Η Μάγδα Φύσσα έγινε ηρωίδα – χωρίς ποτέ να το ζητήσει. Μα εκεί ακριβώς έγκειται η ουσία του ήρωα, των εθνικών συμβόλων, της μητέρας αγωνίστριας.
Είναι άνθρωποι που δεν τους δόθηκε ποτέ η επιλογή να κάνουν κάτι άλλο. Είτε το επαναστατικό τους πνεύμα παρέμενε αχαλίνωτο, και δε μπορούσαν παρά να στρατευτούν στον αγώνα για τα ιδεώδη, είτε η ίδια η ζωή τους οδήγησε στο να αγκαλιάσουν αυτά τα ιδεώδη για να βρουν προσωπική δικαίωση.
Η Ελλάδα φωνάζει ομόφωνα «τη μάνα μου εμένα τη λένε Μάγδα» εδώ κι επτά χρόνια – αυτήν τη βδομάδα πιο δυνατά. Η μάνα του Παύλου έγινε η μάνα του αντιφασιστικού αγώνα, η ιδιότητα της παρέμεινε αμόλυντη και αθάνατη. Θα έδινε τα πάντα μέσα σ’ ένα καρδιοχτύπι για να γυρίσει στην πρότερη ζωή της, τότε που ήταν μια μάνα ανάμεσα σ’ όλες της υπόλοιπες· ανώνυμη, δύο μονάχα παιδιών και όχι χιλιάδων. Τα κανάλια δε θα τη μάθαιναν ποτέ, οι διαδηλωτές δε θα ούρλιαζαν συνθήματα με τ’ όνομα της. Η ζωή όμως τη θέλησε αγωνίστρια, την έβαλε στον ρόλο του φορέα μιας σπουδαίας πολιτικής κληρονομιάς, δημιουργώντας της το αίσθημα καθήκοντος, που έχουν όλοι οι ακούσιοι ήρωες.
«Απελπίστηκα πολλές φορές, αλλά ποτέ δε σκέφτηκα να τα παρατήσω. Για μένα ήταν και παραμένει βασική υποχρέωση να παρευρίσκομαι εκεί. Όχι μόνο για τη μνήμη του γιου μου, αλλά και για τον υπόλοιπο κόσμο, τις γενιές που ακολουθούν.»
Αν προσπαθήσουμε να ανατρέξουμε στον συμβολισμό που κουβαλάει η ηρωίδα επαναστάτρια γυναίκα, θα εντοπίσουμε πολλά κοινά μοτίβα στις αφηγήσεις. Μοιάζει συχνά η σκιαγράφηση των εκάστοτε γυναικών να μη μπορεί να ξεφύγει από τα καλούπια της αυταπάρνησης, της αναλγησίας, της αγνότητας.
Οι ηρωίδες παύουν να έχουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά και αδυναμίες, γίνονται όλες μάνες: μάνες κυριολεκτικές, μάνες του έθνους, μάνες του αγώνα. Η λιποψυχία και η δειλία δεν επιτρέπονται, οι γυναίκες αυτές παρουσιάζονται σα να βρήκαν την ολοκλήρωση στην ιδιότητα της ηρωίδας, σα να αντλούν ένα είδος ηδονής από το να κουβαλάνε στις πλάτες τους το βαρύ φορτίο του ιδεολογικού αγώνα.
Παράλληλα, οι κινήσεις τους σχολιάζονται πολύ προσεκτικά: πρέπει να παραμένουν στον σεμνό ρόλο της μάνας-τροφού, να υπηρετούν με σύνεση και σεβασμό προς τη γυναικεία τους υπόσταση. Έχουν πάντα μια εφεδρική θέση, και περισσότερο συμβολική παρά ουσιαστική, είναι οι θεραπαινίδες των «αληθινών« (αρσενικών) ηρώων. Οι έντονες -και δη δημόσιες- εκφράσεις θυμού και απελπισίας δεν τους επιτράπηκαν ποτέ. Πρέπει να παραμένουν ψύχραιμες και λεπτεπίλεπτες, ακόμα και μπροστά στοπιο ζοφερό σκοτάδι. Από τις πολυτραγουδημένες γυναίκες του 40’ μέχρι την Ελευθερία του Delacroix, που οδηγεί τους επαναστάτες, οι θηλυκές παρουσίες στους αγώνες διαθέτουν πολύ συγκεκριμένου ρόλο.
Η Μάγδα δεν ικανοποίησε ποτέ αυτόν τον ρόλο· αν και μάνα σύμβολο, δεν ήταν μόνο μάνα. Αν και η δράση της χαρακτηρίστηκε από αντίστοιχους σχολιασμούς για τη μητρική της ιδιότητα, αρνήθηκε να αποτελέσει μονάχα την τραγική φιγούρα που σπαράζει ήσυχα πίσω από το ειδώλιο του κατηγορούμενου, περιμένοντας τους «μεγάλους» να βγάλουν ετυμηγορία. Κατείχε τον ρόλο της πρωταγωνίστριας, πέταξε μπουκάλια, φώναξε απελπισμένα -χωρίς να τη νοιάζει να φανεί άτρωτη-, τα έβαλε με τέρατα τη στιγμή που δημοσιογράφοι και μέρος της ελληνικής κοινότητας έλεγαν τότε, το 2013, «μαζεύτε την». Μαζεύτε την, γιατί αυτός δεν είναι ο πρέπων θρήνος που αρμόζει σε γυναίκα. Κι αυτό το μαζεύτε την, αυτό ήταν μια νίκη. Ήταν η πρωτοστάτρια, ήταν αυτή που έβαλε το πρώτο και το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της Χρυσής Αυγής.
Οι «τραγικές μάνες» δε ζήτησαν ποτέ να γίνουν ηρωίδες, κι όμως έγιναν. Η εξιδανίκευση τους είναι κάποιες φορές μοιραία, καθώς μπορεί να χαράξει το μονοπάτι για κάτι μεγάλο. Ένα τελευταίο πράγμα, που τους χρωστάμε -εκτός από δικαιοσύνη- είναι να στεκόμαστε ταπεινοί απέναντί τους. Χωρίς μελοδραματισμούς, χωρίς να τους στερήσουμε την ανθρώπινη ιδιότητα τους. Το χρωστάμε σ’ όλες τις Μάγδες του κόσμου, που ποτέ δεν το ζήτησαν, κι όμως έγιναν σύμβολα.
Ντορίνα Παπαγεωργίου