Του Μανόλη Λαμτζίδη, Αντιπροέδρου του Περιφ. Συμβουλίου Κεντρικής Μακεδονίας, πρ. Προέδρου Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης

Το δικαίωμα στην κατοικία («στέγη») αναγνωρίζεται ως θεμελιώδες κοινωνικό δικαίωμα τόσο από την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1948) (άρθρο 22 και 25 παρ. 1) , όσο και από το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ν. 2462/1997) , αλλά και από το Ελληνικό Σύνταγμα (αρθρ. 21, παρ. 4) όπου ρητά διατυπώνεται η επιταγή ότι «…η απόκτηση κατοικίας από αυτούς που τη στερούνται ή που στεγάζονται ανεπαρκώς αποτελεί αντικείμενο ειδικής φροντίδας του Κράτους….»

Για πρώτη φορά ο νομοθετικός ορισμός των αστέγων δόθηκε με το άρθρο 29 του ν. 4052/2012 , όπου οι άστεγοι αναγνωρίζονται ως ευπαθής κοινωνική ομάδα

Με αυτό δόθηκε νομοθετική εξουσιοδότηση στη διοίκηση για λήψη κατάλληλων μέτρων για τον περιορισμό της «αστεγίας» ή την άμβλυνση των συνεπειών της στα άτομα και στις οικογένειες.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των δύο πρώτων παραγράφων του οποίου:

«….1. Αναγνωρίζονται οι άστεγοι ως ευπαθής κοινωνική ομάδα,στην οποία παρέχεται κοινωνική προστασία. Ως άστεγοι ορίζονται όλα τα άτομα που διαμένουν νόμιμα στη χώρα, τα οποία στερούνται πρόσβασης ή έχουν επισφαλή πρόσβαση σε επαρκή ιδιόκτητη, ενοικιαζόμενη ή παραχωρημένη κατοικία που πληροί τις αναγκαίες τεχνικές προδιαγραφές και διαθέτει τις βασικές υπηρεσίες ύδρευσης και ηλεκτροδότησης.

2. Στους αστέγους περιλαμβάνονται ιδίως αυτοί που διαβιούν στο δρόμο, σε ξενώνες, αυτοί που φιλοξενούνται από ανάγκη προσωρινά σε ιδρύματα ή άλλες κλειστές δομές, καθώς και αυτοί που διαβιούν σε ακατάλληλα καταλύματα……»

Κατά το χρόνο εκείνο δεν είχε λάβει διαστάσεις το φαινόμενο της μετανάστευσης και εισροής χιλιάδων προσφύγων από τρίτες  που αιτούνται νόμιμη διαμονή ή άσυλο, ώστε πρέπει στην διάταξη αυτή να υπήρχε πρόβλεψη και για αυτές τις κατηγορίες ατομωνκαθόσον το δικαίωμα στην κατοικία έχει οικουμενικό χαρακτήρα, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην αρχή.

Έτσι πρέπει να νοούνται ως άστεγοι  όλα τα άτομα που διαμένουν με οποιοδήποτε καθεστώς στη χώρα, τα οποία δεν έχουν πρόσβαση σε επαρκή ιδιόκτητη, ενοικιαζόμενη ή παραχωρημένη κατοικία, η οποία να διαθέτει τις βασικές υπηρεσίες ύδρευσης, ηλεκτροδότησης και θέρμανσης.

Υπάρχουν διάφορες κατηγορίες αστέγων και σε αυτές περιλαμβάνονται τόσο οι άστεγοι στο δρόμο και όσοι φιλοξενούνται προσωρινά και από ανάγκη σε ιδρύματα και ξενώνες, όσο και όσοι διαβιούν σε επισφαλή ή ακατάλληλη κατοικία, οι «εισαγόμενοι» επαίτες, οι στερούμενοι στέγης συγκυριακά, οι Ρομά, που δεν έχουν μόνιμη εγκατάσταση ή ζουν  κάτω από μία «στεγη», εντελώς ανεπαρκή και ακατάλληλη (πχ. οικισμός «Αγία Σοφία» )

Η  αξιοπρεπής στέγαση είναι βασική ανάγκη και κοινωνικό δικαίωμα κάθε ανθρώπου . Όλοι χρειάζονται επαρκή και ασφαλή κατοικία. Αντιθέτως, η έλλειψη στέγης αποτελεί ένα από τα σοβαρότερα συμπτώματα του κοινωνικού αποκλεισμού και είναι ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζει ένα ευρύ φάσμα ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων αλλά πλέον, σε συνθήκες κρίσης και φτώχειας και ο γενικός πληθυσμός.

