Η ελληνική κυβέρνηση επιλέγει να μην εμπλακεί σε καθημερινές φραστικές αντιπαραθέσεις με την Αγκυρα αλλά να αξιοποιήσει τις διεθνείς συμμαχίες – Η κομβικής σημασίας συνάντηση Μητσοτάκη – Σολτς, ενώ η Αθήνα επενδύει στις συνόδους κορυφής ΕΕ και ΝΑΤΟ
Σε βασική παράμετρο ανησυχίας και μείζονα πολιτική προτεραιότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη για την προσεχή περίοδο αναδεικνύεται η ένταση που καλλιεργείται στο Αιγαίο από τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και την τουρκική πολιτική τάξη εν συνόλω.
Η κλιμάκωση της επιθετικότητας της Αγκυρας, η πυκνότητα των υπερπτήσεων και κυρίως η αναβάθμιση των διεκδικήσεων μέσω της αμφισβήτησης της κυριαρχίας ελληνικών νησιών παρακολουθείται με ιδιαίτερη προσοχή στο Μέγαρο Μαξίμου. Και με βάση τα όσα σημειώνουν συνομιλητές του πρωθυπουργού, αντιμετωπίζεται ως μια νέα παράμετρος στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Οπως διαμηνύεται από το περιβάλλον του κ. Μητσοτάκη, αυτή τη στιγμή είναι δύσκολο να εκτιμήσει και να προβλέψει κανείς μέχρι ποίου σημείου μπορεί να φτάσει η τουρκική προκλητικότητα. «Το ρίσκο είναι μεγάλο και εν μέσω πολέμου στην Ουκρανία κανένας δεν θέλει άλλη μία εστία κρίσης» υπογραμμίζεται, όμως επισημαίνεται και ότι «οφείλει κανείς να είναι έτοιμος για όλα».
Η ελληνική κυβέρνηση έχει επιλέξει να μην εμπλακεί σε καθημερινές φραστικές αντιπαραθέσεις με τον τούρκο πρόεδρο και την πολιτική τάξη της Αγκυρας. Ενδεικτική είναι και η αποστροφή του Κυριάκου Μητσοτάκη κατά την ομιλία του στο συνέδριο της ΟΝΝΕΔ, όπου ανέφερε ότι «δεν ανοίγουμε διάλογο με το παράνομο, το ανιστόρητο και το παράλογο».
Ωστόσο, παράλληλα διαμηνύει ότι λειτουργεί υπό συνθήκες αυξημένης εγρήγορσης και επιδιώκει να αξιοποιήσει με κάθε τρόπο τις διεθνείς συμμαχίες της χώρας, να εντείνει τις προσπάθειες διεθνοποίησης του ζητήματος και να υπενθυμίζει προς πάσα κατεύθυνση την αναβάθμιση της επιχειρησιακής ετοιμότητας της Ελλάδας, μέσω του εκσυγχρονισμού των εξοπλισμών.
Τι επιδιώκει ο Ερντογάν
Η παράμετρος που επισημαίνεται από έμπειρα πολιτικά στελέχη, μεταξύ των οποίων ο Ευάγγελος Βενιζέλος και η Ντόρα Μπακογιάννη, είναι ότι η τουρκική επιθετικότητα έναντι της Ελλάδας σε αυτή τη συγκυρία εντάσσεται σε ένα ευρύτερο και συνολικότερο πλέγμα επιδιώξεων, το οποίο περιλαμβάνει πολλά στοιχεία: από τις αντιρρήσεις για την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ έως την προμήθεια των F-35 και των F-16 και την επιδίωξη του τούρκου προέδρου να οργανώσει μια νέα επιχείρηση εναντίον των Κούρδων στη Συρία.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η κυρίαρχη πηγή προβληματισμού για την ελληνική κυβέρνηση είναι το επόμενο στάδιο της έντασης που εκδηλώνεται. Στο Μέγαρο Μαξίμου αποφεύγονται οι εκτιμήσεις και οι προβλέψεις. Ωστόσο την ίδια στιγμή πολιτικοί παράγοντες με εμπειρία στον χειρισμό των ελληνοτουρκικών, όπως ο κ. Βενιζέλος, επισημαίνουν: «Το ερώτημα κατά βάθος είναι αν θα οργανωθεί ένας διάλογος, στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου πάντα και της διεθνούς έννομης τάξης και του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, πριν από ένα θερμό επεισόδιο ή μετά από ένα θερμό επεισόδιο».
