Επιφανειακά, μοιάζει με παράδοξο. Οι μυημένοι θα το αποκαλέσουν εσωτερικευμένο μισογυνισμό. Από κοινωνιολογικής σκοπιάς, βγάζει απόλυτο νόημα.

Ένα κίνημα για να επιβιώσει χρειάζεται πρωτίστως να υποστηριχθεί από τα θύματα της εκάστοτε συστηματικής βίας; Λίγοι είναι εκείνοι εντός των προνομιούχων ομάδων που θα σπάσουν τον νοητό προστατευτικό κλοιό και θα μπουν ασπίδα μπροστά στις μειονότητες, κι όταν αυτό γίνεται, μένουν στην ιστορία. Οπότε οι γυναίκες -και γενικότερα οι θηλυκότητες- είναι κυρίως αυτές που θα δώσουν ώθηση στον φεμινισμό και θα τον μετατρέψουν σε όπλο ελευθερίας.

Ωστόσο ο ίδιος κανόνας εφαρμόζεται και στο αντίπαλο στρατόπεδο. Τα συστήματα καταπίεσης συνεχίζουν να υπάρχουν μόνο όταν τυγχάνουν υποστήριξης από τη συντριπτική πλειοψηφία του κοινωνικού συνόλου – συμπεριλαμβανομένων των θυμάτων. Σε αντίθετη περίπτωση, η επαναστατική ορμή των πολλών είναι ικανή να ρίξει κάθε δυνάστη από την εξουσία, εάν γίνει συλλογικά και οργανωμένα. Οι μειονοτικές ομάδες που ιστορικά επείσθησαν ότι η μεταχείριση που δέχονται δεν τους αξίζει, είχαν στα χέρια τους κάτι που αποτελεί το ήμισυ του παντός στο μονοπάτι προς την αλλαγή: την επίγνωση.

Η άνιση μάχη για ασφάλεια σε μια πατριαρχική κοινωνία

Αν θέλουμε να είμαστε λακωνικοί, θα λέγαμε πως αυτό που απομακρύνει τις γυναίκες από τον φεμινισμό είναι ένα αρχέγονο αίσθημα επιβίωσης. Παίζοντας σύμφωνα με τους πατριαρχικούς κανόνες, πιστεύουν πως η ζωή τους θα είναι ομαλή και ασφαλέστερη. Υπακούοντας, ούσες τα «καλά κορίτσια», θεωρούν πως η καθεστηκυία τάξη θα εξασφαλίσει γι’ αυτές -και μόνο γι’ αυτές- μια πιο ευνοϊκή καθημερινότητα.

Θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε τη συμπεριφορά αυτή στρουθοκαμηλισμό, αν και προσωπικά βρίσκω εξίσου δόκιμο τον όρο «σύνδρομο της Στοκχόλμης κοινωνιολογικού επιπέδου», με την έννοια ότι οι γυναίκες ερωτεύονται (πολλές φορές και κυριολεκτικά) τους καταπιεστές τους. Εντός συγκεκριμένου χώρου, και χρονικού πλαισίου, μοιάζει πως είναι η μόνη διέξοδος που τους έχει μείνει, ο μόνος δρόμος προς την εξασφάλιση της ευημερίας.

Αυτός είναι λοιπόν ο πατριαρχικός τεχνητός μας παράδεισος, καταδικασμένος να καταρρέει κάθε φορά, με μαθηματική ακρίβεια· και μάλιστα σύντομα. Με το πρώτο κιόλας αντιδραστικό βλέμμα της «συμμορφωμένης» γυναίκας, το σύστημα γιγαντώνεται εναντίον της. Σε μια σεξιστική κοινωνία κανένας δε μπορεί να κερδίσει, γιατί οι κανόνες είναι αντικρουόμενοι, σχεδιασμένοι για να κρατούν τα θύματα σε μια συνεχή εγρήγορση, προκειμένου να μη διαταράξουν τις ισορροπίες. Ισορροπίες που έχουν τη σταθερότητα ενός πύργου από τραπουλόχαρτα.

Τα δύο μέτρα και δύο σταθμά

Το απλούστερο δίπολο που μπορούμε να πάρουμε ως παράδειγμα, είναι το γάμος-εργασία. Μια γυναίκα που επιλέγει σαν στόχο ζωής την καριέρα, θα δεχτεί τα αιχμηρά σχόλια του περίγυρού της, διότι απαρνήθηκε να επιτελέσει τον ύψιστο ρόλο που της έχει δώσει η φύση (sic): το να γίνει δηλαδή σύζυγος και μητέρα.

Στον αντίποδα, αν επιλέξει την κουρτίνα νούμερο δύο, την οικογένεια, θα μπει επίσης στο στόχαστρο καλοθελητών, διαφορετικού ίσως background, που θα σπεύσουν να την κατηγορήσουν ότι σπατάλησε τα πιο δημιουργικά της χρόνια, ότι είναι έρμαιο ενός άνδρα, ότι δε φέρνει χρήματα στο σπίτι – χωρίς βέβαια να λαμβάνουν υπόψιν ότι το να κρατάς παιδιά και νοικοκυριό είναι μια κανονικότατη, πολύ σκληρή και απλήρωτη εργασία.

Στο ερώτημα του τι γίνεται αν κάνει και τα δύο ταυτόχρονα, η απάντηση είναι ότι θεωρείται εκ των προτέρων ανεπαρκής για να φέρει εις πέρας τα πάντα με επιτυχία: το στερεότυπο της καριερίστας μητέρας που «παρατάει τα παιδιά της» κρατεί πολύ καλά στις μέρες μας.

Μοναδικό ευτύχημα είναι ότι οι φωνές αυτές γίνονται ολοένα και πιο ανίσχυρες, μοιάζουν μέρα με τη μέρα ως απόηχοι μιας άλλης εποχής, ως μπαγιάτικα τσιτάτα που χαρακτηρίζουν τον πομπό ως γραφικό – αν και υπάρχει μια άλλη, πολύ συγκεκριμένη λέξη γι’ αυτό που είναι. Όταν αντιληφθούν οι γυναίκες ότι δε μπορούν να νικήσουν, τότε θα αρχίσει η πραγματική αλλαγή. Τότε είναι που θα έχουν έναν πανίσχυρο σύμμαχο στο πλευρό τους: την επίγνωση.

Ντορίνα Παπαγεωργίου