Ινστιτούτο ΕΝΑ | Υπάρχει όντως success story φιλοεπενδυτικής πολιτικής στην Ελλάδα σήμερα;

Λόης Λαμπριανίδης, Οικονομικός Γεωγράφος, Καθηγητής ΠΑΜΑΚ, μέλος Γνωμοδοτικού Συμβουλίου ΕΝΑ, πρ. Γενικός Γραμματέας Ιδιωτικών Επενδύσεων Υπουργείου Οικονομίας & Ανάπτυξης – Κείμενο εργασίας στο Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ

 

Η κυβέρνηση προσπαθεί να παρουσιάσει την εικονική πραγματικότητα μιας δυναμικής ανάπτυξης που οφείλεται στη «φιλοεπενδυτική» της πολιτική.  Στο κείμενο αυτό υποστηρίζεται, πρώτον, πως σταδιακά από το 2017 υπάρχει κάποια αξιόλογη επενδυτική δραστηριότητα από εγχώριους επιχειρηματίες, έχουν δημιουργηθεί τεχνοβλαστοί από τα πανεπιστήμια, μεγαλώνει ο αριθμός των εταιρειών που κλιμακώνονται από startups σε σημαντικής κλίμακας επιχειρήσεις, ορισμένες πολυεθνικές έχουν δημιουργήσει μονάδα τους στην Ελλάδα, παρατηρείται κάποια βελτίωση στους δείκτες πολυπλοκοποίησης των παραγομένων εγχωρίως προϊόντων, υπάρχει κάποια αύξηση της Ε&Α κτλ. Όμως, οι επενδύσεις είναι περιορισμένες και κυρίως πολύ προβληματικές ως προς τη σύνθεσή τους. Έτσι, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παραμένει αρνητικό. Η αξιόλογη αύξηση των εξαγωγών ακολουθείται από μεγαλύτερη αύξηση των εισαγωγών που μάλιστα από το 2017 και μετά, με την αρχή μιας δειλής ανάκαμψης, αυξάνεται για να εκτιναχθεί στην περίοδο 2019-2023. Το ΑΕΠ την τελευταία εξαετία παρουσιάζει μια δειλή (λιγότερο από 2% ετησίως κατά μέσο όρο) αύξηση που όμως είναι απολύτως ανεπαρκής για την κατάσταση της χώρας. Υπάρχουν δηλαδή στοιχεία μιας αδύναμης ανάπτυξης, η οποία έχει ξεκινήσει από το 2017, μετά από χρόνια βαθιάς ύφεσης και λιτότητας. Όμως, είναι σαφές πως με την τρέχουσα δομή της παραγωγής και κατανάλωσης, το τρέχον αναπτυξιακό υπόδειγμα δεν είναι βιώσιμο.

Δεύτερον, στο κείμενο επιχειρείται η αξιολόγηση των πολιτικών των δυο μεγαλύτερων κομμάτων εξετάζοντας πολιτικές οι οποίες ασκήθηκαν και όχι διακηρύξεις τόσο  κατά την περίοδο 2015-19 όσο και την αντίστοιχη 2019-23. Ως ενδεικτικό παράδειγμα χρησιμοποιούνται οι αναπτυξιακοί νόμοι, που αποτελούν νομοθετήματα μεγάλης πολιτικής και δημοσιονομικής βαρύτητας. Από τη σύγκριση αυτή προκύπτει ότι την περίοδο 2015-2019 η τότε προσέγγιση επιχείρησε μία ρήξη με νοοτροπίες του παρελθόντος με στόχο τη δρομολόγηση της βιώσιμης ανάπτυξης της χώρας και την ενίσχυση της ανθεκτικότητάς της, την εξάλειψη της ανεργίας, την κοινωνική δικαιοσύνη και τη μείωση των περιφερειακών ανισοτήτων, στο πλαίσιο βεβαίως των πολλών μνημονιακών δεσμεύσεων. Από την άλλη η προσέγγιση της περιόδου 2019-2023 επέστρεψε στη λογική που προϋπήρχε της χρεοκοπίας χωρίς συγκεκριμένη αναπτυξιακή στόχευση πέραν ίσως της εξυπηρέτησης λίγων «εκλεκτών».

Σήμερα, όμως, χρειάζεται μια στρατηγική για «ποιοτική ανάπτυξη», η οποία θα στηρίζεται κυρίως στο εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και θα έχει ως στόχο τη σταδιακή αύξηση της παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας, με αύξηση ιδίως της βιομηχανικής παραγωγής, αλλά και των εξαγωγών, με παράλληλη μείωση των πολυτελών και εισαγόμενων καταναλωτικών ειδών και αύξηση της αποταμίευσης. Όμως, η ανωτέρω πορεία προς την ποιοτική ανάπτυξη δεν προκύπτει αυτόματα μέσα από τους μηχανισμούς των αγορών. Δεν υπάρχουν «εύκολες» λύσεις. Υπάρχει αναγκαιότητα για μια αλλαγή σε τρία επίπεδα, δηλαδή αλλαγή τόσο σε οικονομικές πολιτικές, σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις (π.χ. χρειάζεται ένα «αναπτυξιακό κράτος» που θα μπορεί να ασκήσει αναπτυξιακές /βιομηχανικές πολιτικές) αλλά και δημιουργία κοινωνικών συμμαχιών σε εθνικό και διεθνές επίπεδο για να στηρίξουν τις απαιτούμενες αλλαγές.

Αντίθετα, η σημερινή κυρίαρχη αντίληψη καλλιεργεί έναν εξαιρετικά επίφοβο, μικροπολιτικά οδηγούμενο εφησυχασμό για την κατάσταση και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας που απλά συσκοτίζει τα κακώς κείμενα και παράλληλα επιχειρεί μια συστηματική προσπάθεια εξωραϊσμού του στρεβλού παρελθόντος. Όμως, η χώρα χρειάζεται ευρύτερες συναινέσεις και άλλη νοοτροπία για να μπορέσει να ξεφύγει από την βαθιά 15ετή ύφεση, ακολουθώντας ένα καινούριο αναπτυξιακό υπόδειγμα.

 

Όλο το κείμενο εργασίας: