Η Κυβέρνηση Μητσοτάκη, που αυτοπροσδιορίζεται ως άκρως μεταρρυθμιστική και αποτελεσματική, στους 52 μήνες διακυβέρνησης, με τα νομοθετήματά της, υποτίθεται ότι έχει αναμορφώσει – μεταρρυθμίσει – εξορθολογήσει πέντε φόρες το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας.

Για να μην είμαστε άδικοι, κάποιες από τις διατάξεις των 5 νομοθετημάτων της κινούνται σε θετική κατεύθυνση. Μάλιστα, ενσωματώνουν κάποιες από τις προτάσεις του ΠΑΣΟΚ, που η Κυβέρνηση βαφτίζει τώρα ως μέτρα με κοινωνικό πρόσημο, ενώ την ώρα που της καταθέταμε στη Βουλή ως τροπολογίες τις αγνοούσε, μιλώντας απαξιωτικά για «λεφτόδεντρα».

Ωστόσο, αν κάτι μαρτυρούν οι νομοθετικές παρεμβάσεις της Κυβέρνησης, είναι η απροθυμία ή/και αδυναμία της να παρέμβει και να διορθώσει τις σοβαρές στρεβλώσεις του ασφαλιστικού συστήματος. Προβλήματα και στρεβλώσεις που επήλθαν με τους μνημονιακούς νόμους, ιδιαίτερα όμως με τον τελευταίο νόμο της Κυβέρνησης  ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, το νόμο 4387/2016, τον επονομαζόμενο  ως νόμο Κατρούγκαλου. Νόμου για το οποίο η ΝΔ προεκλογικά και πριν γίνει Κυβέρνηση είχε δεσμευτεί ότι θα καταργήσει, αλλά τον υιοθέτησε απολύτως, ενώ με τις νομοθετικές της παρεμβάσεις δημιούργησε και νέες ανισότητες.

Τεσσερισήμισι χρόνια που βρίσκεται στο «πηδάλιο» της εξουσίας, από την ατζέντα της ΝΔ, αν αφαιρεθούν οι καθυστερημένες πρωτοβουλίες με επικοινωνιακές στοχεύσεις, απουσιάζουν πολλά.

Απουσιάζει η αναγκαία ρύθμιση για τη διασφάλιση ενός ελάχιστου εισοδήματος με την θεσμοθέτηση ενός νέου ΕΚΑΣ. Το ΠΑΣΟΚ ως Κυβέρνηση την περίοδο 2009-2012, την περίοδο της μεγάλης καταιγίδας, παρά τις έντονες πιέσεις της τρόικα, όχι μόνο διατήρησε το ΕΚΑΣ, αλλά το διεύρυνε σε 60.000 επιπλέον συνταξιούχους. Και αυτό γιατί πιστεύαμε και πιστεύουμε ότι η διασφάλιση ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για τα άτομα της 3ης ηλικίας και τους συνταξιούχους λόγω αναπηρίας και θανάτου, αποτελεί υποχρέωση της Πολιτείας. Έτσι ενισχύεται το κοινωνικό κράτος και μειώνεται ο κίνδυνος της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Και όχι με τα διάφορα εφάπαξ επιδόματα των 100 και 200 ευρώ.

Απουσιάζει η κατάργηση της προσωπικής διαφοράς.

Απουσιάζουν οι αναγκαίες ρυθμίσεις για την άρση των αδικιών στις συντάξεις χηρείας και αναπηρίας που επέβαλλε ο νόμος Κατρούγκαλου και διατήρησε η ΝΔ.

Απουσιάζει η δυνατότητα συνταξιοδότησης χωρίς όριο ηλικίας με τη συμπλήρωση 40 ετών υποχρεωτικής ασφάλισης.

Απουσιάζει η αντίστοιχη με την ετήσια αύξηση των κύριων συντάξεων αύξηση των οικονομικών επιδομάτων του ΟΠΕΚΑ για τους δικαιούχους με αναπηρία.

Απουσιάζει η ρύθμιση ένταξης των υγειονομικών στα ΒΑΕ. Και τούτο παρά το γεγονός ότι η θετική εισήγηση της Επιτροπής Μπεχράκη – που σύστησε η ίδια η Κυβέρνηση- βρίσκεται από το 2020 στα συρτάρια του Υπουργού Εργασίας.

Απουσιάζει η αναγκαία ρύθμιση για αναπροσαρμογή της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων και της μείωσης εισφορών υπέρ ΕΟΠΥΥ.

Απουσιάζει η αναγκαία λύση στο τεράστιο θέμα που έχει ανακύψει για απασχολούμενους, σε φορείς γενικής κυβέρνησης νυν συνταξιούχους που με πρόσφατη εγκύκλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου  ενημερώθηκαν ότι από την συνταξιοδότησή τους και μετά θα έπρεπε να αμείβονται με αποδοχές εισαγωγικού βαθμού, χωρίς ωριμάνσεις και οι οποίοι καλούνται να επιστρέψουν ποσά αποδοχών που «αχρεώστητα ελάμβαναν».

Ταυτόχρονα, δεν έχουν ολοκληρωθεί  (για την ακρίβεια δεν έχουν καν συνταχθεί) οι  Ενιαίοι Κανονισμοί Ασφάλισης και Παροχών και ο Ενιαίος Κανονισμός Αναπηρίας, ενώ δεν υπάρχει πραγματική και ουσιαστική ενίσχυση του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα ταμείων επαγγελματικής ασφάλισης, προκειμένου να ενισχυθεί το εισόδημα των συνταξιούχων και η εθνική αποταμίευση προς όφελος της εθνικής οικονομίας.

Είναι ξεκάθαρο ότι η Κυβέρνηση δεν ακούει την κοινωνία.  Γι’ αυτό και αγνοεί τις προτάσεις του ΠΑΣΟΚ για το οποίο εξέχουσα θέση έχουν οι σταθερές και θεσμικές λύσεις που στηρίζουν πραγματικά τους εργαζόμενους, συνταξιούχους και τους αδύναμους.

Η διαφορά του ΠΑΣΟΚ με την Νέα Δημοκρατία είναι αξιακή. Εμείς το κράτος πρόνοιας δεν το αντιμετωπίζουμε ως βαρίδι στην οικονομική ανάπτυξη, όπως η ΝΔ, αλλά ως καθοριστικό παράγοντα κοινωνικής συνοχής και δικαιοσύνης αλλά και κρίσιμη παράμετρο οικονομικής ανάπτυξης. Αντιθέτως, η κυβέρνηση Μητσοτάκη, μεθοδικά και σταθερά, γκρεμίζει το κράτος πρόνοιας και οικοδομεί το κράτος φιλανθρωπίας: με πενιχρά επιδόματα που αναπαράγουν τη φτώχεια και τις κοινωνικές και εισοδηματικές ανισότητες. Και γι’ αυτό είναι υπόλογη στον ελληνικό λαό.

 

 

*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Το Παρόν της Κυριακής»,7  Ιανουαρίου 2024.