Η έκταση του φαινομένου στην Ευρώπη και στην Ελλάδα

Η «αστεγία»  εξελίσσεται σε μεγάλο πρόβλημα για ολόκληρη την Ευρώπη, με περισσότερους από 700.000 να αντιμετωπίζουν την έλλειψη στέγης κάθε βράδυ. Μάλιστα, σε διάστημα 10 ετών ο αριθμός των αστέγων αυξήθηκε κατά 70%.

Αυτά τα αποθαρρυντικά στοιχεία είναι που οδήγησαν και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρόσφατα  να απευθύνει μια σειρά από συστάσεις προς τα κράτη – μέλη, σημειώνοντας ότι η στέγαση αποτελεί θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα και ζητώντας παράλληλα την ανάληψη ισχυρότερης δράσης για την εξάλειψη του φαινομένου στην ΕΕ έως το 2030.

Σύμφωνα με τα στοιχεία ευρωπαϊκής έρευνας της FEANTSA (της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας των Οργανώσεων που Ασχολούνται με την Καταπολέμηση της «Αστεγίας» και την Προώθηση του Δικαιώματος της Στέγης), που επικαλείται το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ο αριθμός των αστέγων στις ευρωπαϊκές χώρες αυξάνεται διαρκώς.

Είναι ενδεικτικό πως στη Γερμανία ο αριθμός των αστέγων φτάνει τις 337.000, ενώ στη Γαλλία τις 143.000, αριθμός που διπλασιάστηκε μεταξύ 2001 και 2012.

Κι ενώ η υπόλοιπη Ευρώπη σε μεγάλο βαθμό γνωρίζει πόσοι είναι οι άνθρωποι που αναγκάζονται να μένουν στον δρόμο, δεν συμβαίνει το ίδιο και στη χώρα μας.

Πανελλαδική καταγραφή για τον αριθμό των αστέγων που βρίσκονται στους ελληνικούς δρόμους δεν υπάρχει, γι’ αυτό και η έρευνα της FEANTSA «δανείζεται» στοιχεία από παλαιότερη μελέτη που είχε πραγματοποιήσει το 2015 (!) το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ μόνο για την Αττική.

Σε αυτή καταγράφονταν 17.720 άστεγοι στον δρόμο αλλά και άτομα στερούμενα κατοικίας, τα οποία διέμεναν σε καταλύματα για αστέγους.

Στους κεντρικούς δρόμους των μεγαλύτερων ελληνικών πόλεων η εικόνα των ανθρώπων που κοιμούνται στα πεζοδρόμια και στις στοές είναι δυστυχώς οικεία τα τελευταία χρόνια.

Η πιο πρόσφατη έρευνα για συγκεκριμένους δήμους – μεταξύ αυτών και της Αθήνας – πραγματοποιήθηκε  τον Μάιο του 2018 από το Υπουργείο Εργασίας (με την προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ) με την επιστημονική ευθύνη του Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου.

Σύμφωνα με την εν λόγω έρευνα, είχαν καταγραφεί 793 άστεγοι εντός των ορίων του Δήμου Αθηναίων, άτομα, δηλαδή, που έμεναν στον δρόμο, σε δομές αλλά και σε υποστηριζόμενα διαμερίσματα.

Αντίστοιχα, στον Δήμο Θεσσαλονίκης ο αριθμός των ανθρώπων σε κατάσταση «αστεγίας” έφτανε τους 380, ενώ στον Δήμο Πειραιά τους 265. Οι άστεγοι οι οποίοι είχαν συμμετάσχει στην έρευνα απάντησαν πως πριν βρεθούν στον δρόμο έμεναν σε δική τους κατοικία, σε σπίτι μελών της οικογένειάς τους αλλά και σε σπίτι που νοίκιαζαν.