Η συνάντηση με τον Σολτς
Εν αναμονή των επόμενων κινήσεων της τουρκικής πολιτικής και στρατιωτικής τάξης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην προσπάθεια καλλιέργειας ενός ευνοϊκού διεθνούς περιβάλλοντος για τη χώρα.
Στον απόηχο των όσων ανέφερε ενώπιον του αμερικανικού Κογκρέσου και έπειτα από την επιβεβαίωση της γαλλικής στήριξης, κομβικό σημείο θεωρείται η συνάντηση του πρωθυπουργού με τον καγκελάριο της Γερμανίας Ολαφ Σολτς, στο περιθώριο της Συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις αρχές της προηγούμενης εβδομάδας. Η αλλαγή της τακτικής ίσων αποστάσεων από το Βερολίνο έπειτα από την επίδειξη του τουρκικού χάρτη της «Γαλάζιας Πατρίδας» ανέδειξε εν πολλοίς και την αλλαγή του γεωπολιτικού περιβάλλοντος, την οποία επιχειρεί να αξιοποιήσει η ελληνική κυβέρνηση.
Η κυρίαρχη εκτίμηση έπειτα από τη συνάντηση Μητσοτάκη – Σολτς είναι ότι στη νέα συγκυρία η Γερμανία βρίσκεται υπό μεγάλη πίεση στο πλαίσιο της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, είτε από τους «ανατολικούς» της Συμμαχίας είτε από τις ίδιες τις ΗΠΑ, και ότι υπό αυτήν την έννοια οι στρατηγικές της επιλογές των προηγούμενων δεκαετιών έναντι της Ρωσίας ή/και της Τουρκίας αποτελούν πεδίο ευρύτερου προβληματισμού.
Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, κατά τη συνάντησή του με τον πρωθυπουργό ο γερμανός καγκελάριος παρακολούθησε με ιδιαίτερη προσοχή τους χάρτες που του παρουσίασε ο Κυριάκος Μητσοτάκης και έδειξε να κατανοεί ότι με αυτούς τους όρους δεν νοείται η τήρηση ίσων αποστάσεων από την κυβέρνηση του Βερολίνου. Στην Αθήνα ωστόσο δεν αναμένεται σε αυτή τη φάση θεαματική μεταστροφή της γερμανικής πολιτικής, δίχως να αποκλείεται όμως μια μεγαλύτερη προσοχή στις δημόσιες τοποθετήσεις σε ό,τι αφορά τα ελληνοτουρκικά.
Οι σύνοδοι κορυφής ΕΕ και ΝΑΤΟ
Υπό αυτό το πρίσμα, τα επόμενα βήματα στα οποία φαίνεται ότι θα επενδύσει πολιτικά ο πρωθυπουργός είναι οι διαδοχικές σύνοδοι κορυφής της ΕΕ στις Βρυξέλλες και του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη, στο τέλος του μηνός. Εκεί αναμένεται να διαφανούν οι προθέσεις των ευρωπαίων εταίρων, των συμμάχων, αλλά και του Ταγίπ Ερντογάν. Ιδιαίτερες προσδοκίες για ανατροπές και απομόνωση της Τουρκίας δεν καλλιεργούνται, όμως η προετοιμασία στο επιτελείο του πρωθυπουργού είναι εντατική εν όψει αυτών.
Θα έχει προηγηθεί η Σύνοδος Κορυφής της Διαδικασίας Συνεργασίας ΕΕ – ΝΑ Ευρώπης (SEECP) στις 10 Ιουνίου στη Θεσσαλονίκη. Υπό κανονικές συνθήκες σε αυτήν θα συμμετείχε και ο πρόεδρος της Τουρκίας. Παρών πάντως στο δείπνο που θα παραθέσει ο κ. Μητσοτάκης στους ηγέτες των έξι κρατών των Δυτικών Βαλκανίων αναμένεται να είναι ο καγκελάριος Σολτς, που θα βρίσκεται σε περιοδεία στη Βαλκανική. Θα προηγηθεί, δύο ημέρες νωρίτερα, στις 9 Ιουνίου, η επίσκεψη στην Αθήνα της γερμανίδας υπουργού Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ. Ακολούθως, η κυρία Μπέρμποκ θα επισκεφθεί την Αγκυρα.
Η επίδραση της ελληνοτουρκικής έντασης στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο οδήγησε σε αναζητήσεις ερμηνειών για τη δημόσια παρέμβαση του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή στο Μέγαρο Μουσικής την προηγούμενη Τετάρτη, σε μία ομιλία με θέμα «Ελλάδα και Ευρώπη στη δίνη μεγάλων αλλαγών».
