Του Θωμά Παπά,
Ημέρα μνήμης η σημερινή. Ημέρα μνήμης για τους συγγενείς του αδικοχαμένου Αλέξη Γρηγορόπουλου, που έχασαν το χαμόγελό τους, τη στιγμή που αυτό έσβησε από το πρόσωπο του 15χρονου. Ημέρα μνήμης για εμάς, που σαν σήμερα 12 χρόνια πριν είδαμε το «χέρι του κράτους» να μακραίνει απότομα και ν’ αφαιρεί μια ανθρώπινη ζωή.
«Ξέρετε πολλούς αντιεξουσιαστές να περιμένουν τη μαμά τους να περιμένουν να τους πάρει από το κέντρο της Αθήνας;» Ακόμη και 10 χρόνια μετά (η δήλωση είναι από το 2018) η μητέρα προσπαθεί ν’ αποδείξει τα αυτονόητα. Μάταιος κόπος. Το συμπέρασμα είχε ήδη βγει. «Τι δουλειά είχε τέτοια ώρα στα Εξάρχεια;». «Ήταν προκλητικός». Ήταν μεγάλη πρόκληση η παρουσία ενός 15χρονου στα Εξάρχεια. Τόσο μεγάλη που ανάγκασε έναν άνθρωπο, που αποκαλούνταν από τους συναδέλφους του, “Ράμπο”, να οπλίσει κι έχοντας πλήρη συνείδηση του τι πράττει ν’ ανοίξει πυρ ενός άοπλου παιδιού.
Τις επόμενες ημέρες επικρατεί χάος στα αστικά κέντρα. Οι κινητοποιήσεις του κόσμου είναι τεράστιες. Η οργή φτάνει και περισσεύει για να οπλίσει τη συνείδηση του απλού πολίτη. Αυτό ήταν. Δεν ήταν οργή των «αντιεξουσιαστών», των «μπαχαλάκηδων», όπως συνηθίζουν να τους αποκαλούν. Ήταν η οργή του απλού λαού. Των οικογενειαρχών που έβαλαν στη θέση της οικογένειας του Γρηγορόπουλου τη δική τους φαμίλια. Των παιδιών, που φοβήθηκαν, σκεπτόμενοι την ιστορία του Αλέξη αλλά από τη δική τους πλευρά.
Το πιο σημαντικό απ’ όλα όμως και στο οποίο δε δόθηκε ποτέ ιδιαίτερη έμφαση, ήταν το γεγονός πως οι πολίτες έχασαν την εμπιστοσύνη τους προς το κράτος και τις αξίες της Δημοκρατίας. Ήταν σοκαριστικό αν μη τι άλλο να βλέπεις τους «τηρητές» του νόμου να λειτουργούν εντελώς ανάποδα. Να είναι αυτοί που παρανομούν κι ουσιαστικά να μένουν αμέτοχοι στη συνέχεια περιμένοντας από τον κόσμο να τους καταδικάσει.
Είναι αλήθεια πως το κλίμα που επικρατούσε στις Αρχές εκείνο το Δεκέμβρη ήταν πλημμυρισμένο. Θαρρείς πως ούτε οι ίδιοι είχαν καταλάβει τι γινόταν. Γιατί μπορεί να βρίσκονταν απέναντι από το πλήθος αλλά κατά βάθος γνώριζαν πως η θέση τους ήταν μαζί τους. Όση πίεση κι αν υπάρχει στη συγκεκριμένη υπηρεσία, το να αφαιρείς τη ζωή ενός 15χρονου πυροβολώντας τον ευθεία κι εν ψυχρώ δεν αποτελεί καν την έσχατη λύση. Γύρω από αυτές τις συνθήκες είχε καλλιεργηθεί η πεποίθηση πως ένα παιδί χάθηκε, μια ελπίδα όμως γεννήθηκε. Η ελπίδα για παύση των πρακτικών βίαιης καταστολής κι αυταρχισμού των Αρχών. Η ελπίδα να εκλείψουν οι τρομοκρατικές τακτικές. Να σταματήσει με λίγα λόγια το σύννεφο της «μπατσοκρατίας» να καλύπτει κάθε ιδέα για ανατροπή των πραγμάτων, κάθε ιδέα διαφορετική κάθε ιδέα που μοιάζει «ξένη» σε μια παρωχημένη κοινωνία. Κι η κάλυψη αυτή να γίνεται με τρόπο έμμεσο χρησιμοποιώντας ως μέσο, το όπλο. Παρόλα αυτά η ελπίδα αυτή δεν άργησε να σβήσει.