Νέα Ευρωπαϊκή Πλατφόρμα για την Καταπολέμηση της Αστεγίας

Τρεις αξιωματούχοι της Ε.Ε. (Νικολά Σμιτ, Ανα Μέντες Γκοντίνιο, Ιβ Λετέρμ, Ευρωπαίος επίτροπος Απασχόλησης και Κοινωνικών Δικαιωμάτων,  Υπουργός Εργασίας, Αλληλεγγύης και Κοινωνικής Ασφάλισης της Πορτογαλίας, Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Πλατφόρμας για την Κατάργηση της Αστεγίας αντίστοιχα) παρουσίασαν  την πρωτοβουλία Νέα Ευρωπαϊκή Πλατφόρμα για την Καταπολέμηση της Αστεγίας και σε άρθρο τους, που δημοσιεύτηκε σε Ελληνική εφημερίδα (ΕΦ.ΣΥΝ.) μας πληροφορούν ότι:

«….Μέσω της νέας Ευρωπαϊκής Πλατφόρμας για την Καταπολέμηση της Αστεγίας, τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε., τα κράτη-μέλη και οι ενδιαφερόμενοι φορείς δεσμεύονται να μειώσουν δραστικά τον αριθμό των αστέγων στην Ευρώπη έως το 2030.

Κάθε νύχτα, άνδρες, γυναίκες και παιδιά κοιμούνται στον δρόμο, σε αυτοκίνητα, σκηνές ή καταλύματα έκτακτης ανάγκης. Η κατάσταση αυτή προσβάλλει την αξιοπρέπεια, το αίσθημα του ανήκειν και την ίδια τη ζωή. Είναι ασύμβατη με τους στόχους της Ε.Ε. για μια ισχυρή κοινωνική Ευρώπη. Δεν μπορεί να γίνει δεκτή ως μια αναπόδραστη πραγματικότητα.

Τους τελευταίους μήνες, η πανδημία μας υπενθύμισε πόσο σημαντικό είναι για την υγεία και την ευεξία μας να έχουμε μια αξιοπρεπή κατοικία. Είδαμε επίσης εξαιρετικά παραδείγματα πολιτικής βούλησης και αλληλεγγύης. Πολλές δημόσιες αρχές άμεσα ανέλαβαν φιλόδοξα μέτρα για να προσφέρουν στέγη σε όσους και όσες κοιμούνται στον δρόμο. Πολλές ΜΚΟ ενίσχυσαν τις δραστηριότητές τους στο πεδίο. Τώρα επιβάλλεται να εργαστούμε για πιο συστημικές (θεσμικές) και μακροπρόθεσμες λύσεις….»

Και συνεχίζουν:

«…..Είμαστε λοιπόν στην ευχάριστη θέση να ανακοινώσουμε την έναρξη λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Πλατφόρμας για την Καταπολέμηση της Αστεγίας.

Πρόκειται για μια πρωτοποριακή πρωτοβουλία, μέσω της οποίας τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε., τα κράτη-μέλη και οι ενδιαφερόμενοι φορείς θα συνεργαστούν για την εξεύρεση συγκεκριμένων λύσεων για την καταπολέμηση της αστεγίαςστην Ε.Ε. Η πλατφόρμα εντάσσεται στο σχέδιο δράσης του Ευρωπαϊκού Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων και θα υλοποιήσει την αρχή 19 του σχεδίου, δηλαδή το δικαίωμα των αστέγων σε στέγαση και βοήθεια.

Στο πλαίσιο της «κοινωνικής δέσμευσης του Πόρτο», τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, οι κοινωνικοί εταίροι, η κοινωνία των πολιτών και η πορτογαλική προεδρία του Συμβουλίου δεσμεύτηκαν να υλοποιήσουν το σχέδιο δράσης του Ευρωπαϊκού Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων και τους φιλόδοξους στόχους που έχουν τεθεί.

