Η πρόταση του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να μεσολαβήσει μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας θα μπορούσε να θεωρηθεί, από κάποιους ελάχιστους ανυποψίαστους, ως μια αξιέπαινη ειρηνευτική προσπάθεια, αλλά η πραγματικότητα δεν αφήνει τέτοια περιθώρια, ούτε στην επικράτειά του, παρά την ανελέητη προπαγάνδα του καθεστώτος του.
Της Μαρίας Λίλας
Εντός και εκτός των τουρκικών συνόρων είναι γνωστό πως το ενδεχόμενο μιας στρατιωτικής σύγκρουσης, μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, θα στοιχίσει ακριβά στην Άγκυρα.
Παρά την στενή σχέση του με τον Ρώσο Πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, ο επίδοξος Σουλτάνος έχει προκαλέσει οργή στη Μόσχα — όχι μόνο εξαιτίας της επίδειξης αλληλεγγύης προς το Κίεβο, αλλά και για την στήριξη που προσφέρει στην στρατηγική του ΝΑΤΟ να επεκτείνει την στρατιωτική του παρουσία στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας.
Τώρα όμως που χτυπούν τα τύμπανα του πολέμου και η Ουάσιγκτον αναμένει από την Άγκυρα να μείνει ακλόνητη στο πλευρό της, ο Ερντογάν προσπαθεί να παίξει το χαρτί της ουδετερότητας.Σε τηλεφωνικές επαφές με τον Πούτιν και τον Ουκρανό πρόεδρο Ζελένσκι έπεσε η πρόσκληση για συνομιλίες, στην Τουρκία.
Αλλά με τη Ρωσία να δείχνει παγερή αδιαφορία, ο Ερντογάν ετοιμάζει τις βαλίτσες του για το Κίεβο, στις αρχές Φεβρουαρίου και ελπίζει πως αμέσως μετά, θα πάρει το αεροπλάνο για τη Μόσχα.
Στις 19 Ιανουαρίου, το Κρεμλίνο επανέλαβε ότι θα καλωσόριζε τις τουρκικές προσπάθειες «να αλλάξουν στάση οι Ουκρανοί και να πειστούν να εκπληρώσουν [υπάρχουσες] συμφωνίες και δεσμεύσεις» — μια αναφορά στις λεγόμενες Συμφωνίες του Μινσκ, του 2015.
Με άλλα λόγια, η Ρωσία ενδιαφέρεται όχι για διαμεσολάβηση, αλλά για προσπάθειες αποτροπής του Ζελένσκι να εμπλακεί στρατιωτικά στο Ντονμπάς, (τη ρωσόφωνη περιοχή στα ανατολικά της χώρας) παρά την ενθάρρυνση, που έχει από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία.
Επιπλέον, η Μόσχα κατάφερε να μετατρέψει την κρίση στην Ουκρανία, σε ένα ευρύτερο θέμα διαπραγμάτευσης για την επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, γεγονός που καθιστά και πάλι τον Ερντογάν μάλλον απίθανο ως μεσολαβητή.
Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών φάνηκε να το παραδέχεται, εξάλλου, όταν την περασμένη εβδομάδα δήλωσε ότι «ο διάλογος ΝΑΤΟ-Ρωσίας και ΗΠΑ-Ρωσίας θα είναι καθοριστικός» για το πώς θα εξελιχθεί η αντιπαράθεση για την Ουκρανία.
Κι ενώ η Άγκυρα χρειάζεται απεγνωσμένα την αποκλιμάκωση, καθώς γνωρίζει πως θα είναι ο επόμενος κρίκος που θα σπάσει αν ξεσπάσει πόλεμος, η περιστασιακή έστω χρήση από την Ουκρανία των τουρκικών μαχητικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών (drones Bayraktar TB2) στο Ντονμπάς, ρίχνει λάδι στη φωτιά.
Το περασμένο Σαββατοκύριακο, ο Τούρκος υπουργός Άμυνας Χουλουσί Ακάρ, προσπάθησε να υπερασπιστεί τις πωλήσεις των ΤΒ2, ως μέρος των δεσμεύσεων του ΝΑΤΟ σε μη μέλη. «Εναπόκειται στην Ουκρανία να αποκτήσει και να χρησιμοποιήσει αυτά τα συστήματα. Η Τουρκία, ως προμηθεύτρια, δεν μπορεί να κατηγορηθεί για αυτούς», είπε. «Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι η Ουκρανία θεωρείται εταίρος των ενισχυμένων ευκαιριών του ΝΑΤΟ. Ως εκ τούτου, η ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων της Ουκρανίας αποτελεί ένα από τα σημεία των Σχεδίων Δράσης Ατομικής Συνεργασίας του ΝΑΤΟ. Η Τουρκία έχει συμβάλει στην ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας της Ουκρανίας, διμερώς και εντός του πλαισίου του ΝΑΤΟ» πρόσθεσε.
