O ελληνοτουρκικός διάλογος και η κυβέρνηση Μητσοτάκη

Σε τέσσερεις μέρες έρχεται για επίσημη επίσκεψη ο Ερντογάν στην Αθήνα. Είμαι σταθερά οπαδός του διαλόγου με τις χώρες που έχουμε διαφορές και εντάσεις. Ο διάλογος με τους αυθεντικούς φίλους είναι αυτονόητος, με χώρες όπως η Τουρκία πρέπει να τις επιδιώκουμε προσεκτικά. Η επίσκεψη αυτή ασφαλώς θα αξιολογηθεί από τα αποτελέσματά της. Αλλά οφείλω να κάνω ορισμένες διευκρινίσεις και αποσαφηνίσεις εκ των προτέρων και να απαντήσω στα εξής ερωτήματα: Πρώτον έρχεται ο Ερντογάν την σωστή στιγμή ή όχι ως επεσήμαναν οι παλιοί πρόεδροι της ΝΔ και πρώην πρωθυπουργοί της χώρας, Α. Σαμαράς και Κ. Καραμανλής; Δεύτερο, η ατζέντα της συζήτησης είναι αυτή που οφείλει να είναι; Ή υπάρχουν σε αυτήν σκιές, και τρίτον, η προετοιμασία είναι αυτή που έπρεπε να είναι;

Η στιγμή της επίσκεψης

Καταρχάς, α) η ΝΔ οφείλει να κάνει αυτοκριτική για τις αθλιότητες που έπραξε και λάλησε κατά την επίσκεψη του Ερντογάν στην Αθήνα επί κυβέρνησης Τσίπρα. Μια δύσκολη επίσκεψη που αντιμετωπίστηκε ορθολογικά και με μια εξαιρετική ομιλία, του τότε πρωθυπουργού με την οποία απαντήθηκαν όλες οι αιτιάσεις της τουρκικής πλευράς.

Β) Η ζωή απέδειξε ότι για την χώρα δεν είναι αποτελεσματική η επιλογή του να μην μιλά η Αθήνα με την Άγκυρα και ακόμα λιγότερο να δίνει η κυβέρνηση του Μητσοτάκη υποσχέσεις στην Τουρκία άνευ αντικρίσματος. Η αντιμετώπιση της Τουρκίας δεν μπορεί να είναι πεδίο επικοινωνιακής πολιτικής και αποπροσανατολιστικής προπαγάνδας στα εθνικά θέματα. Να θυμίσω πόσες φορές μου επιτέθηκε ο Μητσοτάκης προσωπικά λέγοντας υποκριτικά ότι εκείνος θα έβαζε το ένα ή το άλλο βέτο που ποτέ δεν έκανε; Εμείς δεν αφήσαμε ποτέ τον διάλογο, ενώ ήμασταν σαφείς και κατηγορηματικοί στην υπεράσπιση των δικαίων της πατρίδας και για αυτό δεν είχαμε τα επεισόδια που είχε συνεχώς ολόκληρη την πρώτη τετραετία η κυβέρνηση της ΝΔ.

Γ) Η κυβέρνηση με την πρόσκληση στον Ερντογάν αυτή τη στιγμή έχει δημιουργήσει ένα διττό πρόβλημα. Το πρώτο αφορά την προπαγάνδα της σύμφωνα με την οποία «Η Τουρκία ήταν από το 2019 μέχρι και τα μέσα του 2023» διεθνώς απομονωμένη, ιδιαίτερα ως προς την Δύση. Η αλήθεια ήταν ότι κάθε άλλο παρά συνέβαινε κάτι τέτοιο. Σημάδια απομόνωσης στην Δύση άρχισε να δείχνει η Τουρκία με τις επιθέσεις που κάνει ενάντια στο Ισραήλ, με την στήριξη που δίνει στην Χαμάς και σε τρομοκρατικές οργανώσεις στην Συρία και στο Ιράκ, με τις φυλακίσεις χιλιάδων Κούρδων, ακόμα και νομίμως εκλεγμένων, καθώς και τους βομβαρδισμούς κουρδικών πληθυσμών σε αναντιστοιχία με όσα λέει για την Μέση Ανατολή. Δηλαδή, η κυβέρνηση καμάρωνε για την απομονωμένη Τουρκία όταν δεν ήταν, και όταν πράγματι άρχισε να γίνεται, την προσκάλεσε στην Αθήνα. Αυτό από μόνο του δεν είναι αρνητικό, αλλά σίγουρο προβληματικό.

Ο Ερντογάν έρχεται στην Ελλάδα όταν έχει ανοίξει πολλαπλά μέτωπα με χώρες που θέλουμε να έχουμε σχέσεις. Σημειώνω δε, ότι η ελληνική κυβέρνηση εγκατέλειψε τις τριμερείς που είχαμε η Κύπρος και η Ελλάδα με αραβικές χώρες, ιδιαίτερα με την Παλαιστίνη και την Λιβύη. Με αυτό τον τρόπο κατάφερε αντί να είναι μια δύναμη διαμεσολάβησης και διαπραγμάτευσης στην περιοχή, όπως κάναμε εμείς, να γίνει τμήμα του προβλήματος στα μάτια του αραβικού κόσμου και, ταυτόχρονα να δίνει διέξοδο στον υβριστή της άλλης πλευράς. Όπως στα Βαλκάνια, έτσι και στην Ανατολική Μεσόγειο υπονομεύει, έστω και άθελά της, εξαιτίας των επιλογών της, τις κατακτήσεις της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής.