Σε διάσκεψη υψηλού επιπέδου που διοργάνωσε η πορτογαλική προεδρία του Συμβουλίου της Ε.Ε. στη Λισαβόνα στις 21 Ιουνίου, τα κράτη-μέλη, τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. και οι ενδιαφερόμενοι φορείς υπέγραψαν τη Δήλωση της Λισαβόνας σχετικά με την Ευρωπαϊκή Πλατφόρμα για την Καταπολέμηση της Αστεγίας, μια πολιτική δήλωση για τη δημιουργία της πλατφόρμας, με την οποία τα κράτη-μέλη και όλοι οι υπογράφοντες δεσμεύονται να εφαρμόσουν ένα σύνολο αρχών για την αντιμετώπιση αυτής της πραγματικότητας. Η πλατφόρμα παρέχει συγκεκριμένα εργαλεία σε όσους είναι έτοιμοι να συνεργαστούν για την καταπολέμηση αυτής της βαρύτατης μορφής φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού….»

Και καταλήγουν :

«…Μαζί με όλα τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε., τα κράτη-μέλη, τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη που συμμετέχουν στην πλατφόρμα, συμφωνήσαμε να συνεργαστούμε για τον κοινό στόχο της προόδου προς την εξάλειψη της αστεγίας έως το 2030, ώστε:

● κανείς να μην κοιμάται στον δρόμο λόγω έλλειψης προσιτών, ασφαλών και κατάλληλων καταλυμάτων έκτακτης ανάγκης·
● κανείς να μη ζει σε κατάλυμα έκτακτης ανάγκης ή σε μεταβατικό κατάλυμα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από το αναγκαίο για την επιτυχή μετακίνηση σε μόνιμη λύση στέγασης·
● κανείς να μην απομακρύνεται από κανένα ίδρυμα (π.χ. φυλακή, νοσοκομείο, ίδρυμα φροντίδας) χωρίς προσφορά κατάλληλης στέγης·
● κανείς να μην υφίσταται έξωση χωρίς να λάβει βοήθεια για εξεύρεση κατάλληλης στέγης, όταν χρειάζεται·
● κανείς να μην υφίσταται διακρίσεις λόγω του ότι είναι άστεγος.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

«…Καθώς προχωράει το έργο της πλατφόρμας, μπορούν να ενώσουν τις δυνάμεις τους μαζί μας και άλλοι ενδιαφερόμενοι φορείς. Είμαστε ιδιαίτερα χαρούμενοι που η σλοβενική προεδρία του Συμβουλίου έχει ήδη δεσμευτεί να συνεχίσει τη διαδικασία αυτή κατά το επόμενο εξάμηνοΗ δραστική μείωση του αριθμού των αστέγων στην Ευρώπη αποτελεί ηθική επιταγή αν θέλουμε πραγματικά να οικοδομήσουμε μια δίκαιη κοινωνία χωρίς αποκλεισμούς. Πρέπει να δράσουμε άμεσα. Ηρθε η ώρα να επιτύχουμε αποτελέσματα!….»

Μορφές προστασίας του δικαιώματος στη στέγη

Μέχρι σήμερα κυριότερη μορφή προστασίας θεσμικού χαρακτήρα ήταν οι παρεμβάσεις της νομοθετικής εξουσίας για την υπαγωγή των υπερχρεωμένων νοικοκυριών στην προστασία  του «νόμου Κατσέλη» και την εξαίρεση της πρώτης κατοικίας από τυχόν κατασχέσεις και πλειστηριασμούς , όπως αυτός διαμορφώθηκε και αναπροσαρμόστηκε διαχρονικά .

Δεν αναφερόμαστε στα στεγαστικά επιδόματα προνοιακούχαρακτήρα , γιατί ο ρόλος τους δεν είναι σημαντικός στην προστασία της πρώτης κατοικίας.

Αντίθετα αναίρεση της προστασίας αυτής και σε προφανή δυσαρμονία με τη συνταγματική επιταγή αποτελεί ο νέος Πτωχευτικός Κώδικας, που  επιτρέπει την κατάργηση  της προστασίας  πρώτης κατοικίας και την μετά δωδεκαετή  αναγκαστική μίσθωση από το νέο φορέα που δημιουργείται, σε περίπτωση αδυναμίας επαναγοράς της – περαιτέρω μεταβίβασή της σε τρίτους, δηλ. την αποξένωση του ιδιοκτήτη από την πρώτη του κατοικία.