Οι δηλώσεις του Ακάρ θα μπορούσαν να εκληφθούν και ως διάψευση των ισχυρισμών της Δύσης ότι η προμήθεια των οπλισμένων drones από την Τουρκία στην Ουκρανία έχει προκαλέσει τη Ρωσία, την ώρα που η απόκτηση των συστημάτων αεράμυνας S-400 είχε στείλει διαφορετικό μήνυμα στο Κρεμλίνο.
Ταυτόχρονα, όμως, και ο Ερντογάν αισθάνεται την ανάγκη να κατευνάσει τον Πούτιν, δεδομένης της φιλίας Άγκυρας και Μόσχας, η οποία έχει αποκτήσει, τα τρία τελευταία χρόνια, στρατηγικό προσανατολισμό.
Έτσι ενώ μιλά για σφετερισμό της Κριμαίας από τη Ρωσία, αντιδρά στην επιθετικότητα των Ηνωμένων Πολιτειών και της Βρετανίας, που υποστηρίζονται από την Πολωνία, την Εσθονία, τη Λετονία και τη Λιθουανία, και συντάσσεται με την πιο προσεκτική και επιφυλακτική προσέγγιση ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Γερμανία, η Αυστρία και η Ουγγαρία. Η ευρωπαϊκή διχόνοια διευκόλυνε πάντα τους ελιγμούς του Ερντογάν.
Η εμφάνιση νέων μπλοκ εξουσίας όπως το Σύμφωνο Ασφάλειας ΗΠΑ-Βρετανίας Αυστραλίας απέναντι στην Κίνα και η πρωτοβουλία Τετραμερούς Διαλόγου για την Ασφάλεια που περιλαμβάνει την ίδια τριάδα μαζί με την Ιαπωνία, καθώς και αμφιλεγόμενες εξελίξεις όπως η μονομερής απόφαση των ΗΠΑ να αποχωρήσουν από το Αφγανιστάν και η ακύρωση της συμφωνίας για τα γαλλικά υποβρύχια από την Αυστραλία, έφεραν αμφιβολίες και έριδες στο ευρωπαϊκό στρατόπεδο του ΝΑΤΟ και η Τουρκία προσπάθησε να εκμεταλλευτεί, αυτές τις ρωγμές.
Αλλά τώρα, με την κλιμάκωση της κρίσης στην Ουκρανία, ετοιμάζεται να πληρώσει ένα διόλου ευκαταφρόνητο τίμημα.
Το Πεντάγωνο έθεσε χθες 8.500 στρατιώτες σε «αυξημένη επιφυλακή» για να αναπτυχθούν στην Ανατολική Ευρώπη σε περίπτωση επίθεσης της Ρωσίας, μετά την εντολή απομάκρυνσης των οικογενειών του προσωπικού της αμερικανικής πρεσβείας στην Ουκρανία.
Η πολιτική ΗΠΑ-Βρετανίας κατά της Ρωσίας, περιλαμβάνει αποστολές όπλων στον στρατό της Ουκρανίας και απειλές κυρώσεων, που θα μπορούσαν να βυθίσουν τη ρωσική οικονομία.
Τριάντα επίλεκτοι των βρετανικών ειδικών δυνάμεων μεταφέρθηκαν στην Ουκρανία με αποστολή να εκπαιδεύσουν τους Ουκρανούς στρατιώτες στη χρήση των 2.000 αντιαρματικών πυραύλων που έχει στείλει η Βρετανία, επιπρόσθετα από τους 100 στρατιώτες που βρίσκονται ήδη στη χώρα.
Παράλληλα, μέλη τους ηγούνται μιας μεγάλης ετοιμοπόλεμης μονάδας στην Εσθονία με πάνω από 800 βρετανούς στρατιώτες, άρματα μάχης, οχήματα πυροβολικού και αντιαεροπορικών πυραύλων. Ενώ και 140 άνδρες των βρετανικών δυνάμεων βρίσκονται στην Πολωνία, στο πλαίσιο της ενισχυμένης παρουσίας του ΝΑΤΟ.
Πριν από λίγες ημέρες μάλιστα ο υπουργός Άμυνας Μπεν Γούαλας, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο η Βρετανία να ενισχύσει ακόμα περισσότερο την άμυνα της Ουκρανίας ανάλογα με την εξέλιξη της κατάστασης.
