Η βουλευτής Πέλλας κα Θεοδώρα Τζάκρη ως εισηγήτρια του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ κατά την συζήτηση επί της αρχής στην αρμόδια Επιτροπή του νομοσχέδιου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «Ταχεία πολιτική δίκη, προσαρμογή των διατάξεων της πολιτικής δικονομίας για την ψηφιοποίηση της πολιτικής δικαιοσύνης», είπε τα εξής:
Όσον αφορά την κατάσταση της δικαιοσύνης εν γένει αναφέρθηκε:
Α) στον πίνακα των αποτελεσμάτων για την χώρα μας στον τομέα της Δικαιοσύνης για το 2021 που παρουσίασε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με τον οποίο η Ελλάδα εξακολουθεί
Β) Στην εικόνα διάλυσης που εμφανίζει η δικαιοσύνη μέσα στην πανδημία αλλά και μετά το άνοιγμα των δικαστηρίων καθώς από την αρχή της πανδημίας και μέχρι σήμερα η Δικαιοσύνη υπολειτουργεί. Για πολλούς μήνες εκδικάζονταν μόνο επείγουσες υποθέσεις, και οι αξιώσεις και τα δικαιώματα των πολιτών τέθηκαν σε αναστολή. Επί δύο χρόνια, όμως, η Κυβέρνηση δεν έλαβε κανένα μέτρο ώστε η απονομή της δικαιοσύνης να γίνεται έγκαιρα και με ασφάλεια όπως σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Αλλά και μετά τις πανηγυρικές σας εξαγγελίες για άνοιγμα των δικαστηρίων, η κατάσταση εξακολουθεί να είναι τραγική. Το περίφημο άνοιγμα έγινε χωρίς ουσιαστικά μέτρα και ήταν παρεπόμενο του γενικότερου ανοίγματος των δημοσίων υπηρεσιών. Η κατάσταση αντί να βελτιωθεί επιδεινώθηκε.
«Οι καταθέσεις των δικογράφων γίνονται πότε με τον λήγοντα του γραμματίου προείσπραξης πότε με τον λήγοντα του αριθμού μητρώου· Η δικαιοσύνη, όμως, δεν είναι λαχείο κύριε Υπουργέ!», είπε χαρακτηριστικά η κα Τζάκρη.
Γ) Στην αδιαφορία της κυβέρνησης για τον κλάδοτων δικηγόρων καθώς, αν και πληττόμενος κλάδος
Δ) Στην συνέχεια η κ. Τζάκρη προέβη σε μια αποτίμηση του ισχύοντος νόμου 4335/2015 λέγονταςότι, «όπως προκύπτει μετά την πενταετή εφαρμογή του, επέφερε κάποιες βελτιώσεις ως προς τον χρόνο έκδοσης των αποφάσεων, ιδίως στα επαρχιακά πρωτοδικεία, ενώ στα πρωτοβάθμια δικαστήρια των μεγάλων αστικών κέντρων οι υποθέσεις στην τακτική διαδικασία προσδιορίζονται κατ’ ελάχιστον μετά από τρία χρόνια. Στην μικρή βελτίωση συνέβαλε η κατάργηση της δυνατότητας αναβολής στην τακτική διαδικασία, ενώ ο νόμος δημιούργησε προβλήματα τόσο σε σχέση με τον χρόνο των επιδόσεων όσο και λόγω του καταρχήν αποκλεισμού του εμμάρτυρου μέσου από την αποδεικτική διαδικασία και την υποκατάστασή του από τις ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες καταργούν στην πράξη την θεμελιώδη δικονομική αρχή της αμεσότητας των αποδείξεων. Που βέβαια και αυτή η αρχή, αυτονόητα, συμβάλει στην έκδοσή ορθότερων δικαστικών αποφάσεων».
«Βελτιώσεις λοιπόν του ισχύοντος Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας θα ήταν θεμιτές ειδικά αν συντελούσαν ουσιαστικά στην επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης. Άλλωστε, η πενταετία της εφαρμογής του νόμου είναι ικανός χρόνος για να προαχθεί ο επιστημονικός και νομολογιακός διάλογος, να επισημανθούν τυχόν δυσλειτουργίες και να προταθούν νομοτεχνικές βελτιώσεις προς όφελος τόσο των συλλειτουργών της δικαιοσύνης όσο και- κατά μείζονα λόγο- των πολιτών», είπε η κα Τζάκρη.