Προτάσεις

Αν θέλουμε εναρμονιζόμενοι με την κατεύθυνση της Ε.Ε. για την καταπολέμηση της «αστεγίας» να θέσουμε στόχους, όπως:

Α. Την πανελλαδική καταγραφή («απογραφή») και πιστή αποτύπωση με σταθερά -και όχι μεταβαλλόμενα- κριτήρια του συνόλου των αστέγων σε όλη την Ελληνική επικράτεια.

Αυτό να γίνει με ευθύνη του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων με συγκρότηση μικτών κλιμακίων από στελέχη του κατά τόπους και δημοτικούς υπαλλήλους σε συνεργασία με ΜΚΟ ή άλλες συλλογικότητες

Β. Την κατηγοριοποίηση των αστέγων πχ. σε τοξικοεξαρτημένουςή μη και σε άλλες κατηγορίες με σταθερά κριτήρια,

Γ. Την ανάθεση στην Τ.Α. του Α΄ βαθμού του έργου της εξεύρεσης στέγης και της κοινωνικής αποκατάστασης των αστέγων με την υποχρεωτική δημιουργία Κέντρων Αστέγων στην έδρα κάθε Δήμου. Κάθε περίπτωση «αστεγίας» (οικογένεια ή μεμονωμένα άτομα) τη χρεώνεται και ένας ή μια κοινωνική λειτουργός ώστε να παρακολουθεί όχι μόνο τη στεγαστική του αποκατάσταση αλλά και την κοινωνική του ένταξη γιατί η μία κατάσταση είναι σύμφυτη με την άλλη.

Δ. Την καταγραφή των κενών και εγκαταλειμμένων και με στατική επάρκεια  κατοικιών σε όλη την Ελληνική Επικράτεια.

Οι κενές κατοικίες αποτελούν ζήτημα που επανέρχεται συχνά στον δημόσιο διάλογο, άλλοτε ως ένδειξη πλούτου για σημαντικό ποσοστό των ελληνικών νοικοκυριών που διαθέτουν περισσότερες από μία κατοικίες και άλλοτε ως κοινωνικός πόρος που μένει ανεκμετάλλευτος , ενώ θα μπορούσε να συμβάλει στην επίλυση στεγαστικών προβλημάτων.

Σχετικά με το τελευταίο εγείρονται σοβαρά ερωτηματικά , όπως :

Α. Κατά πόσο οι κενές κατοικίες σε μία πόλη αποτελούν ένδειξη ευμάρειας, με την έννοια της ύπαρξης ενός σημαντικού αποθέματος κατοικιών που η χρήση τους είναι περιστασιακή.

Β. Κατά πόσο οι κενές αυτές κατοικίες αποτελούν περιουσία ελληνικών νοικοκυριών και

Γ. Το μάλλον σημαντικότερο είναι , αν οι κενές αυτές κατοικίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επίλυση των στεγαστικών προβλημάτων που έχουν επιδεινωθεί κατά την περίοδο της παρατεταμένης ύφεσης.

Για τις απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά πρέπει να αξιοποιήσουμε τη χωροθέτηση των κενών κατοικιών, για την οποία μας προσφέρουν αναλυτικά δεδομένα οι Απογραφές Πληθυσμού της ΕΛΣΤΑΤ.

Ο χάρτης των κενών κατοικιών του 1991 για το σύνολο της χώρας (Μαλούτας, 2000: 24-25) αναδεικνύει τρεις διαφορετικούς τύπους συγκεντρώσεων οι οποίες αντιστοιχούν και σε διαφορετικά είδη κενών κατοικιών. Πχ. κατοικίες σε ορεινές περιοχές, σε αστικά συγκροτήματα και παραθεριστικές.

Το ερώτημα είναι μέσα από ποια διαδικασία σύμφωνη με το νόμο εγκαταλειμμένες και κενές αστικές κατοικίες θα μπορούσαν να περιορίσουν το φαινόμενο της «αστεγίας».

Στο παρελθόν έχουν γίνει ανολοκλήρωτες προσπάθειες , όπως πχ τα εγκαταλειμμένα κτίρια να επιτρέπονταν να περιέρχονται στη διαχείριση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης ύστερα από αίτηση τουοικείου Δήμου στο Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας του ακινήτου.

