Σε μια εποχή όπου οι κάθε λογής παραγωγοί και καναλάρχες εργαλειοποιούν την οικονομική ύφεση που έχει βάλει φρένο στην τηλεοπτική δημιουργικότητα και φαντασία για να ταϊζουν το κοινό τους τυποποιημένο και καλοδοκιμασμένο προϊόν, η αγανάκτηση απέναντι στα κακά αρχέτυπα των ριάλιτι show που επέστρεψαν δριμύτατα έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο.
Τη σιωπηλή λοιπόν αυτή διαμαρτυρία των πιο προβληματισμένων τηλεθεατών εκφράζει σε συγκλονιστικό του κείμενο ο φιλόλογος και συγγραφέας Μιχάλης Σακελλαρίου, ο οποίος τοποθετείται ενάντια στην κουλτούρα των ριάλιτι ως σύνολο, βάζοντας στο στόχαστρο ακόμα κι εκείνα που έχουν πολύ αθώα πωληθεί με την ταμπέλα του εναλλακτικού και διαθεματικού, κρύβοντας ωστόσο στα τηλεοπτικά τους καρέ μια διαφορετική πτυχή του ίδιου ακριβώς προβλήματος.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα οπτική, την οποία και σπάνια θα διαβάσουμε σε αντίστοιχες αναλύσεις, αποτελεί και η «to the point» παρατήρηση πως τα ριάλιτι έχουν την τάση να μετατρέπουν τα κοινωνικά προβλήματα σε ατομικά, στρέφοντας έτσι τα ζητήματα των μειωνοτικών ομάδων σε μια εντελώς λανθασμένη κατεύθυνση.
Διαβάστε παρακάτω ολόκληρο το κείμενο:
«Μια βιομηχανία εξατομικευμένης και διαφοροποιημένης συναισθηματικής ζαχαροπλαστικής ανθεί τα τελευταία 20 και πλέον χρόνια. Τα reality τηλεπαιχνίδια δεν είναι κάτι καινούργιο στο ελληνικό ή στο παγκόσμιο τηλεοπτικό χάρτη. Δικαιούνται πλέον να γιορτάσουν τις δικές τους επετείους και γενέθλια και μαζί με τους (πλέον) μεσήλικες πρώτους παίκτες τους, να προσφέρουν τους εαυτούς τους θέαμα στο εκπαιδευμένο κοινό με την εδραιωμένη ναρκισσιστική διαταραχή. Οι παίκτες πια πηγαίνουν διαβασμένοι, εξοικειωμένοι με τις κάμερες, γνωρίζοντας καλά και έχοντας προβάρει τα τερτύπια τους, και από πριν οι περισσότεροι σχεδιάσει με αδρές γραμμές – και με τη βοήθεια της παραγωγής πάντα – μία περσόνα που θα υποδυθούν μέσα στο παιχνίδι και το καλύτερο γι’ αυτούς θα είναι να τους μοιάζει γιατί απέναντι σε ένα εξίσου καλά εκπαιδευμένο κοινό, η φενάκη συνήθως δεν λειτουργεί.
Ο δίσκος με τα γλυκά ετοιμάζεται από πριν με επιμέλεια και προσφέρεται σε μικρές λαχταριστές μπουκίτσες κάθε εβδομάδα στο πεινασμένο κοινό. Η ξενοφοβία, ο ρατσισμός, η κάθε λογής προκατάληψη και ακραία ιδεολογία έχουν την τιμητική τους απέναντι σε παίκτες – εκπροσώπους αντίστοιχων μειοψηφικών ομάδων και το ότι το παιχνίδι είναι από πριν στημένο είναι ευδιάκριτο ακόμη και σε νήπια. Ζητούμενο, τι άλλο από τις συγκρούσεις. Και όσο πιο ακραία σχεδιασμένοι οι παίκτες τόσο πιο σφοδρές θα ξεσπάσουν και εκείνες ανασύροντας από τα βάθη τα πιο βίαια συναισθήματα των τηλε-οπαδών.
Φυσικά εκτός από την οργή δεν λείπει το μελόδραμα, τα ναυάγια της ζωής, το κλάμα, οι δραματικές μουσικές, οι εξομολογήσεις, οι προδοσίες, οι φαινομενικοί έρωτες, τα ψέματα, οι στρατηγικές και οι στοχευμένες παρεμβολές της παραγωγής προκειμένου να συντηρήσει και να πυροδοτήσει ακόμη περισσότερο τις εντάσεις. Η ψυχική και συναισθηματική εξουθένωση, ο εξευτελισμός και η δημόσια διαπόμπευση είναι το απαραίτητο πασπάλισμα προκειμένου το προϊόν να καταστεί ακόμη πιο εύπεπτο και διαφημιστικά περιζήτητο. Τυχοδιώκτες, αποτυχημένοι επαγγελματίες, τηλε εξαρτημένοι δημοσιομανείς, στάρλετ, wannabes και διαταραγμένοι. Κυρίως οι τελευταίοι είναι οι θαμώνες των σπιτιών με τις πισίνες και την ψεύτικη βλάστηση.
Όμως ο κατήφορος δεν είναι αυτός.
Τα ρε αλήτη show έχουν εξελιχθεί πια τόσο που το καθένα έχει και το κοινό του.
Υπάρχουν οι πιο χυδαίες εκδοχές τους, στις οποίες η αμορφωσιά και η αγένεια βαπτίζονται ευθύτητα και ακεραιότητα του χαρακτήρα, καθώς παντρεύονται με τη χλιδή, τις τουαλέτες και τις σαμπάνιες ενώ την ίδια ώρα τα στερεότυπα και οι έμφυλοι ρόλοι καρφώνονται με βαριοπούλες στα μυαλά των, καθόλου αθώων τηλεθεατών.
Υπάρχουν όμως και οι πιο εκλεπτυσμένες παραλλαγές τους. Τα θεματικά ή talent shows. Εκείνα που προβάλλουν και προωθούν τη διαφορετικότητα, το diversity, τη συμπερίληψη. Για ένα πράγμα δεν κάνουν λόγο και σκόπιμα το αφήνουν απ έξω. Το κάθε λογής περιθώριο και η κάθε προκατάληψη έχουν ρίζες ταξικές. Όχι κοινωνικές που συνοδεύονται από μειονεκτήματα απέναντι στην κυρίαρχη ομάδα. Εξ άλλου στόχος του παιχνιδιού (υποτίθεται ότι) είναι αυτός. Άλλαξε τάξη, εισόδημα, εμφάνιση, επάγγελμα, κυνήγησε το όνειρό σου για να σώσεις την ατομικότητά σου. Όχι την ομάδα την οποία εκπροσωπείς. Όμως αυτό είναι μια άλλη συζήτηση και δεν είναι της ώρας.
Όχι, δεν θα γίνει λόγος για ατομικά δικαιώματα και προσωπικά δεδομένα. Όχι πια το 2020 και απέναντι σε ένα κοινό τόσο αποφασισμένο και πρόθυμο να εκθέσει τις πιο προσωπικές και ιδιωτικές στιγμές του στο ΦΒ και στο ινσταγκραμ. Όχι απέναντι σε ένα πλήθος -συμπεριλαμβανομένου και του γράφοντος – που παραχωρεί στην Google όλο το φάσμα των πληροφοριών που αφορά τις κινήσεις του και τις παντός είδους προτιμήσεις του.
Όχι γιατί πια δεν έχει νόημα.»