Oι αποκαλύψεις που τις τελευταίες ημέρες κυριαρχούν στα μίντια για τον κατά συρροή βιαστή και γυναικοκτόνο Ρίτσαρντ Τσόκε έχουν σοκάρει τη Βολιβία: κυκλώματα διεφθαρμένων δικαστών και άλλων δημόσιων λειτουργών αποφυλακίζουν κακοποιητές, βιαστές και δολοφόνους, επιτρέποντάς τους να συνεχίζουν ανενόχλητοι την εγκληματική τους δράση.

Ο 32χρονος Τσόκε καταδικάστηκε το 2015 σε κάθειρξη 30 ετών για τη δολοφονία μιας 20χρονης. Τέσσερα χρόνια μετά, το 2019, αφέθηκε ελεύθερος αφού -εντός μόλις τριών ημερών κι ενώ έκανε τις διακοπές του- ο δικαστής Ραφαέλ Αλκόν διέταξε την αποφυλάκισή του με δικαιολογία μια υποτιθέμενη ανίατη νόσο στη βάση ενός πλαστού ιατρικού πιστοποιητικού.

Ελεύθερος πια, κατέφυγε στα κοινωνικά δίκτυα για να έρθει σε επαφή με δεκάδες γυναίκες μέσω αγγελιών που πρόσφεραν αμοιβή έναντι σεξουαλικών υπηρεσιών: «Αν θέλεις ένα έξτρα καλό εισόδημα στον ελεύθερο χρόνο σου, επικοινώνησε μαζί μου: η πληρωμή γίνεται με την ώρα, την ημέρα ή την εβδομάδα» έγραφε. Επειτα τους έκλεινε ραντεβού σε ξενοδοχεία όπου συχνά «φύτευε» και ναρκωτικά και εμφανιζόταν ως αστυνομικός εκβιάζοντάς τες για να τις βιάσει ή να τους αποσπάσει χρήματα.

Οταν συνελήφθη στα τέλη Ιανουαρίου, έπειτα από καταγγελίες μιας από τις γυναίκες που κακοποίησε, αποκαλύφθηκε ότι είχε βιάσει περισσότερες από 77 γυναίκες ενώ ομολόγησε και τη δολοφονία δύο εφήβων που οι Αρχές εντόπισαν θαμμένες στο σπίτι του στην πόλη Ελ Αλτο, μαζί με το πτώμα ενός 21χρονου άντρα.

Η αστυνομία βρήκε τα μηνύματα που έστελνε στις οικογένειες των δύο δολοφονημένων κοριτσιών. Η μία, η Λούσι, 17 ετών, ήταν αγνοούμενη από πέρσι τον Μάιο και ο Τσόκε επί εβδομάδες έστελνε μηνύματα στην οικογένειά της ζητώντας 70.000 δολάρια λύτρα. Τους έστειλε μάλιστα φωτογραφία με ακρωτηριασμένα πτώματα προειδοποιώντας πως αυτή θα ήταν η μοίρα της αν δεν πληρώσουν. Το ίδιο συνέβη και με τη δεύτερη έφηβη, Ιρις, 15 ετών, αγνοούμενη από τον Αύγουστο, στην οικογένεια της οποίας έστειλε φωτογραφίες με το κορίτσι δεμένο σε ένα κρεβάτι.

Η κυβέρνηση διέταξε τη σύλληψη του δικαστή Αλκόν, δύο συνεργατών του, όπως και των δικηγόρων του δολοφόνου, ο οποίος μάλιστα δήλωσε πως με τη μεσολάβησή τους η αποφυλάκιση τού στοίχισε απλά «3.500 δολάρια και ένα μπουκάλι ουίσκι». Στην υπόθεση εμπλέκονται και άλλοι 6 δημόσιοι λειτουργοί, ενώ διερευνάται η ύπαρξη δικτύου δικαστών και διοικητικών υπαλλήλων που έχουν απελευθερώσει περισσότερους από δέκα δολοφόνους γυναικών. Ανάμεσά τους και τον συνεργό του Τσόκε στη δολοφονία της 20χρονης για την οποία και αυτός είχε καταδικαστεί το 2015 σε κάθειρξη 30 ετών, αλλά ήταν επίσης ελεύθερος, και τώρα συνελήφθη ξανά.

