*Άρθρο του Γιάννη Καραγιάννη στον πρωινό λόγο Ιωαννίνων
Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για την έννοια του «γαστρονομικού εθνικισμού» (food nationalism), συνέπεια της πανδημίας. Ήδη, αρκετές χώρες της ΕΕ λαμβάνουν ιδιότυπα προστατευτικά μέτρα στις εισαγωγές και προωθούν την κατανάλωση της εγχώριας παραγωγής. Ευρωπαίοι αναλυτές εκτιμούν ότι η εν΄ λόγω καταναλωτική τάση θα αυξηθεί, ιδίως σε χώρες με διατροφική επάρκεια και ισχυρές ενώσεις καταναλωτών.
«Ζητώ τον πατριωτισμό των τροφίμων για τον αγροτικό πατριωτισμό» είπε πρόσφατα ο υπουργός Γεωργίας της Γαλλίας Didier Guillaume, προτρέποντας τους Γάλλους ν’ αγοράσουν ντόπιες φράουλες και ντομάτες, παρότι είναι πιο ακριβές. Στην Πολωνία εκδόθηκε black list με 15 ντόπιες μεταποιητικές μονάδες που αγόραζαν γάλα από άλλες χώρες. Ο επίτροπος Γεωργίας της ΕΕ Janusz Wojciechowski δεν έκρυψε τη δυσφορία του για τις 8 χώρες που δέσμευσαν 1,2 δις ευρώ ως κρατική ενίσχυση στους αγρότες τους, λόγω πανδημίας.
Ανεξάρτητα της καταναλωτικής του πορείας ο «γαστρονομικός εθνικισμός» δοκιμάζει την ενιαία αγορά, στη φάση μάλιστα υποβολής των εθνικών σχεδίων για τη νέα ΚΑΠ, ενισχύει τον ευρωσκεπτικισμό και προβληματίζει ιδιαίτερα χώρες που βρίσκονται σε διατροφική ομηρία, όπως η Ελλάδα.
Είναι γνωστό ότι η χώρα μας είναι ελλειμματική στα περισσότερα αγροτικά προϊόντα. Εισάγουμε το 70% του αγελαδινού γάλακτος, το 90% του βόειου κρέατος, το 70% του χοιρινού και το 30% των πουλερικών. Οι εισαγωγές αυτές ξεπερνούν τα 2,5 δις το χρόνο με ότι αυτό συνεπάγεται στο εμπορικό μας ισοζύγιο. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ την περίοδο 2015-2019 οι συνολικές εισαγωγές τροφίμων ανήλθαν στα 28 δις ευρώ, εκ ΄των οποίων τα 9,3 δηλαδή το 33%, αφορούσε τρόφιμα ζωικής προέλευσης (κρέας, γάλα, αυγά, τυριά, γαλακτοκομικά προϊόντα).
Η υφιστάμενη κατάσταση αναδεικνύει την ισχυρή εξάρτηση της χώρας από την εισαγωγή προϊόντων υψηλής διατροφικής αξίας, γεγονός που εκτός των άλλων, την καθιστά ευάλωτη σε περιόδους κρίσεων, όπως η σημερινή υγειονομική κρίση.
Δεν είναι της παρούσης η ανάλυση του αγροτικού ζητήματος στην Ελλάδα, αλλά κατά την άποψη μου, η πολιτική των επιδοτήσεων είχε αρνητικές συνέπειες στην αγροτική παραγωγή, γιατί οι αγρότες μας εγκατέλειψαν πολλές παραδοσιακές καλλιέργειες και στράφηκαν στα επιδοτούμενα προϊόντα.
Το 1961 η χώρας μας παρήγαγε 12.586 τόνους (τ) φακές, το 1981: 8.451 τ. και το 2011: 2.856 τ. Το ίδιο και στα ρεβίθια, 1961: 13.365 τ. 1981: 12.694 τ. και το 2011: 2.200 τ. Σήμερα εισάγουμε φασόλια από Κίνα, μαυρομάτικα από Περού και φακές από Καναδά. Το ίδιο και με το σουσάμι. Το 1961 παρήχθησαν 6.374 τόνοι, το 1981: 1.572 τ. και το 2011 μόλις 33.
Ίδια κατάσταση και με τους ξηρούς καρπούς, καθώς αμύγδαλα, φουντούκια, καρύδια και φιστίκια Αιγίνης, μείνανε εκτός επιδοτήσεων. Έτσι σήμερα έχουμε μεγάλες εισαγωγές από τρίτες χώρες, κυρίως από Αμερική, Γεωργία και Μολδαβία. Το ίδιο επαναλήφθηκε στην εγχώρια παραγωγή λεμονιών. Από τους 216.874 τόνους το 1981 πέσαμε κάτω από 70 χιλ. με τα εισαγόμενα να κατακλύζουν την αγορά.
Παρόμοια πολιτική ακολουθήθηκε και στα κτηνοτροφικά φυτά, όπως τριφύλλι, μπιζέλι, ρεβίθι, λούπινο, κλπ. Οι εισαγόμενες σήμερα ζωοτροφές αυξάνουν το κόστος παραγωγής και σε συνδυασμό με άλλα προβλήματα της κτηνοτροφίας υποθηκεύουν το μέλλον των ΠΟΠ και ΠΓΕ προϊόντων μας, όπως είναι η φέτα.
Ένας άλλος παράγοντας που επιτάχυνε τη διατροφική ομηρία της χώρας ήταν η διάλυση του συνεταιριστικού κινήματος και των μεγάλων συνεταιρισμών. Στην ΕΕ το 60% της αγροδιατροφής ελέγχεται από συνεργατικά σχήματα. Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι απογοητευτική. Καταγράφονται 800 ενεργοί συνεταιρισμοί. Από αυτούς λιγότεροι από 50 έχουν κύκλο εργασιών μεγαλύτερο των 5 εκ. ευρώ και λιγότεροι από 10 πάνω από 20 εκ. Παρατηρείται δε μεγάλη απροθυμία για συμμετοχή σε συλλογικά σχήματα κι αυτό επισημαίνεται στην έκθεση Πισσαρίδη για την αγροδιατροφή.
Δικαιολογημένη ασφαλώς απροθυμία και επιφυλακτικότητα γιατί φρόντισαν κάποιοι αγροτοπατέρες και «συνεταιριστές» ν’ αμαυρώσουν τις αρχές και τις αξίες του συνεργατισμού στη χώρα μας. Από τον Έβρο μέχρι την Κρήτη η πάλαι ποτέ ακμάζουσα συνεταιριστική βιομηχανία ρημάζει από την κακοδιαχείριση, τα χρέη και τα αμαρτωλά δάνεια της ΑΤΕ. Είναι χρέος της πολιτείας η αποκάλυψη αυτών των σκανδάλων και η αποκατάσταση της χαμένης τιμής του συνεργατισμού στη χώρα μας.
Το ερώτημα όμως σήμερα είναι αν μπορεί ο αγροτικός τομέας να ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις με τη χαμηλή παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα που τον διακρίνει. Πως θα βελτιωθούν αυτά τα δυο μεγέθη; Με ποιο τρόπο και μέσα θα επιτευχθεί η σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο της αξίας της γεωργικής παραγωγής και του γεωργικού εισοδήματος; Πως θα εισέλθει νέος κόσμος στο επάγγελμα όταν μόνο το 2019 έχουμε μείωση κατά 3,4% (2019) της απασχόλησης στον πρωτογενή τομέα και απώλεια 12.000 θέσεων εργασίας την περίοδο 2015-2019;
Οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες. Η αγροτική ανασυγκρότηση της χώρας πρέπει να προχωρήσει, όπως και η αλλαγή του αγροδιατροφικού της μοντέλου. Η διατροφική επάρκεια, η καινοτομία, η εξωστρέφεια, η προστασία των εθνικών προϊόντων είναι στόχοι εφικτοί αρκεί να υπάρξει όραμα, βούληση και στρατηγική. Η νέα ΚΑΠ 2021-2027 ύψους 19 δις με άξονες την ευρωπαϊκή πράσινη συμφωνία (από το αγρόκτημα στο πιάτο) και τη βιοποικιλότητα, παρόλες τις δεσμεύσεις και δυσκολίες ανοίγει δρόμους και προοπτικές.
Η μεταβατική περίοδος προσαρμογών 2021-22 με πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης ύψους 1,6 δις θα πρέπει να αξιοποιηθεί κατάλληλα για να στηριχθεί το εθνικό σχέδιο. Η συγκρότηση του όμως καθυστερεί με υποτονικό το δημόσιο διάλογο για το περιεχόμενο του. Ελάχιστες Περιφέρειες έχουν υποβάλει προτάσεις στο ΥπΑΑΤ, καθώς και Δήμοι σε αγροτικές και κτηνοτροφικές περιοχές.
Κλείνοντας να επισημάνω ότι μικρές χώρες όπως η Ελλάδα πρέπει να κατανοήσουν ότι το μέλλον βρίσκεται στην παραγωγή προϊόντων εντάσεως τεχνολογίας και όχι αποκλειστικά στη βασική πρωτογενή παραγωγή. Θετικά παραδείγματα η Ολλανδία, το Ισραήλ, η Ν. Ζηλανδία και η Δανία. Η Ολλανδία παράγει αγροτικά προϊόντα σε αξία 1.700 ευρώ το στρέμμα, το Ισραήλ 1.290 και η Ελλάδα μόλις 190 ευρώ.