Άρθρο του Παναγιώτη Γεωργιάδη*
Με βάση τις τελευταίες έρευνες ο αριθμός των γάμων που καταλήγει σε διαζύγιο έχει
ανοδική πορεία, τα τελευταία χρόνια και λόγω της οικονομικής κρίσης, καθώς έχει
ξεπεράσει πλέον το 34%. Τα παιδιά αποτελούν τα «αθώα θύματα» ενός διαζυγίου με
αντιδικία, διότι σε πολλές περιπτώσεις δυστυχώς χρησιμοποιούνται ως ΄΄όπλα΄΄ για
να πληγεί ο άλλος γονέας πχ. όταν ο υπόχρεος σε διατροφή πατέρας για λόγους
εκδίκησης δεν καταβάλλει από κακοβουλία διατροφή, ή όταν η μητέρα θέλει να
βλάψει τον πρώην σύζυγο στερώντας του τα παιδιά, ή όταν ο κάθε γονέας δεν θέλει
τα παιδιά του να βρίσκονται δίπλα στον/στην νέο/νέα σύντροφο του άλλου γονέα.
Παρότι η Νομική θεωρία και οι σύγχρονες παιδοψυχιατρικές απόψεις υπαγορεύουν
πως οι γονείς, ιδίως μετά το στάδιο της νηπιακής ηλικίας θα πρέπει να
αντιμετωπίζονται ισότιμα, κάτι τέτοιο δεν έχει υιοθετηθεί από τα Δικαστήρια της
χώρας μας. Ιδίως σε επίπεδο πρωτοβάθμιων Δικαστηρίων (όπου οι υποθέσεις
κρίνονται αρχικώς) αλλά και Ασφαλιστικών μέτρων (Προσωρινή Δικαστική
Προστασία) τα ποσοστά της επιδίκασης της επιμέλειας των ανηλίκων υπέρ “της
μητέρας” είναι ομολογουμένως συντριπτικά άνω του 93%. Δυστυχώς ιδιαίτερα
μεγάλο είναι και το ποσοστό παραβιάσεων των δικαστικών αποφάσεων που
ρυθμίζουν την επικοινωνία, αλλά και την υποχρέωση καταβολής διατροφής,
συνεπώς δεν μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια στο πρόβλημα.
Λύσεις φιλοδοξεί να δώσει το υπουργείο Δικαιοσύνης με την σύσταση Ειδικής
Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής για «την αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου»
(ΦΕΚ τευχ. ΥΟΔΔ, 252/08.04.2020). Η Επιτροπή αυτή συνέταξε Νομοσχέδιο (Ν/Σ)
με τίτλο «τροποποίηση των διατάξεων του Αστικού Κώδικα για τη γονική μέριμνα και
την προσωπική επικοινωνία με το τέκνο», καταλήγοντας σε θεμελιώδεις αλλαγές εκ
των οποίων οι βασικότερες είναι, η κατ΄ αρχήν υποχρεωτική κοινή άσκηση της
γονικής μέριμνας και επιμέλειας από τους δύο γονείς, και η επικοινωνία που δεν
μπορεί να είναι σε χρόνο μικρότερη από το 1/3 του χρόνου συνολικά για τον γονέα
που δεν διαμένει με το παιδί.
Ειδικότερα προτείνονται, σύμφωνα με τις έως τώρα πληροφορίες που έχουν
διαρρεύσει, οι ακόλουθες αλλαγές :
Το άρθρο 1511 ΑΚ, σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας αλλάζει ως
ακολούθως, «το συμφέρον του τέκνου, που εξυπηρετείται πρωτίστως από την
ισόχρονη και ουσιαστική παρουσία και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα
του τέκνου, καθώς επίσης από την αποτροπή αποξένωσής του από καθέναν απ’
αυτούς, πρέπει να αποβλέπει και η απόφαση του δικαστηρίου, όταν καλείται αυτό να
αποφασίσει».
Στη δεύτερη παράγραφο του ανωτέρω άρθρου, αναμένεται να προστεθεί ότι «η
απόφαση του δικαστηρίου θα πρέπει να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του σεξουαλικού
προσανατολισμού, εκτός από τις ήδη αναφερόμενες διακρίσεις του φύλου, της φυλής,
της γλώσσας, της θρησκείας, των πολιτικών, της ιθαγένειας, της εθνικής ή κοινωνικής
προέλευσης ή της περιουσίας».
Στην 3 η παράγραφο του ίδιου άρθρου, προτείνεται η προσθήκη, ότι η γνώμη του
παιδιού πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται «εφόσον κριθεί από το δικαστήριο ότι
δεν αποτελεί προϊόν καθοδήγησης και υποβολής».
Αλλάζει το άρθρο 1512 ΑΚ με την θέσπιση της υποχρεωτικής διαμεσολάβησης, η
οποία αν δεν αποδώσει θα οδηγηθεί η υπόθεση σε δικαστική κρίση.
