Ο Ντόναλντ Τραμπ επιβάλλει οικονομικές κυρώσεις σε όσους συμμετέχουν σε έρευνες κατά των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους, όπως το Ισραήλ. Η απόφαση αυτή έρχεται μετά την απόφαση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ) τον περασμένο Νοέμβριο, το οποίο έκρινε ένοχη την ισραηλινή ηγεσία, συμπεριλαμβανομένων του πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου και του πρώην υπουργού Άμυνας Γιοάβ Γκάλαντ, για «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας» και «εγκλήματα πολέμου» στη Λωρίδα της Γάζας.

Ο Τραμπ, μέσω εκτελεστικού διατάγματος, κατηγορεί το ΔΠΔ για «παράνομες και αβάσιμες ενέργειες» κατά του Ισραήλ και των ΗΠΑ, επισημαίνοντας ότι το δικαστήριο «καταχράστηκε την εξουσία του» με τα εντάλματα σύλληψης. Το διάταγμα του προεδρεύοντος Τραμπ επιτρέπει την επιβολή δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων και ταξιδιωτικών απαγορεύσεων κατά του προσωπικού του ΔΠΔ και των οικογενειών τους.

Ο Τραμπ υποστηρίζει ότι το ΔΠΔ θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, καθώς ούτε το Ισραήλ ούτε οι ΗΠΑ είναι μέλη του ΔΠΔ. Υπενθυμίζεται ότι έχει εκδοθεί ένταλμα σύλληψης και κατά του Βλαντιμίρ Πούτιν για τις ενέργειές του στην Ουκρανία, αν και η Ρωσία δεν έχει επικυρώσει τη δικαιοδοσία του ΔΠΔ.

Ο Νετανιάχου, που έχει προηγουμένως καταγγείλει το ΔΠΔ για «αντισημιτισμό», ευχαρίστησε τον Τραμπ για το διάταγμα, δηλώνοντας ότι θα προστατεύσει τα συμφέροντα των ΗΠΑ και του Ισραήλ από τις ενέργειες του ΔΠΔ.

Το ΔΠΔ αντέτεινε ότι το διάταγμα Τραμπ «καταδικάζει» τις προσπάθειες του δικαστηρίου να παρέχει δικαιοσύνη και ελπίδα σε θύματα φρικαλεοτήτων παγκοσμίως. Η γενική γραμματέας της Διεθνούς Αμνηστίας χαρακτήρισε το διάταγμα «εκδικητικό» και «επιθετικό», τονίζοντας ότι υπονομεύει τη διεθνή δικαιοσύνη.

Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, δήλωσε ότι το ΔΠΔ πρέπει να συνεχίσει τον αγώνα του κατά της παγκόσμιας ατιμωρησίας χωρίς εμπόδια, υπογραμμίζοντας τη σημασία της δικαιοσύνης και του σεβασμού του διεθνούς δικαίου.