ΗΠΑ και Βρετανία ασκούν, επίσης, πίεση στην Τουρκία για τους δεσμούς της με τη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένων των S-400, στη Γερμανία για την επιθυμία της να διατηρήσει τον αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream 2 με τη Ρωσία, στη Φινλανδία και τη Σουηδία για την αδέσμευτη πολιτική τους, που τους κρατά εκτός ΝΑΤΟ και σε οποιοδήποτε μέλος του ΝΑΤΟ αποστρέφεται την προοπτική να γίνει η Ευρώπη το θέατρο μιας νέας σύρραξης, διπολικής επιρροής, στα πρότυπα της περιόδου, του Ψυχρού Πολέμου.
Για την Άγκυρα, η στροφή προς τη μετριοπάθεια και την ουδετερότητα φαίνεται αναπόφευκτη, όσο σκληρή κι αν είναι η ρητορική της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η τουρκική στάση κατά τον πόλεμο Γεωργίας-Ρωσίας το 2008, όταν η Γεωργία που υποστηρίχθηκε από τη Δύση προσπάθησε να ανακτήσει την αποσχισθείσα περιοχή της Νότιας Οσετίας.
Αν και η Άγκυρα ήταν ο κύριος υποστηρικτής ενός προγράμματος εκπαίδευσης και εξοπλισμού του γεωργιανού στρατού ενόψει του πολέμου, αρνήθηκε να αφήσει αμερικανικά πολεμικά πλοία στη Μαύρη Θάλασσα ως μέρος των αμερικανικών κινήσεων για την αποτροπή της Ρωσίας, τηρώντας τη Σύμβαση του Μοντρέ. Τελικά, τα σχέδια της Γεωργίας να διεκδικήσει εκ νέου τη Νότια Οσετία και την Αμπχαζία ναυάγησαν, καθώς η Ρωσία επενέβη για να βοηθήσει τις αποσχισθείσες περιοχές.
Σήμερα, μια στρατιωτική κλιμάκωση στην ανατολική Ουκρανία μπορεί να αναγκάσει την Άγκυρα να λάβει σκληρές αποφάσεις, ειδικά σε σχέση με την ευθύνη της να διατηρήσει τη ναυσιπλοΐα μέσω των Στενών.
Η αποφυγή αντιπαράθεσης με τη Μόσχα μπορεί να είναι το βασικό μέλημα της Άγκυρας σε μια τέτοια περίπτωση, όμως μοιάζει σχεδόν αδύνατη.
Το καθεστώς Ερντογάν έχει έναν μακρύ κατάλογο συμφερόντων που πρέπει να εξετάσει, πέραν της σταθερότητας των Στενών και της Μαύρης Θάλασσας.
Είναι ο πυρηνικός σταθμός Ακούγιου που κατασκευάζουν οι Ρώσοι στη νότια Τουρκία, η εξασφάλιση του φυσικού αερίου από τη Ρωσία, ο τουρισμός, οι ρωσικές αγορές από Τούρκους φρούτων και λαχανικών, τα πολλά έργα τουρκικών κατασκευαστικών εταιρειών στη Ρωσία, ενώ η Άγκυρα ελπίζει να επεκτείνει την επιρροή της στον Καύκασο, αφού βοήθησε το Αζερμπαϊτζάν στον πόλεμο του Ναγκόρνο-Καραμπάχ το 2020 και έχει συνεχιζόμενες στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Συρία και τη Λιβύη.
Εν μέσω των αυξανόμενων οικονομικών δεινών της Τουρκίας, ακόμη και οι εισαγωγές σιταριού από τη Ρωσία είναι κρίσιμες, τώρα που οι τιμές του ψωμιού διπλασιάστηκαν.
Επιπλέον, το εύρος των πιθανών κυρώσεων κατά της Ρωσίας και ο αντίκτυπός τους σε τρίτες χώρες είναι δύσκολο να προβλεφθούν. Η Τουρκία έχει μέχρι στιγμής αρνηθεί να συμμετάσχει στις κυρώσεις των ΗΠΑ και της Ευρώπης κατά της Ρωσίας, αλλά ενδέχεται να δυσκολευτεί να το κάνει εάν οι κυρώσεις επεκταθούν στον τραπεζικό τομέα.
Ακόμα κι αν η Άγκυρα καταφέρει να κρατήσει μια ουδέτερη στάση, οι τουρκορωσικές σχέσεις δύσκολα θα μπορούσαν να βγουν αλώβητες από αυτή την κρίση. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι ο Πούτιν θα αγνοήσει την πώληση οπλισμένων μη επανδρωμένων αεροσκαφών από την Τουρκία στην Ουκρανία ή την περιγραφή της Κριμαίας από τον Ερντογάν ως σφετερισμένου εδάφους.
Πιθανά ρωσικά αντίποινα σε ζητήματα όπως το Κυπριακό, η στρατιωτική παρουσία της Τουρκίας στη Συρία, τη Λιβύη και το Ιράκ ή ακόμα και το κουρδικό ζήτημα, δεν μπορεί να αποκλειστούν.