Ε) Ακολούθως, αναφέρθηκε στα καίρια σημεία του νομοσχεδίου που προκαλούν προβληματισμό. Πιο συγκεκριμένα:
Τέλος, επεσήμανε ότι η δίκη-πιλότος με την μορφή αυτή, με την οποία εγείρονται και ζητήματα ως προς την συμβατότητά της με το διάχυτο και παρεμπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, είναι μοναδικό εφεύρημα της κυβέρνησης της ΝΔ και εισάγεται από αυτήν για να εξυπηρετήσει σκοπούς άλλους, από αυτούς για τους οποίους την θέσπισε ο Γερμανός νομοθέτης, από την έννομη τάξη της οποίας ο θεσμός της πολιτικής δίκης αποτελεί «δάνειο». Ο Γερμανός νομοθέτης ουσιαστικά εισήγαγε ένα συλλογικό ένδικο βοήθημα ειδικά για θέματα ευθύνης ανωνύμων εταιρειών, χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και επενδυτικών οργανισμών και εταιρειών στο πεδίο της κεφαλαιαγοράς, με σκοπό να διευκολυνθούν όσοι ζημιώθηκαν από αντίστοιχες παρανομίες ή μεθοδεύσεις, στο να ευοδωθούν με δικαστικό τρόπο οι αξιώσεις αποζημιώσεως τους έναντι των υπευθύνων. Είναι χαρακτηριστικό ότι την αναγκαιότητα εισαγωγής του θεσμού επέβαλαν τα σκάνδαλα της TELECOM και της Daimler-Chrysler όπου μεγάλη μερίδα μικρομετόχων ζημιώθηκαν.
Επιπροσθέτως με τα άρθρα 24 και 25 μεταβάλλεται άρδην ο τρόπος άσκησης και συζήτησης της αγωγής στις μικροδιαφορές. Και στην περίπτωση αυτή, οι μαρτυρικές καταθέσεις περιορίζονται στο απολύτως αναγκαίο μέτρο.
Στην διάταξη του άρθρου 68 που προκαλεί πολλά ερωτηματικά για το ποιους και τι εξυπηρετεί. Η διάταξη προβλέπει ότι δεν θα απαιτείται απόφαση δικαστηρίου προκειμένου να μειωθεί η τιμή πρώτης προσφοράς μετά από δύο άγονους πλειστηριασμούς.Συγκεκριμένα, εφόσον υπάρξουν δύο άγονοι πλειστηριασμοί, ο τρίτος βγαίνει με τιμή πρώτης προσφοράς ίση με το 80% της αρχικώς ορισθείσας τιμής και ο τέταρτος με τιμή πρώτης προσφοράς ίση προς το 65% της αρχικώς ορισθείσας. Όλα τα ανωτέρω θα γίνονται αυτόματα, χωρίς να απαιτείται απόφαση Δικαστηρίου. Ωστόσο, εισάγοντας ένα αντικειμενικό κριτήριο προσαρμογής της τιμής πρώτης προσφοράς στις συνθήκες αγοράς, χωρίς την προσφυγή σε δικαστική κρίση μπορεί η αυτόματη αυτή μείωση να συμβάλει στη μερική αποσυμφόρηση των δικαστηρίων και να προστατεύει τον δανειστή, πλην όμως δεν παρέχεται στον οφειλέτη η απαιτούμενη προστασία, προκειμένου να προσβάλει τις τιμές μετά τον αρχικό πλειστηριασμό ενώπιον δικαστηρίου, ιδίως στις περιπτώσεις που στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα έχει επέλθει κάποια αλλαγή ως προς την αξία του ακινήτου.
Το άρθρο αυτό σε συνδυασμό με τον νέο Πτωχευτικό Νόμο, θα οδηγήσει πλειάδα κατοικιών και επιχειρήσεων σε πώληση σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές. Περιουσίες θα βγαίνουν στο σφυρί για λίγες χιλιάδες ευρώ.
Σε μία χρονική περίοδο, με τα περιστατικά έμφυλης βίας να βαίνουν διαρκώς αυξανόμενα και να συμβαίνει σχεδόν μια γυναικοκτονία κάθε μήνα, αντί η Κυβέρνηση να φέρει ρυθμίσεις που θα προστατεύουν τις γυναίκες και τα παιδιά, κάνει ακριβώς το αντίθετο. Η διάταξηαυτή έρχεται σε συνέχεια των αλλαγών στο οικογενειακό δίκαιο με την καθιέρωση της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας που ήδη τα προβλήματα έχουν αρχίσει να διαφαίνονται.
Εν κατακλείδι, η κα Τζάκρη είπε ότι η Κυβέρνηση, για μια ακόμη φορά, δεν νομοθετεί υπέρ των πολλών αλλά υπέρ συγκεκριμένων συμφερόντων των τραπεζών, των μεγαλοεργοδοτών και των Funds.
«Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας που εισηγείται η κυβέρνηση στρέφεται εναντίον της πλειοψηφίας των πολιτών που θέλουν να έχουν προστασία και δεν θα έχουν, καθώς με την εισαγωγή του η απονομή της δικαιοσύνης θα καταστεί δυσχερέστερη για αυτούς» κατέληξε η κα Τζάκρη.