Η Μερσέδες Κορτές του Ιδρύματος Ελεύθερες Φωνές έκανε λόγο για συστημική «ατιμωρησία ακόμη και των καταδικασμένων», θυμίζοντας κι άλλες ακραίες περιπτώσεις κακοποιητών και δολοφόνων που αποφυλακίστηκαν παράτυπα και συνέχισαν την εγκληματική τους δράση. Οπως έγινε με άντρα που συνελήφθη το 2009 για τη δολοφονία της γυναίκας του, αλλά με νομικά τεχνάσματα αφέθηκε ελεύθερος και δέκα χρόνια μετά επιτέθηκε με οξύ στη σύντροφό του και την κόρη της. Ή με άλλον που είχε καταδικαστεί για απόπειρα ανθρωποκτονίας αφού βασάνισε τη σύντροφό του και την έθαψε σε λάκκο, αλλά λίγο μετά αφέθηκε ελεύθερος και επιχείρησε ξανά να σκοτώσει τη νεαρή γυναίκα.

«Ακόμη ένα τραγικό δείγμα τού πώς η Δικαιοσύνη τείνει να επιτρέπει σε δολοφόνους γυναικών να βγαίνουν σύντομα από τη φυλακή, σαν να θεωρεί ότι αυτά είναι ασήμαντα εγκλήματα», σχολίασε η φεμινίστρια Μαρία Γκαλίντο της οργάνωσης Creando (Δημιουργώντας), μία από τις χιλιάδες γυναίκες που την περασμένη εβδομάδα έκαναν πορεία από το Ελ Αλτο στην πρωτεύουσα Λα Πας, διαδηλώνοντας μπροστά στο Δικαστικό Μέγαρο αλλά και το υπουργείο Δικαιοσύνης.

«Μας σκοτώνουν, μας σκοτώνουν σαν να είμαστε ζώα. Μέρα με τη μέρα σκοτώνουν όλο και περισσότερες γυναίκες και η βία κανονικοποιείται» έλεγε η 27χρονη φοιτήτρια Μπερσεμπά Σαρσούσι, αδελφή θύματος σεξουαλικής βίας. «Από τις 29 Ιανουαρίου του 2020 που με βίασαν ώς σήμερα δεν έχω βρει δικαιοσύνη», δήλωνε η 29χρονη δημοσιογράφος Κάρεν Μεντόσα, τονίζοντας πως οι καταγγελίες γι’ αυτά τα εγκλήματα συνιστούν τις μισές από το σύνολο των καταγγελιών που γίνονται στην αστυνομία.

Σύμφωνα με επίσημες στατιστικές, το 50% των ανύπαντρων και το 74,7% των παντρεμένων γυναικών έχουν γνωρίσει τη βία από νυν ή πρώην συντρόφους τους, ποσοστό που στις αγροτικές περιοχές φτάνει το 82,5%. Μόνο πέρσι διαπράχθηκαν 108 γυναικοκτονίες, με τις περισσότερες να σημειώνονται στην πρωτεύουσα Λα Πας. Από τα θύματα, 44 ήταν 21-30 ετών και 24 γυναίκες ήταν 31-40. Με βασική αιτία θανάτου τους τον στραγγαλισμό, ακολουθούμενη από χτυπήματα και τραύματα, μαχαίρια, πυροβόλα όπλα και δηλητηρίαση.

Το σκάνδαλο ξέσπασε ενώ η κυβέρνηση έχει κηρύξει το 2022 ως Ετος της Πολιτιστικής Επανάστασης για την «αποπατριαρχικοποίηση», με στόχο να αντιμετωπιστεί η δομική βία κατά των γυναικών στη χώρα. Κάποιοι μάλιστα έφτασαν να προτείνουν την επαναφορά της θανατικής ποινής γι’ αυτά τα εγκλήματα. Ενώ, μετά τις μαζικές κινητοποιήσεις και απαντώντας στα αιτήματα των φεμινιστικών οργανώσεων, ο πρόεδρος Λουίς Αρσε ανακοίνωσε τη δημιουργία μιας Ειδικής Επιτροπής Ερευνας που θα επανεξετάσει όλες τις υποθέσεις βιαστών και γυναικοκτόνων που καταδικάστηκαν από το 2013 και απελευθερώθηκαν.

Τα πορίσματα αναμένονται εντός το πολύ τεσσάρων μηνών και θα αποτελέσουν τη βάση για αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου.