Άρθρο του Μιχάλη Σακελλαρίου, φιλόλογου και συγγραφέα
Μια που μιλούσαμε για μετριότητες τι θυμήθηκα; Μια ιστορία που αφιερώνω σε όλα τα αγαπημένα μου μαθητούδια (και όχι μόνο).
Μια φορά και έναν καιρό, πριν πολλάαα πολλά χρόνια, 40 για την ακρίβεια, ένα 14χρονο αγόρι σαν εμένα, τελείωνε την Τρίτη γυμνασίου και ζούσε με τους γονείς του σε ένα απλό διαμέρισμα σε μία συνηθισμένη επαρχιακή πόλη. Ήταν ένα ντροπαλό και συνεσταλμένο παιδί, πρόθυμο και μελετηρό που προσπαθούσε πάντα να ικανοποιήσει τους οικείους του με τις υψηλές επιδόσεις του, γεγονός που του είχε χαρίσει πολλά βραβεία και αριστεία προόδου. Εκείνες τις μέρες η πρόοδος του παιδιού στο σχολείο ήταν το σκληρό νόμισμα που εξασφάλιζε την υπόληψη και την τιμή της οικογένειας, το διαπιστευτήριο της αξίας της και η προϋπόθεση της καλής της φήμης. Για το λόγο αυτό οι βαθμοί του ποτέ δεν ήταν επαρκείς για το περιβάλλον του και πάντα τού εζητείτο το κάτι περισσότερο. Ήταν όμως και λίγο άτυχο το αγόρι γιατί το σχολείο που πήγαινε συστεγαζόταν με το δημοτικό, στο οποίο διευθυντής ήταν ο πατέρας του και, ό,τι έκανε ή έλεγε ή δεν έλεγε μέσα στην τάξη, ο μπαμπάς του το μάθαινε με ταχύτητα φωτός.
Έτσι λοιπόν ήξερε ότι σχεδόν κάθε μέρα που θα επιστρέψει στο σπίτι του και θα κωλοκάτσει να φαρμακοφάει το μεσημέρι, όλο και κάποια γκρίνια και παρατήρηση θα εκδηλωνόταν στο οικογενειακό τραπέζι για την οποία θα εκαλείτο να απολογηθεί και να δώσει εξηγήσεις.
Περνούσαν έτσι οι μέρες, οι βδομάδες, οι μήνες, μέχρι που μια φορά το αγόρι πήγε αδιάβαστο στο σχολείο και για κακή του τύχη ο μαθηματικός έβαλε απροειδοποίητο τεστ με ασκήσεις. Ήταν που ήταν σκράπας ο μικρός στα μαθηματικά, έδωσε ημίλευκη κόλα και πάτωσε πανηγυρικά.
Την άλλη μέρα το μεσημέρι και ενώ η μακαρίτισσα η μήτηρ του με αποφασιστικές και νευρικές κινήσεις άνοιγε φύλλο στο τραπέζι της κουζίνας, τον καλεί ξαφνικά να προσέλθει πλησίον της. Η μικρή του αδερφή τρόμαξε, ζάρωσε και τον κοιτούσε με ένα βλέμμα οίκτου και απόγνωσης για ό,τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Ήξερε πολύ καλά και με μεγάλη ακρίβεια να αναγνωρίζει το ηχόχρωμα και τον τόνο της φωνής της μητρός της και εγνώριζε ότι επέκειτο σφοδρά αντιπαράθεσις περιλαμβάνουσα μομφές, προσβολές, απειλές, οιμωγές (θρήνους), κατάρες, κοινώς αυτό που στη σύγχρονον νεοελληνικήν ονομάζουμε Drama.
Επειδή το αγόρι της ιστορίας μας είχε πλέον υποστεί ανοσία από τις επαναλαμβανόμενες τοιαύτες συγχορδίες, πλησίασε αποφασιστικά και έτοιμο για όλα. Τι είχε να χάσει εξ’ άλλου;
Όπλισε τον εαυτό του με θάρρος και προς στιγμήν ενεθυμήθη ότι η μέχρι τούδε συστολή και δειλία, ήντινα επεδείκνυε σε ανάλογες περιπτώσεις, ουδόλως χρησίμευε και όχι μόνον δεν αναχαίτιζε, τουναντίον καθιστούσε σφοδροτέρας τας φωνάς και τας ταπεινώσεις.
Στέκεται με γενναιότητα και κοιτάζει κατάματα τη θυμωμένη γυναίκα ακούγοντάς την να του λέει
-Ξέρεις πόσο πήρες στα μαθηματικά;
-Τρία;
-Δε ντρέπεσαι… Σα δε ντρέπεσαι. Ο μαθηματικός έδειξε το γραπτό στον πατέρα σου και τώρα δεν έχει μούτρα να αντικρίσει τους κυρίους καθηγητάς. Δηλαδή..
-Δηλαδή (την διακόπτει απότομα) ξύσε τα @ρx1dι@ με γκασμά, γιατί το γκρέιντερ αφήνει κενά.
Σε αυτό το σημείο να διευκρινίσουμε ότι αυτό το απόφθεγμα ήτο πολύ δημοφιλές εκείνα τα παλαιά χρόνια μεταξύ των εφήβων και εδήλωνε με γλαφυρό τρόπο την παντελή έλλειψη ενδιαφέροντος και την πλήρη αδιαφορία απέναντι στα ρηθέντα του συνομιλητού.
-…
Η μεσήλιξ γυναίκα μετά από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής και εκπλήξεως και με σαφώς χαμηλωμένους τόνους είπε
-Μπράβοο, μπράβο συγχαρητήρια. Αυτή την αγωγή σου έχουμε δώσει;
-Όχι καμία σχέση. Εσείς σωστή αγωγή μου δώσατε, εγώ γεννήθηκα ρεμάλι, μην το παίρνεις προσωπικά. Έκανε ο μικρός με σατανικό χιούμορ και εμφανώς ικανοποιημένος.
-Τι να σου πω; Τι να σου πω… Ένα κ$λόπαιδο, ένας αλήτης έχεις γίνει. Το μεσημέρι θα τα πω όλα στον πατέρα σου.
-Κράτα σημειώσεις μόνο μη σου ξεφύγει τίποτα, συμπλήρωσε το αγόρι και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό του.
Ήξερε φυσικά ότι ούτως ή άλλως δεν θα απέφευγε την οικογενειακή «τραγωδία», οπότε αποφάσισε να αλλάξει ρόλο και να παίξει την Αντιγόνη, όχι πια την Ισμήνη. Δεν άλλαξε μόνο αυτό όμως μέσα του εκείνη την ημέρα.
Πολύ σταδιακά και χωρίς να το αντιλαμβάνεται άρχισε να ξεκρεμά εκτός των αριστείων και των βραβείων και τα πορτρέτα κάθε αυθεντίας που είχαν κάποιοι τοποθετήσει στην κλίμακα των αξιών του.
Συνειδητοποίησε ότι απέναντι σε εξουσιαστικούς θεσμούς μπορούμε να είμαστε συγκαταβατικοί, ενίοτε όμως επιβάλλεται να είμαστε και συγκρουσιακοί. Επίσης έμαθε ότι ο ίδιος είναι υπεύθυνος να προστατέψει τον εαυτό του γιατί αν δεν το κάνει ο ίδιος, κανείς δεν θα το κάνει για εκείνον. Δεν εξυπηρετεί και δεν βοηθάει μόνο η νομιμοφροσύνη και η υποταγή.
Έκτοτε επίσης πήρε την απόφαση να εγγράψει το σχολικό σύστημα μαθητικής αξιολόγησης στα παλαιότερα των υποδημάτων του. Αφαίρεσε από τη στολή του τα παράσημα του αρίστου μαθητού και συμφώνησε να είναι ένας μέτριος μαθητής με περισσότερη όμως συμπόνια και ενσυναίσθηση για τον εαυτό του. Στη συνέχεια αποκαθήλωσε και τις ίδιες τις έννοιες της αυθεντίας και της αριστείας.
Εκείνη την ημέρα έκανε ένα τόσο δα μικρό βηματάκι προς την αυτοεκτίμηση και την ανθρωπινότερη εκδοχή του.
Για τον 14χρονο της ιστορίας μας ήταν ένα από τα πρώτα εξωσχολικά και βιωματικά μαθήματα που έδωσε στον εαυτό του.
(μπορεί και να) ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…
Άρθρο του Μιχάλη Σακελλαρίου, φιλόλογου και συγγραφέα