Δεύτερον: Η ατζέντα  

Η κυβέρνηση της ΝΔ με τον τρόπο και τη μέθοδο που ανέλαβε να συνομιλεί και να διαπραγματεύεται, δηλαδή, φοβικά, προβληματικά και με αδιαφάνεια καθώς και με δηλώσεις εκ των προτέρων υποχώρησης, συνέβαλε καθοριστικά  στο να αυξηθεί η ατζέντα των διεκδικήσεων της Τουρκίας τα τελευταία έτη. Σήμερα οι διεκδικήσεις της Τουρκίας αφορούν έναν πολύ ευρύτερο θεματολόγιο από εκείνο που υπήρχε προηγούμενα, ενώ οι παλιές αποσπασματικές κορώνες της Άγκυρας έχουν μετατραπεί σε σταθερά σχέδια σε βάρος της χώρας με σαφή προγραμματική αποκρυστάλλωση που έχει πάρει την μορφή αφηγήματος και προωθείται σταθερά (από το “turkaegean” μέχρι την Ζουράφα).

Η κυβέρνηση είχε κάνει μια μεγάλη καμπάνια αυτοεπιβράβευσης για τις διερευνητικές με την Τουρκία. Κάτι που γινόταν για τρεις δεκαετίες. Η προπαγανδιστική μηχανή της ΝΔ τις παρουσίασε ως την μέγιστη επιτυχία της, λες και ήταν δική της ανακάλυψη. Το πρόβλημά της στην πραγματικότητα ήταν ότι οι διερευνητικές έχουν ότι την ενοχλούσε το γεγονός ότι οι διερευνητικές έχουν μια δεσμευτική ατζέντα την οποία επίμονα η Τουρκία προσπάθησε να παρακάμψει, αλλά δεν βρήκε ανταπόκριση από καμιά ελληνική κυβέρνηση, πλην της ΝΔ. Η ΝΔ ανακάλυψε μια νέα πατέντα: τις εγκατέλειψε σιωπηρά και συμφώνησε σε ένα άλλο «ευρύτερο πλαίσιο» έτσι όπως το επιθυμούσε η Άγκυρα.

Η κυβέρνηση ανήγγειλε ότι διαπραγματεύεται Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) και την προώθηση μιας θετικής ατζέντας σε ζητήματα σχετικά χαμηλής στρατηγικής σημασίας. Και τα δύο είναι καλό να γίνονται. Αλλά δεν πρόκειται για κάτι καινούργιο ή πρωτότυπο. Τα ΜΟΕ, στρατιωτικά και πολιτικά, έχουν προωθηθεί εδώ και δεκαετίες, από την εποχή της συμφωνίας Παπούλια – Γιλμάζ. Όσο για την θετική ατζέντα, αυτή ως όρος και πολιτική συγκροτήθηκε και προωθήθηκε επί κυβέρνησης Τσίπρα. Την οποία εξύβρισαν οι της ΝΔ. Αλλά και μερικά «αριστερά» στηρίγματά της τα οποία προκειμένου να βοηθήσουν την ΝΔ να υλοποιήσει αυτό που θα ονοματίσω αμέσως μετά, υβρίζουν την πολιτική που ακολουθήσαμε για τα ελληνοτουρκικά στο διάστημα 2015-2018 και στο Κυπριακό. Αυτή η αρρώστια στην Ελλάδα είναι γνωστή: καταδίκη του ελληνικού πατριωτισμού και δικαιολόγηση του τουρκικού υπερεθνικισμού-σοβινισμού.

Το καινούργιο που φέρνει στις ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν είναι ούτε τα ΜΟΕ, ούτε η θετική ατζέντα. Είναι η εγκατάλειψη των διερευνητικών με την δεσμευτικά περιορισμένη θεματολογία της και η διαμόρφωση ενός «ευρέως» πλαισίου συζητήσεων με την Τουρκία που να αφορά το σύνολο των κατά την Τουρκία ελληνοτουρκικών διαφορών. Η ίδια, βέβαια, μαζί με τους συμμάχους της ονοματίζει κάθε απόρριψη και αντίσταση στις υποχωρήσεις της ως εθνικισμό.

Τρίτο, η προετοιμασία

Η κυβέρνηση δεν κάνει επαρκή προετοιμασία στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Το ίδιο το υπουργείο των Εξωτερικών δυσλειτουργεί. Δεν υπάρχουν οδηγίες προς τις πρεσβείες. Οι διευθύνσεις δεν έχουν κατευθύνσεις. Προσωπικές εμμονές και επιλογές προτάσσονται των αναγκών της χώρας. Σπουδαίοι διπλωμάτες τίθενται στο περιθώριο ενώ πρυτανεύει το κριτήριο «της κουμπαριάς», και σε αυτό, δυστυχώς, κυριολεκτώ. Η ηγεσία του δεν λειτουργεί συλλογικά. Το αποτέλεσμα είναι η όποια προετοιμασία να περιορίζεται στις διαπροσωπικές σχέσεις με τους τρίτους και ο υπουργός να είναι μόνο κατά το όνομα υπουργός. Ένα δε από τα χειρότερα ζητήματα είναι ότι αυτή η ηγεσία θεωρεί το Κυπριακό βάρος και όχι θεμελιακό εθνικό ζήτημα συνδεδεμένο άμεσα και με τις εξελίξεις και τις προοπτικές στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Τέλος, είναι άμεσα αναγκαίο να συνεργαστούν οι δημοκρατικές-προοδευτικές δυνάμεις για ένα πατριωτικό σχέδιο αντιμετώπισης και θετικής προώθησης χωρίς υποχωρήσεις και επιπολαιότητες των ελληνοτουρκικών σχεδίων.