεριληπτική εκπαίδευση, για το σχολείο της ποικιλομορφίας και της διαφορετικότητας, είχαν γίνει χαρτοπόλεμος και στάχτες από τα τσιγάρα των tsipouristas.
Δεν είχε πληγωθεί ο εγωισμός μου. Είχε γελοιοποιηθεί η αγωνία μου να συνεχίσει αυτό το παιδί και ολοκληρώσει τις σπουδές του μέσα σε ένα ασφαλές περιβάλλον.
Μιλάμε για πράγματα στοιχειώδη.
Τότε πήρα την απόφαση να εμπλακώ σοβαρά με τον ακτιβισμό, γνωρίζοντας εκ των προτέρων το προσωπικό κόστος μιας τέτοιας απόφασης.
Όλα αυτά τα χρόνια αδυνατούσα να αφηγηθώ αυτή την ιστορία. Δεν είχα λόγια να εκφράσω το πόσο βιασμένος ένιωσα εγώ ο ίδιος. Πόσο ματαιωμενος και ανεπαρκής.
Σήμερα, 20 χρόνια μετά και όντας εγώ στην τότε ηλικία εκείνων των συναδέλφων, σήμερα, τώρα που μιλάμε, μπορώ να πανηγυρίζω για μια Νίκη.
Την οποία θα σας αφηγηθώ μια άλλη φορά.
Συνεχίζεται…