Η ομιλία δεν περιελάμβανε αιχμές κατά της κυβέρνησης, ωστόσο ορισμένοι στάθηκαν ιδιαίτερα σε συγκεκριμένες επισημάνσεις. Μεταξύ άλλων υπογράμμισε: «Η άποψη ότι για την ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις υπάρχει αμοιβαία ευθύνη, ότι η ελληνική στάση ρέπει στον μαξιμαλισμό, ότι πρέπει να επιδείξουμε μεγαλύτερη ευελιξία και συμβιβαστική διάθεση, ότι δεν μπορούμε να αρνούμαστε τη διεύρυνση της ατζέντας των προς επίλυση θεμάτων που κατά το δοκούν φορτώνει ολοένα η Τουρκία, είναι εσφαλμένη. Εσφαλμένη διότι διαβάζει λάθος την Τουρκία. Γιατί στηρίζεται σε λάθος δεδομένα και οδηγεί σε ψευδαισθήσεις. Κυρίως στην ψευδαίσθηση ότι αρκεί να δείξουμε κάποια υποχωρητικότητα και όλα θα διευθετηθούν προς όφελος όλων». Προσέθεσε δε αμέσως μετά: «Δεν αμφισβητώ την ειλικρίνεια προθέσεων και τον πατριωτισμό κανενός. Σέβομαι τις αντιλήψεις όλων. Θέλω όμως να υπογραμμίσω ότι η υιοθέτηση μιας τέτοιας συμπεριφοράς θα οδηγούσε σε σοβαρές, ίσως και μοιραίες βλάβες στα εθνικά συμφέροντα και θα αποθράσυνε ακόμα περισσότερο την άλλη πλευρά».
Ο πρώην πρωθυπουργός ανέφερε επιπλέον ότι «η στάση αυτή, της σταθερής γραμμής υπεράσπισης και προβολής των εθνικών θέσεων, χαρακτηρίζεται ενίοτε επικριτικά ως λογική της ακινησίας. Αν όμως η δήθεν κινητικότητα, δηλαδή η μετακίνηση από πάγιες εθνικές θέσεις, οδηγεί σε αντιλήψεις συμβιβασμού με τις μονομερείς και διαχρονικά αυξανόμενες τουρκικές αξιώσεις, το επιχείρημα είναι και έωλο και επικίνδυνο» και υπογράμμισε: «Με εκπτώσεις σε θέματα εθνικής κυριαρχίας δεν εξαγοράζεται η ειρήνη. Το αντίθετο. Οι εκπτώσεις τέτοιου είδους απλώς μεγαλώνουν τη βουλιμία και εντείνουν τις ηγεμονικές επιδιώξεις και τον επεκτατισμό των γειτόνων».
Οχι στη συζήτηση της συνεκμετάλλευσης
Επιπροσθέτως, απέρριψε τη συζήτηση περί συνεκμετάλλευσης στο Αιγαίο, σημειώνοντας ότι αυτή «δεν είναι νοητή εάν προηγουμένως δεν έχει επακριβώς οριοθετηθεί το τι ανήκει στην κάθε πλευρά σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο» και ότι «στηρίζεται στην παραδοχή ότι η αξιοποίηση του τυχόν υφιστάμενου ορυκτού πλούτου είναι το βασικό κίνητρο της συμπεριφοράς της Τουρκίας». Κατά τον πρώην πρωθυπουργό, «η συνολική συμπεριφορά της Τουρκίας, η ρητορική της και η συνεχής κλιμάκωση των προκλήσεων, η αμφισβήτηση του Διεθνούς Δικαίου και των διεθνών συνθηκών, το ίδιο το ιδεολόγημα περί “Γαλάζιας Πατρίδας” καταδεικνύει ότι η πραγματική της στόχευση είναι η ανατροπή προς όφελός της του status quo στην περιοχή και η επιβολή καθεστώτος ηγεμονίας της».
Οι ερμηνείες της ομιλίας ήταν, ως συνήθως, πολλές. Κύκλοι της αντιπολίτευσης είδαν την «επιστροφή» του Καραμανλή. Αλλοι πολιτικοί παρατηρητές διέκριναν την πρόθεση του πρώην πρωθυπουργού να εκφράσει τη συντηρητική πτέρυγα της ΝΔ. Υπήρξαν όμως και εκείνοι οι οποίοι προφήτευσαν την πρόθεσή του να εγγράψει πολιτικές υποθήκες μιας υποψηφιότητας για την Προεδρία της Δημοκρατίας.