
Εχω μια εμμονή: να ανοίγομαι μεσοπέλαγα και, εκεί που πια είμαι μια ασήμαντη κουκκίδα μέσα στη θάλασσα, να τραγουδάω. Το ρεπερτόριο πιάνει από Lieder του Σούμπερτ μέχρι τη «Λυγαριά». Φέτος, κολυμπώντας στα ωραία βαθιά και βαθυγάλανα νερά της Αμοργού, κάτω από τον αυστηρό βράχο του μοναστηριού της Χοζοβιώτισσας, μου κόλλησε εκείνο το τραγούδι του Guy Béart που έλεγε η Juliette Greco και ήταν κάπως ύμνος εποχής στο Παρίσι του ’60: «Il n’ y a plus d’ après à Saint-Germain- des- Prés» (Δεν υπάρχει ύστερα στο Σεν Ζερμέν ντε Πρε).
Βαρβάρα Παπαδοπούλου*
Είναι φορές που το ασυνείδητο αντιλαμβάνεται ακριβέστερα την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Σαν οι κεραίες του να συλλαμβάνουν την ουσία των πραγμάτων πριν προλάβει να αναλύσει ο νους την τρέχουσα συνθήκη.
Το φετινό καλοκαίρι είναι αναμφίβολα το πιο παράξενο καλοκαίρι που έχει βιώσει η εν ζωή ανθρωπότητα. Τυλιγμένοι στον φόβο και την αβεβαιότητα, προσπαθούμε να ψηλαφίσουμε μια στάλα ελαφρότητας την ίδια ώρα που αυτή έχει εξοστρακιστεί από τη ζωή μας. Προσπαθούμε να περισώσουμε κάτι από τον μύθο του καλοκαιριού, αυτόν που μας συνδέει διά βίου με την ανεμελιά της παιδικής ηλικίας και της νιότης.
Για καμιά άλλη εποχή του χρόνου δεν χρησιμοποιούμε υποκοριστικό. Μόνο το καλοκαίρι το λέμε καλοκαιράκι. Κι είναι τα τρία γράμματα αυτής της μικρής κατάληξης που αλλάζουν το νόημα της λέξης και την κάνουν συνώνυμη μιας αιώρησης στον χρόνο, χαράς κι ανοιχτοσύνης, επανασύνδεσης με το παιδί εντός μας. Για όσους είχαν το προνόμιο να αφήσουν πίσω τους την πόλη και να βρεθούν στο παράλληλο, άφθαρτο (συζητήσιμο κι αυτό) σύμπαν της φύσης και των νησιών, η αμηχανία περισσεύει.
Ξαφνικά είναι σαν να συναντάς το κέλυφος της χαράς αλλά να το βρίσκεις αδειανό. Το σκηνικό, οι πρωταγωνιστές, όλα να βρίσκονται επί σκηνής αλλά να λείπει η ενέργεια που τα κινεί. Γιατί τι είναι ένα καλοκαίρι όταν δεν μπορείς να αγγίξεις, να αγκαλιάσεις, να αφεθείς σε έναν έρωτα. Τι είναι ένα καλοκαίρι όταν τα βλέμματα και τα σώματα στήνονται στο ενάμισι μέτρο; Οταν δεν μπορείς να παραδοθείς στο απρόβλεπτο.
Μας το λένε οι σοφοί και οι γκουρού πως άλλο τίποτε από το παρόν δεν υπάρχει. Πως η πεμπτουσία της ζωής ενοικεί στο φευγαλέο τώρα, πως δεν υπάρχει ύστερα. Η συνθήκη που δημιούργησε η πανδημία μάς φέρνει πιο κοντά από ποτέ άλλοτε σε αυτήν την αλήθεια.
Δεν έχουμε τίποτε άλλο παρά αυτή την εύθραυστη, περαστική στιγμή. Ας μάθουμε να μην την προσπερνάμε. Αύριο θα είμαστε άλλοι κι ο κόσμος τριγύρω μας θα είναι αλλιώς. Οι δοκιμασίες, σαν αυτή που βιώνουμε όλοι τους τελευταίους μήνες, αν δεν γίνουν ευκαιρίες για γνώση κι αλλαγή, μας αφήνουν μόνο την πικρή γεύση μιας ουρανοκατέβατης σφαλιάρας. Ακόμη κι αν η χαρά μοιάζει να κουτσαίνει και να παραπατά, ας τη ρουφήξουμε κι ανάπηρη. Οπως λέει και το τραγούδι «Δεν υπάρχει ύστερα».
*καλλιτέχνιδα, ακτιβίστρια
Πηγή: ΕΦΣΥΝ