Σε μία από τις συνήθεις στρεψοδικίες του ο Κυριάκος Μητσοτάκης από το βήμα της Ολομέλειας της Βουλής καταλόγισε στους πολιτικούς του αντιπάλους ότι ενόψει των ευρωεκλογών δεν ασχολούνται με τα ευρωπαϊκά ζητήματα.
Η παρατήρηση είναι σωστή, καθώς 35 ημέρες πριν από τις ευρωεκλογές το ερώτημα «Τι Ευρώπη θέλουμε;» πολύ λίγο απασχολεί τον κοινωνικό και πολιτικό διάλογο, παρότι, όπως ομολογείται από παντού, η Ευρώπη διέρχεται υπαρξιακή κρίση. Ωστόσο, ο κύριος Μητσοτάκης αποκρύπτει ότι είναι εκείνος που επέλεξε η προεκλογική αντιπαράθεση να αποκτήσει χαρακτηριστικά εσωτερικής πολιτικής αναμέτρησης. Μάλιστα, με τη δήλωση ότι πίσω από το ευρωψηφοδέλτιο της Ν.Δ. βρίσκεται ο ίδιος έβαλε στη ζυγαριά το προσωπικό πολιτικό του κεφάλαιο και έδωσε και μία δημοψηφισματική πτυχή στην κάλπη για την προσωπική του αποδοκιμασία. Η αντιπαράθεση γύρω από τα ευρωπαϊκά ζητήματα θα ευνοούσε την αποχή και τη χαλαρή ψήφο διαμαρτυρίας. Η ταύτιση της κυβέρνησης με το ιερατείο των Βρυξελλών και την κυρίαρχη συντηρητική πτέρυγα της Ε.Ε. μόνο αρνητικά θα μπορούσε να αποτιμηθεί στην κάλπη. Μία χαμηλή επίδοση της Ν.Δ. -όποιο κι αν είναι το δίλημμα, ευρωπαϊκό ή εθνικό- την επομένη των εκλογών θα εκληφθεί ως αποδοκιμασία στην κυβέρνηση και στην πολιτική της.
Απώλειες προς τα δεξιά και το Κέντρο
Ακόμη κι έτσι όμως, τα πράγματα μόνο εύκολα δεν είναι για την κυβέρνηση και τον Κυριάκο Μητσοτάκη που έχουν ξεμείνει από θετικές πολιτικές και αντίστοιχα συνθήματα. Η παρατεταμένη ακρίβεια και η γενικευμένη ανασφάλεια, η αβεβαιότητα γύρω από την οικονομική πολιτική την οποία αποδόμησαν οι Financial Times, τα Τέμπη, τα διεθνή χαστούκια για τα θέματα Κράτους Δικαίου, ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών, το νέο φορολογικό για τους μικρομεσαίους επαγγελματίες, η ιδιωτικοποίηση των πανεπιστημίων, η κατεδάφιση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, που γίνεται πλέον εμφανής, επισωρεύουν κόστος και απομακρύνουν από την κυβέρνηση μικρότερες ή μεγαλύτερες πληθυσμιακές ομάδες. Την πολιτική του κυρίου Μητσοτάκη αποδομούν ακόμη και προνομιακά στρώματα, όπως, π.χ., οι δικαστικοί και οι δικηγόροι στο νομοσχέδιο για την αλλαγή του δικαστικού χάρτη. Η κυβέρνηση καταγράφει απώλειες και από τα δεξιά και από το Κέντρο. Η υποψηφιότητα Μπελέρη, το χάιδεμα του Γιώργου Αυτιά, του Δημήτρη Κυριαζίδη και του Δημήτρη Βαρτζόπουλου -που έφτασε να δώσει βιολογική βάση στις γυναικοκτονίες- αποσκοπούν στο να συγκρατήσουν τις απώλειες προς τα δεξιά, αλλά απομακρύνουν τους κεντρώους ψηφοφόρους.