Για την ακρίβεια έσβησε πριν καν σβήσουν οι τελευταίες εστίες φωτιάς στο κέντρο της Αθήνας. Η αμηχανία που περιγράψαμε ήταν παροδική. Τα περιστατικά χρήσης αστυνομικής βίας και μάλιστα σε αλόγιστες δόσεις και χωρίς πρόκληση πολλαπλασιάζονται. Οι ξυλοδαρμοί κι η χρήση χημικών ακόμη και σε διαδηλώσεις των συνταξιούχων υπήρχαν πάντα στο μενού, μόνο που πλέον η ΕΛΑΣ έχει βαλθεί να το εμπλουτίσει. Ξυλοδαρμοί και ειρωνική στάση στις υποθέσεις των πλειστηριασμών. Όσο και να προσπαθήσεις δεν μπορείς να δικαιολογήσεις τα περιφρονητικά σχόλια και τα γελάκια από όργανα της τάξης που πληρώνονται με 700 ευρώ το μήνα εις βάρος ανθρώπων που χάνουν τα σπίτια τους, τη στιγμή που αυτοί σαν «μαριονέτες» του συστήματος περιφρουρούν τις κατασχεμένες οικίες από τους εγκληματίες αστέγους.
Οι επιχειρήσεις «σκούπα» σε κτίρια στα οποία μένουν ολόκληρες οικογένειες προσφύγων κι οι προσαγωγές στις κλούβες μικρών παιδιών, που καταδιώκονται σαν κοινοί εγκληματίες. Η βίαιη απομάκρυνση νεαρών από πλατείες και στέκια κι οι απρόκλητες επιθέσεις με σκοπό την επίδειξη δύναμης. Τον τελευταίο καιρό ιδιαίτερα, λειτουργούν κάτω από το μανδύα της «τήρησης των μέτρων κατά της εξάπλωσης της πανδημίας» και μάλιστα με κυβερνητική εντολή με τα αποτελέσματα να είναι καταστροφικά ακόμη και για την εικόνα της χώρας στο εξωτερικό. Δεν είναι πολύ μακριά τα γεγονότα της 17ης Νοεμβρίου με την επίθεση στο δημοσιογράφο, Αντώνη Ρηγόπουλο καθώς και στο βουλευτή του ΚΚΕ, Θανάση Παφίλη, να σχολιάζονται με το χείριστο τρόπο στα διεθνή δίκτυα ενημέρωσης.
Οι εικόνες που αντικρίζουμε τον τελευταίο χρόνο στην Αμερική μπορεί να μοιάζουν μακρινές λόγω της χιλιομετρικής απόστασης των δύο χωρών αλλά στην πραγματικότητα δεν απέχουν τόσο. Αφορμή μπορεί ν’ αποτελούν οι φυλετικές διαφορές αλλά οι αιτίες είναι που ποικίλλουν. Δεν πρόκειται για σύνθετες αιτίες. Αιτία αποτελεί η χαλαρότητα της εκάστοτε κυβέρνησης. Αιτία αποτελεί ακόμη και η μη υποβολή των αστυνομικών στα προβλεπόμενα ψυχολογικά. Η αφορμή θα βρεθεί όπως βρέθηκε και τότε. Ίσως κάποια κατά φαντασία πρόκληση σαν αυτή που δέχθηκε ο Κορκονέας τη νύχτα της 6ης Δεκεμβρίου του 2008.
Εκτός λοιπόν από ημέρα μνήμης η 6η Δεκεμβρίου οφείλει να είναι κι ημέρα στοχασμού κι αξιολόγησης. Να είμαστε σε θέση, κοιτάζοντας 12 χρόνια πίσω να βλέπουμε πως τα προβλήματα, που μας ταλαιπωρούσαν τότε ανήκουν στο παρελθόν. Όχι γιατί τα ξεχάσαμε αλλά γιατί εξαλείφθηκαν μέσα από την εξέλιξη της κοινωνίας μας. Μέσα από τη σταδιακή πρόοδο και τον παραγκωνισμό, οποιασδήποτε συμπεριφοράς, που δε συμβαδίζει με την εποχή και δεν σέβεται τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.