Με την ολοκλήρωση των εργασιών της Συνόδου EUMED την προηγούμενη εβδομάδα, ένα πράγμα είχε γίνει σαφές τόσο στους Ευρωπαίους ηγέτες όσο και στις ευρωπαϊκές κοινωνίες: ότι η Ευρώπη έχει μπροστά της μεγάλες και πολλαπλές προκλήσεις να διαχειριστεί και, αν δεν το κάνει έγκαιρα και αποτελεσματικά, γρήγορα θα παραγκωνιστεί.

Οι γεωπολιτικές εξελίξεις είναι συνεχείς και ο χάρτης των συμμαχιών αλλάζει διαρκώς. Ο παγκόσμιος ανταγωνισμός έχει μετατοπιστεί στον Ινδο-Ειρηνικό Ωκεανό, η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν συνοδεύτηκε από αυξημένες προσφυγικές ροές, ενώ οι εμφύλιοι και οι υβριδικές απειλές στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου πυκνώνουν.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον ανακατατάξεων, η Ευρώπη χρειάζεται να ισχυροποιήσει τη φωνή της. Πρέπει να αποδειχθεί αυτάρκης και αυτόνομη στα κρίσιμα πεδία της ασφάλειας και της άμυνας. Δεν μπορεί να εξαρτάται αποκλειστικά από άλλους, για να έχει ειρήνη και σταθερότητα στην περιοχή της. Χρειάζεται να αναπτύξει τη δική της ολοκληρωμένη πολιτική ασφάλειας, να εμβαθύνει τους δικούς της θεσμούς άμυνας και να εξοπλιστεί με τα δικά της μέσα για την αντιμετώπιση των κρίσεων στη γειτονιά της. Έχει και την τεχνογνωσία και την εμπειρία να το κάνει, χωρίς φυσικά να απομονωθεί από τους παραδοσιακούς της συμμάχους και εταίρους. Και αυτή η συζήτηση έχει ανοίξει για τα καλά στους κόλπους της Ένωσης, με αφετηρία τη Σύνοδο των EUMED στην Αθήνα, όπου πρώτος ο Γάλλος Πρόεδρος που είχα την τιμή να υποδεχτώ μίλησε για την «προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης» και την ανάγκη να δημιουργούμε συμμαχίες. Η στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης είναι, λοιπόν, το νέο μεγάλο της στοίχημα.

Όμως, στη Σύνοδο της Ευρωμεσογειακής Ομάδας δεν ήταν μόνο η γεωπολιτική που μας απασχόλησε, υπό το βάρος και των πρόσφατων διεθνών εξελίξεων. Η κλιματική κρίση που χτυπά την πόρτα της Μεσογείου ήταν επίσης ψηλά στην ατζέντα και η Διακήρυξη των Αθηνών επισφράγισε με τον πιο εμβληματικό τρόπο τη σημασία που έχει η αντιμετώπισή της για τους λαούς της Μεσογείου. Όπως είχα επισημάνει ήδη στην Υπουργική Σύνοδο των EUMED τον Ιούνιο, όταν βάλαμε για πρώτη φορά στην ατζέντα το θέμα της κλιματικής αλλαγής, ο Ευρωπαϊκός Νότος πρέπει να βρεθεί στην πρώτη γραμμή αυτού του αγώνα και να ανάγει το κλίμα σε ύψιστη πολιτική προτεραιότητα της Ένωσης. Όχι μόνο γιατί ήταν πάντα υπέρμαχος της ευρωπαϊκής εμβάθυνσης. Αλλά και γιατί έχει σωρεύσει σκληρή και πολύτιμη εμπειρία, βιώνοντας με τον πιο πικρό τρόπο αυτό το καλοκαίρι τα αποτελέσματα της κλιματικής αλλαγής, την οποία αντιμετώπισε εν πολλοίς χάρη και στην πρωτοφανή ευρωπαϊκή αλληλεγγύη.

Για να προστατεύσουμε, λοιπόν, τη Μεσόγειο- την απόλυτη δύναμη του «μεσογειακού μετώπου» στην οποία διαχρονικά στηρίζουμε την ευημερία μας- ζητήσαμε με τη Διακήρυξη των Αθηνών την πλήρη εφαρμογή του Μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας και την ουσιαστική ενίσχυση των μέσων της RescEU στη Μεσόγειο. Παράλληλα, δεσμευτήκαμε να αξιοποιήσουμε τα πρωτοφανή σε έκταση χρηματοδοτικά εργαλεία που διαθέτουμε, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης, για να εφαρμόσουμε αποφασιστικές πολιτικές προσαρμογής και ανθεκτικότητας, σύμφωνα με τη νέα Στρατηγική της ΕΕ για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή. Το μήνυμα ήταν σαφές. Μπροστά στην κοινή περιβαλλοντική πρόκληση, κοινός θα είναι και ο συντονισμός των Μεσογειακών κρατών. Πολιτικός, επιχειρησιακός, θεσμικός.

Φυσικά, σε μια Σύνοδο όπου συμμετείχαν παραδοσιακά ναυτικά κράτη- φρουροί των ευρωπαϊκών συνόρων δε θα μπορούσαν να μην τεθούν και ζητήματα ασφάλειας συνόρων και καλής γειτονίας. Στο πλαίσιο αυτό, επιδιώξαμε να εκφραστεί και πάλι η ευρωπαϊκή υποστήριξη απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα. Τα μηνύματα που επανέλαβαν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας ήταν σαφή και σκληρά. Η Μεσόγειος δε χρειάζεται άλλες εντάσεις και ταραξίες. Όποιος δε συμμορφώνεται με το Διεθνές Δίκαιο και απειλεί τη σταθερότητα της περιοχής, θα βρίσκει στο πλευρό της Ελλάδας και της Κύπρου την ευρωπαϊκή οικογένεια.

Αντίστοιχα, εκφράστηκε η αποφασιστικότητα όλων να περιφρουρήσουμε τα χερσαία και θαλάσσια σύνορά μας. Οι μεταναστευτικές ροές δεν μπορούν να είναι ανεξέλεγκτες ούτε να γίνουν οι χώρες μας πύλη εισόδου όσων το ζητούν αδιακρίτως. Όσα έγιναν στο πρόσφατο παρελθόν δε θα επαναληφθούν, η Ελλάδα αυτή τη φορά θα είναι προετοιμασμένη.

Συνολικά, η Σύνοδος των EUMED στην Αθήνα ήταν μια ουσιαστική πολιτική συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης. Οι ηγέτες συζήτησαν ανοιχτά και τόλμησαν να αγγίξουν τα μεγάλα ζητήματα που θα απασχολήσουν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Ασφάλεια, άμυνα, οικονομία, ενέργεια, υγεία. Όλα τα μεγάλα διλήμματα ξεδιπλώνονται μπροστά μας. Η Ελλάδα σε αυτή τη συζήτηση προσέρχεται με καθαρή και σαφή θέση για το ποια είναι η λύση τους: Περισσότερη Ευρώπη, ισχυρότερη Ευρώπη, αποφασιστικότερη Ευρώπη.

*Άρθρο του Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών Αρμόδιου για τα Ευρωπαϊκά Θέματα Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη για το ΠΑΡΟΝ της Κυριακής