Αξίζει να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με εκτιμήσεις ερευνητικής ομάδας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, το 37% των κτιρίων του κτιριακού αποθέματος στο κέντρο της Αθήνας είναι κενό.

Η αίτηση θα πρέπει να περιλαμβάνει έγγραφα με την πρόταση επανάχρησης του κτιρίου, στην οποία θα περιλαμβάνονται η προτεινόμενη χρήση, το χρονοδιάγραμμα ενεργειών, οι πόροι για την υλοποίηση του σχεδίου επανάχρησης (π.χ. ίδιοι πόροι, κοινοτική χρηματοδότηση, ιδιωτική επένδυση), καθώς και το είδος ή η έκταση της επέμβασης.

Κατά της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου θα επιτρέπεται η άσκηση έφεσης εντός προθεσμίας 15 ημερών. Εντός τεσσάρων ετών από τη μεταγραφή της απόφασης (ή έξι ετών σε περίπτωση κτιρίου χαρακτηρισμένου ως διατηρητέου ή μνημείου), ο οικείοςΔήμος θα υποχρεούται να προβεί στην υλοποίηση του σχεδίου επανάχρησης του κτιρίου και οπωσδήποτε στις αναγκαίες εργασίες συντήρησης, έτσι ώστε αυτό να πληροί τις στοιχειώδεις συνθήκες διαβίωσης, καθώς και να το ασφαλίσει κατά κινδύνου πυρός και βανδαλισμών.

Κατά κυριότητα περιέλευση των κτιρίων στον δήμο

Στην κυριότητα και διαχείριση των δήμων σύμφωνα με παλαιότερη πρόταση περιέρχονται όλα τα κενά ή αγνώστων ιδιοκτητών κτίρια.

Όσον αφορά την κατά κυριότητα περιέλευση ενός εγκαταλειμμένου ακινήτου στον οικείο Δήμο, και πάλι υποβάλλεται αίτηση  στο Μονομελές Πρωτοδικείο.

Για να περιέλθουν στην κυριότητα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης θα πρέπει να έχουν παρέλθει 10 χρόνια από τη σχετική απόφαση του Πρωτοδικείου, με την οποία πέρασε η διαχείριση του ακινήτου στον Δήμο και δεν θα πρέπει να έχει εμφανισθεί ο κύριος του ακινήτου ή νόμιμος κληρονόμος αυτού. Μέχρι τότε ο οικείος Δήμος ή ειδικός φορέας αυτού παραμένει καλόπιστος νομέας και κάτοχος» [( «…ο νομέας βρίσκεται σε καλή πίστη, όταν χωρίς βαριά αμέλεια έχει την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα. Τέλος, κατ’ αρθρ. 1044 εδ. α Α.Κ., η καλή πίστη πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο της απόκτησης της νομής. Δεν είναι καλόπιστος, γιατί βαρύνεται με βαριά αμέλεια, αυτός που “απέκτησε” ακίνητο παραλείποντας να ελέγξει τα βιβλία μεταγραφών περί των δικαιωμάτων των δικαιοπαρόχων του μεταβιβάζοντος (ΑΠ 453/1975 ΝοΒ 23.1233, ΑΠ 1071/1973, ΝοΒ 22.757)…» (ΑΠ 1918/2008, ΝΟΜΟΣ)].

Ο οικείος Δήμος μπορεί να αξιοποιήσει το ακίνητο το οποίο περιήλθε στην κυριότητά του, όπως αποφασίσει το Δημοτικό Συμβούλιο, εφόσον είναι κατάλληλο για στέγη για κάλυψη των στεγαστικών αναγκών αστέγων ατόμων ή οικογενειών

Σε περίπτωση εμφάνισης του ιδιοκτήτη του κτιρίου εντός τριών ετών από την έκδοση της δικαστικής απόφασης που αποδέχεται την αίτηση περιέλευσης της κυριότητας στον Δήμο, η κυριότητα επανέρχεται σε αυτόν ύστερα από αίτησή του προς τον δήμο, συνοδευόμενη από τους τίτλους ιδιοκτησίας και καταχώρηση της σχετικής απόφασης του Δήμου στα βιβλία του Κτηματολογίου.

Στο πλαίσιο της διαχείρισης ο Δήμος δικαιούται να το παραχωρήσει σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες αντί συμβολικού ανταλλάγματος ή να το χρησιμοποιήσει για τη στέγαση πολιτιστικών εκδηλώσεων.

Η καταγραφή των ακινήτων, θα γίνει σε συνεργασία με το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας (ΤΕΕ), την Κεντρική Ενωση Δήμων Ελλάδας (ΚΕΔΕ) αλλά και τον ΟΑΣΠ ώστε να συνυπολογιστεί και ο παράγοντας του σεισμικού κινδύνου ανά περιοχή.

Στόχος είναι η εν λόγω καταγραφή να ξεκινήσει άμεσα «καθώς και να θεσπισθεί εκείνο το νομοθετικό πλαίσιο που «θα λύνει» τα χέρια των Δήμων ώστε γρήγορα και ευέλικτα να μπορούν «να διαχειριστούν τα εν λόγω ακίνητα».

Ταυτόχρονα θα πρέπει να λυθεί και ένα άλλο ζήτημα, αυτός της εξεύρεσης πόρων για τις συντηρήσεις.

Σε κάθε περίπτωση, ο Δήμος Αθηναίων στο παρελθόν προχώρησε στις εξής κινήσεις:

Το 2013 κατέγραψε τα εγκαταλελειμμένα κτήρια και πρότεινε λύσεις διαχείρισης, μέσω του Σχεδίου Ολοκληρωμένης Αστικής Παρέμβασης, που προσυπέγραψαν 17 υπουργεία.
Κατέθεσε ολοκληρωμένη πρόταση, συγκροτημένη σε πρόταση νόμου, για τη διαχείριση και αξιοποίηση των εγκαταλελειμμένων κτηρίων. Το προτεινόμενο σχέδιο προέβλεπε την προσωρινή δέσμευση και αξιοποίηση των κτηρίων μέχρι την απόσβεση του κόστους αποκατάστασης, σύμφωνα με τεχνικοοικονομική μελέτη βιωσιμότητας που θα εγκρινόταν από τον δήμο Αθηναίων και το Μονομελές Πρωτοδικείο (αν δεν υπήρχε η σύμφωνη γνώμη των ιδιοκτητών).

Μετά τις βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, εγγράφως οτότε Δήμαρχος Αθηναίων, Γιώργος Καμίνης, ζήτησε την προώθηση της διαδικασίας.

Συγκροτήθηκε εκ νέου ανεπίσημη ομάδα εργασίας μεταξύ Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Δήμου Αθηναίων, με συμμετοχή και άλλων φορέων (όπως ΣΑΔΑΣ, Σύλλογος Ιδιοκτητών Διατηρητέων κ.ά.). Τον Ιούλιο του 2017 από την τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ -ΠΣ αποφασίστηκε ο ομάδα αυτή να εκπονήσει δική της πρόταση, χωρίς πάντως έκτοτε να επανέλθει στο ζήτημα.

Επιλογος

Μία πολιτική καταπολέμησης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού πρέπει να συμπεριλάβει υποχρεωτικά και δράσεις και προτάσεις καταπολέμησης της «αστεγίας» με την διπλή της διάσταση της εξεύρεσης «επαρκούς» στέγης για όλους και της κοινωνικής τους αποκατάστασης, διότι το ένα συμβαδίζει υποχρεωτικά με το άλλο.

Μια κυβέρνηση που θέλει να ασκήσει προοδευτική κοινωνική πολιτική είναι υποχρεωμένη να περιλάβει το ζήτημα στην «ατζέντα» της ώστε ο κοινωνικός αποκλεισμός οφειλόμενος στον παράγοντα αυτό να εξαλειφθεί.

Απαιτούνται γενναίες και τολμηρές  παρεμβάσεις σε όλα τα επίπεδα και -το πλέον σημαντικό- ενεργοποίηση και κινητοποίηση των τοπικών κοινωνιών.

Είναι μία ακόμα πρόκληση, ένα ακόμα στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί για τις αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις, όταν αναλάβουν τη διακυβέρνηση της χώρας.