Κομβική είναι η προτεινόμενη αλλαγή του άρθρου 1513 ΑΚ, όπου μέχρι σήμερα «σε
περιπτώσεις διαζυγίου η άσκηση γονικής μέριμνας ρυθμίζεται από το δικαστήριο». Η
προτεινόμενη ρύθμιση επιβάλλει την «από κοινού και εξίσου άσκηση γονικής
μέριμνας». Σε περίπτωση διαφωνίας το δικαστήριο θα μπορεί ανάλογα με την
περίπτωση: α) Να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων
με εξειδίκευση στον τρόπο άσκησής της στα κατ’ ιδίαν θέματα ή να αναθέσει την
άσκηση της γονικής μέριμνας στον έναν γονέα ή σε τρίτο, β) όταν οι συνθήκες ζωής
των γονέων και των τέκνων το επιτρέπουν και εφόσον είναι προς το συμφέρον του
τέκνου το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει την εναλλασσόμενη διαμονή του, γ)
επίσης μπορεί να διατάξει πραγματογνωμοσύνη, διαμεσολάβηση ή την επανάληψή
της, ορίζοντας συγχρόνως τον διαμεσολαβητή.
Στο άρθρο 1518 ΑΚ για την επιμέλεια του τέκνου, θεσπίζεται η υποχρέωση του γονέα
να διαφυλάσσει και να ενισχύει τη σχέση του τέκνου με τον άλλον γονέα, τους
αδελφούς του, καθώς και με την οικογένεια του άλλου γονέα, ιδίως όταν οι γονείς δεν
ζουν μαζί ή ο άλλος γονέας έχει αποβιώσει.
Τροποποιείται η διάταξη του άρθρου 1519 ΑΚ ως ακολούθως, «όταν η επιμέλεια
ασκείται από τον έναν γονέα ή έχει γίνει κατανομή της μεταξύ των γονέων, οι
αποφάσεις για την ονοματοδοσία του τέκνου, το θρήσκευμα, για ζητήματα της υγείας
του εκτός από τα επείγοντα και εντελώς τρέχοντα, καθώς και ζητήματα εκπαίδευσης
που επιδρούν αποφασιστικά στο μέλλον του, λαμβάνονται και από τους δύο γονείς
από κοινού».
Τέλος ιδιαίτερα σημαντική αλλαγή αφορά το άρθρο 1520 ΑΚ, που ορίζει την
προσωπική επικοινωνία. Μέχρι σήμερα προβλέπεται ότι «ο γονέας με τον οποίο δεν
διαμένει το τέκνο διατηρεί το δικαίωμα της ευρύτερης προσωπικής επικοινωνίας με
αυτό». Στο τραπέζι των συζητήσεων βρίσκεται η συμπλήρωση της διάταξης ως εξής:
«Στην οποία περιλαμβάνεται τόσο η φυσική παρουσία-επαφή αυτού με το τέκνο όσο
και η διαμονή του τέκνου στην οικία του. Ο συνολικός χρόνος που το τέκνο θα
επικοινωνεί με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει δεν επιτρέπεται να είναι
μικρότερος από το 1/3 υπολογιζόμενος είτε σε ετήσια είτε σε μηνιαία είτε σε
εβδομαδιαία βάση, εκτός εάν ο γονέας που δεν διαμένει με το τέκνο επιθυμεί
μικρότερο χρόνο επικοινωνίας».
Επιπλέον, εκτός από την υποχρέωση του γονέα να μη διακόπτει την επικοινωνία του
παιδιού με τους συγγενείς του, προστίθεται μια ακόμη πρόταση, «οι γονείς δεν έχουν
το δικαίωμα να εμποδίζουν την επικοινωνία του τέκνου με τρίτους που έχουν
αναπτύξει μαζί του κοινωνικοσυναισθηματική σχέση οικογενειακής φύσης, εφόσον με
την επικοινωνία εξυπηρετείται το συμφέρον του τέκνου».
Τέλος προτείνεται η τροποποίηση του άρθρου 1532 ΑΚ που προβλέπονται οι
συνέπειες της κακής άσκησης της επιμέλειας, ως ακολούθως : «κακή άσκηση γονικής
μέριμνας συνιστούν ιδίως, η υπαίτια μη συμμόρφωση προς τις αποφάσεις και πράξεις
δικαστικών αρχών που αφορούν στο τέκνο, η διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης
του τέκνου με τον άλλο γονέα και την οικογένειά του και η με κάθε τρόπο πρόκληση
αποξένωσης του τέκνου από αυτούς, η υπαίτια παράβαση των όρων της συμφωνίας
των γονέων ή της δικαστικής απόφασης για την επικοινωνία του τέκνου με τον γονέα
με τον οποίο δεν διαμένει και η με άλλον τρόπο παρεμπόδιση της επικοινωνίας, η
κακή άσκηση και υπαίτια παράλειψη της άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας από
τον δικαιούχο γονέα, αλλά και η αδικαιολόγητη άρνηση του γονέα να καταβάλει τη
διατροφή που επιδικάστηκε στο τέκνο από το δικαστήριο ή συμφωνήθηκε μεταξύ των
γονέων.».
Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις που δόθηκαν στην δημοσιότητα, προκάλεσαν
έντονα αντικρουόμενες αντιδράσεις. Οργανώσεις υποστηρικτών της συνεπιμέλειας
επιδοκίμασαν τις προτεινόμενες αλλαγές κάνοντας λόγο για ανάγκη τροποποίησης
του Οικογενειακού δικαίου σε αυτό το ζήτημα που έχει να αλλάξει από το 1983. Στον
αντίποδα σχεδόν όλες οι γυναικείες οργανώσεις αντιδρούν έντονα, απορρίπτοντας
ως απαράδεκτο το νομοσχέδιο απαιτώντας την απόσυρση του.
Σύμφωνα με την διεθνή εμπειρία, όπου έχει εφαρμοστεί η συνεπιμέλεια εδώ και
δεκαπέντε χρόνια τα αποτελέσματά κρίνονται θετικά. Η μόνη αντίρρηση ήταν για την
εναλλασσόμενη κατοικία βρεφών, άποψη που τελικά δεν επικράτησε. Αντίστοιχα
υπάρχει και η αρνητική εμπειρία της γειτονικής Ιταλίας που υιοθέτησε το 2006 την
κοινή επιμέλεια – afido condiviso. Όμως σύντομα τα δικαστήρια λόγω αδράνειας και
λόγω ανεπιτυχούς διάταξης, ξαναγύρισαν στο να ορίζουν το γονέα με τον οποίο το
παιδί θα διαμένει (genitore collocatario).
Επειδή ακριβώς το ζήτημα είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο, θα πρέπει να προσεγγιστεί με
μεγάλη προσοχή και ολιστική αντιμετώπιση, έτσι ώστε οι προτεινόμενες διατάξεις να
μην επιφέρουν τελικά μεγαλύτερο πρόβλημα από αυτό που καλούνται θεωρητικά να
επιλύσουν. Κλειδί για την επιτυχία αποτελεί ο συγκερασμός των ακραία
αντικρουόμενων θέσεων, μέσω της ΄΄φιλικής δικαιοσύνης΄΄, χωρίς αντιδικία των
γονέων στο δικαστήριο, αλλά με προώθηση του θεσμού της διαμεσολάβησης, και την
ενίσχυση των υποστηρικτικών κρατικών υπηρεσιών.
Ιδιαίτερα χρήσιμη θα ήταν η θέσπιση υποχρεωτικής κοινωνικής έρευνας, προς
διαφώτιση του δικαστηρίου στις υποθέσεις γονικής μέριμνας, κατ’ αναλογία όσων
ισχύουν για την υιοθεσία (άρθρο 1557 ΑΚ). Επειδή ωστόσο με τις υπάρχουσες
δυνατότητες της υπηρεσίας κοινωνικών λειτουργών, κάτι τέτοιο είναι αδύνατο για
όλες τις περιπτώσεις των διαζυγίων, θα πρέπει να ιδρυθεί κατ’ εφαρμογή του Ν.
2447/1996, σώμα οικογενειακών κοινωνικών λειτουργών, με επαρκή και κατάλληλη
στελέχωση και τα αναγκαία υλικοτεχνικά μέσα, που θα ενισχυθεί με ψυχολόγους.
Θα πρέπει να προβλεφθεί ειδικό μηνιαίο επίδομα στήριξης των πολύ χαμηλού
εισοδήματος χωρισμένων γονέων που έχουν την επιμέλεια παιδιού, κατ’ εφαρμογή
του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος, ώστε ο οικονομικά ασθενέστερος γονέας
(πολύ συχνά η μητέρα) να μπορεί ισότιμα να διεκδικήσει την επιμέλεια του τέκνου
αλλά και εν συνεχεία να ανταποκριθεί στην ευθύνη που αναλαμβάνει.
Θα πρέπει για την συνδρομή του οικογενειακού διαμεσολαβητή και φυσικά του
δικαστή που έχει και τον τελευταίο λόγο, να θεσπιστεί ενιαίο εθνικό πρωτόκολλο
ενεργειών, με διαγνωστικά τεστ, ενιαία θεραπεία, και επιστημονική αντιμετώπιση της
ενδοοικογενειακής βίας (ψυχικής, σωματικής, σεξουαλικής), των ψευδών
κατηγοριών, της γονικής αποξένωσης κλπ.
Εάν για ακόμη μια φορά θεσπιστούν νέες διατάξεις χωρίς την απαιτούμενη, για την
ορθή εφαρμογή τους, ενίσχυση των εμπλεκόμενων υπηρεσιών και δομών του
κράτους, ελλοχεύει ο ακόλουθος κίνδυνος, να καταλήξουν κενό γράμμα, όπως στην
περίπτωση της Ιταλίας που δεν εφαρμόστηκαν στην πράξη, ή να δημιουργήσουν
πολύ μεγαλύτερα προβλήματα που όσα φιλοδοξεί ο νομοθέτης να επιλύσει,
δυστυχώς σε βάρος των παιδιών που είναι τα αθώα θύματα.
*Δικηγόρος Παρ΄ Αρείω Πάγω, Μέλος ΔΣ – Υπεύθυνος Δημοσίων Σχέσεων του Ν.ΙΝΚΑ