Μέχρι και το 2023 η κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη βασίστηκε στη δαιμονοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. και στο ετερόκλητο αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, στο οποίο εντάχθηκαν με προθυμία το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ. Ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. του Στέφανου Κασσελάκη δεν προσφέρεται για επανάληψη, όσο κι αν προσπαθούν η κυβέρνηση, το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Αριστερά. Το «για όλα φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ μετά από πέντε χρόνια διακυβέρνηση» δεν βρίσκει ευήκοα ώτα. Το 2015 είναι μακρινό. Οι κατηγορίες προσωπικά κατά του Στέφανου Κασσελάκη δεν αποδίδουν, περνάνε και δεν ακουμπάνε. Ο Κασσελάκης δεν τρομάζει τους μικρομεσαίους ψηφοφόρους ως φόβητρο για την επιβολή φόρων και εισφορών, το αντίθετο. Δεν χρειάζεται καν να απευθυνθεί στους επιχειρηματίες. Η τοποθέτησή του στα εθνικά και στα θρησκευτικά ή ακόμη και για τον φράχτη στον Έβρο εξουδετερώνει την προπαγάνδα για τον «εθνομηδενιστή» ΣΥΡΙΖΑ. Το να αντιπολιτεύονται τον ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. του Στέφανου Κασσελάκη του 2024 με τους όρους του πρώτου εξαμήνου του 2015 αρχίζει και φαίνεται γελοίο, ακόμη και στους δικούς τους ψηφοφόρους.
Κινδυνολογία Μητσοτάκη: «Εγώ ή το χάος»
Το μόνο που έχει απομείνει στον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι το δίλημμα της κυβερνησιμότητας και της πολιτικής σταθερότητας για την επόμενη ημέρα. «Μην μπούμε σε περιπέτειες», όπως επαναλαμβάνουν μονότονα τα κυβερνητικά στελέχη και τα φιλικά τους ΜΜΕ, απευθυνόμενα είτε στις βολεμένες ελίτ είτε στα πιο χαμηλά και φοβισμένα στρώματα στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Από τη στιγμή, όμως, που ο Κ. Μητσοτάκης δήλωσε ότι οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας, ακυρώνεται εν μέρει τουλάχιστον το επιχείρημα της αστάθειας, όσο και αν προσπάθησε να το επαναφέρει ο Μάκης Βορίδης ως αντ’ αυτού στη Βουλή.
Η αξιωματική αντιπολίτευση έχει τους δικούς της λόγους για να δώσει τον χαρακτήρα της εσωτερικής πολιτικής αναμέτρησης στις ευρωεκλογές. Βάζοντας τον αντίστροφο στόχο: ένα εκλογικό αποτέλεσμα που θα επιβεβαιώσει την ανατροπή των συσχετισμών και της πολιτικής δυναμικής και την προοπτική νίκης στις εθνικές εκλογές. Πώς θα προκύψει είναι πολυσύνθετο. Τα ποσοστά που θα πάρουν τα κόμματα είναι σημαντικό στοιχείο, αλλά όχι το αποκλειστικό. Η υποχώρηση του κυβερνώντος κόμματος, που φαίνεται βέβαιη, σε σχέση με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. είναι επίσης ένα στοιχείο. Το μέγεθος της διαφοράς είναι ένα τρίτο. Σημαντικό είναι και από ποια βάση θα γίνουν οι συγκρίσεις. Από το 40,5% των εκλογών του 2023 ή το 33,5% των ευρωεκλογών του 2019 και αντίστοιχα για τον ΣΥΡΙΖΑ από το 17,8% ή από το 24%; Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί παρά να ληφθεί υπόψη η διπλή διάσπαση, που δεν χρειάζεται επιπλέον δικαιολόγηση. Τα κριτήρια της ψήφου λαμβάνονται υπόψη μέχρι την ημέρα των εκλογών, την επομένη οι εντυπώσεις διαμορφώνονται με βάση τα αποτελέσματα. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θέλει ένα αποτέλεσμα που να επιβεβαιώνει την πολιτική του κυριαρχία. Οι πολιτικοί και οι εσωκομματικοί του αντίπαλοι επιδιώκουν ή απλώς περιμένουν ένα αποτέλεσμα που θα θεμελιώνει τη δυσαρμονία της κυβέρνησης με τη λαϊκή βούληση, ώστε να υπάρξει πολιτική και εσωκομματική αμφισβήτηση.