Τα απαγορευμένα βιβλία του Βατικανού

 

Επέτρεψαν το βιβλίο “Ο Αγών μου” του Χίτλερ, αλλά για το Βατικανό στη μαύρη λίστα είχαν μπει Βολταίρος και Καζαντζάκης. Τα έργα των Αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων δέχθηκαν διορθώσεις.

Μέχρι την εφεύρεση της τυπογραφίας από τον Γουτεμβέργιο, το 1450, η γνώση ήταν προνόμιο λίγων. Τα χειρόγραφα βιβλία ήταν πανάκριβα και φυλάσσονταν κυρίως σε μοναστήρια και αυλές βασιλιάδων. Η τυπογραφία ανέτρεψε το κατεστημένο και τα λόγια των συγγραφέων άρχισαν να μεταδίδονται και στα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα.

Όμως με τη γνώση έρχονται η κριτική σκέψη και η αμφισβήτηση, έννοιες που ουδέποτε συμπάθησε η Καθολική Εκκλησία. Η Καθολική Εκκλησία με την Ιερά Εξέταση το 1542, έλεγχε, σύμφωνα με τη Μηχανή του Χρόνου, και τα λεγόμενα «αιρετικά» βιβλία. Όμως εκδίδονταν τόσα βιβλία, που το Βατικανό αναγκάστηκε να δημιουργήσει ξεχωριστό παράρτημα, που να ασχολείται μόνο με τα έντυπα.

Το 1557, ο Πάπας Παύλος Δ’ ίδρυσε το «Index Librorum Prohibitorum» δηλαδή τον Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων. Περιείχε όλα τα βιβλία που η Καθολική Εκκλησία έκρινε ως αιρετικά, αντιχριστιανικά ή κατά την άποψή της, περιείχαν προκλητικές σεξουαλικές λεπτομέρειες. Οποιοσδήποτε Καθολικός διάβαζε ένα από τα απαγορευμένα βιβλία, θα αφοριζόταν αμέσως.

Οι μαύρες λίστες των βασιλέων.

Η απαγόρευση δεν ίσχυε μόνο στις παπικές περιοχές επιρροής. Κάθε βασίλειο είχε το δικό του κατάλογο απαγορευμένων βιβλίων, που ορίζονταν ανεξάρτητα από το Βατικανό. Στη Γαλλία, περισσότεροι από 800 συγγραφείς και εκδότες φυλακίστηκαν στη Βαστίλη μέχρι την έναρξη της Γαλλικής Επανάστασης, το 1789. Ο πρώτος κατάλογος απαγόρευε όλα τα έργα του Λούθηρου και των υπόλοιπων προτεσταντών μεταρρυθμιστών.

Τα έργα των Αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων δέχθηκαν διορθώσεις και αφαιρέθηκαν όσα κομμάτια αναφέρονταν σε παγανιστικές και ειδωλολατρικές διδασκαλίες, που δεν συμβάδιζαν τον χριστιανισμό.

Απαγορεύτηκαν σχεδόν όλοι οι σύγχρονοι φιλόσοφοι, όπως ο Καρτέσιος, ο Σπινόζα, ο Λοκ, ο Ρουσό, ο Βολταίρος και ο Καντ. Δηλαδή απαγορεύτηκαν οι διανοούμενοι, πάνω στα έργα των οποίων βασίστηκε ο σύγχρονος ευρωπαϊκός πολιτισμός. Συμπεριλαμβάνονταν και συγγραφείς όπως οι Μπαλζάκ, Φλωμπέρ, Ουγκό, ο Ζολά, ακόμα και τα απομνημονεύματα του «εραστή» Καζανόβα.

Η καθολική εκκλησία κατά της δουλείας.

Το 1852, κυκλοφόρησε το βιβλίο «Η Καλύβα του Μπαρμπα θωμά» από την Αμερικανίδα συγγραφέα, Χάριετ Μπίτσερ Στόου. Σημείωσε τεράστιες πωλήσεις και διέδωσε σε όλο τον δυτικό κόσμο το μήνυμα εναντίον της δουλείας. Το Βατικανό θορυβήθηκε, γιατί η Στόου ανήκε στην προτεσταντική αίρεση των Κουάκερ και το έργο θεωρήθηκε ότι «μετέδιδε το δηλητήριο των Προτεσταντών».

Όμως, ένας από τους συμβούλους της επιτροπής υπερασπίστηκε σθεναρά το θέμα του βιβλίου, δηλαδή την κατάργηση της δουλείας:«Ακριβώς αυτό θέλουμε εμείς οι Καθολικοί. Ξεχάσατε πως όλοι οι άνθρωποι κατάγονται από τον Αδάμ και την Εύα και είναι ίσοι στα μάτια του Θεού;» Το επιχείρημά του έπεισε την επιτροπή και το βιβλίο δεν προστέθηκε στον κατάλογο.

Ο Αγών Μου.

Ένα βιβλίο που δεν συμπεριλήφθηκε ποτέ στον κατάλογο ήταν «Ο Αγών μου» του Αδόλφου Χίτλερ. Το Βατικανό, υπό την επιτήρηση του φασιστικού καθεστώτος του Μπενίτο Μουσολίνι, δεν τόλμησε να εναντιωθεί στον Φύρερ του Τρίτου Ράιχ. Χρησιμοποίησε ως δικαιολογία το απόσπασμα από την επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς τους Ρωμαίους, που έλεγε ότι η κρατική εξουσία προέρχεται από το Θεό και πρέπει να την υπακούν.

Καζαντζάκης.

Το 1954, το Βατικανό απαγόρευσε το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη, «Ο τελευταίος πειρασμός». Ο συγγραφέας έστειλε τηλεγράφημα στον Πάπα Πίου ΙΒ΄ με τη λατινική ρήση του «πατέρα» της λατινόφωνης εκκλησίας, Τερτυλλιανού: «Ad tuum Domine, tribual appelo» δηλαδή «Στο δικαστήριό σας κύριε, κάνω έφεση».

Το τηλεγράφημα του Καζαντζάκη δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Η ελληνική Εκκλησία, με τη σειρά της, χαρακτήρισε το έργο ως «σκανδαλώδες και επικίνδυνον διά κάθε χριστιανό» και απαίτησε να απαγορευθεί η κυκλοφορία του βιβλίου και στην Ελλάδα. Η απάντηση του συγγραφέα ήταν η εξής:

«Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή. Σας εύχομαι να ’ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή, όσο είναι η δική μου και να ’στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ».

Το τέλος του καταλόγου.

Το 1966, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Στ’ κατήργησε τον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων, υποστηρίζοντας ότι τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία γίνονταν οι προσθήκες στη λίστα, είχαν χάσει την ισχύ τους στον 21ο αιώνα.

Στις 14 Ιουνίου του 1966, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του Βατικανού η εξής παπική δήλωση:

«Αν και η επίσημη απαγόρευση καταργείται, ο Κατάλογος διατηρεί την ηθική του ισχύ, με την έννοια ότι δίδαξε στους Χριστιανούς να φυλάσσονται από τα γραπτά που διακινδυνεύουν την πίστη και το ήθος τους. Η επιτηδευμένη παραβίαση αυτού του καθήκοντος είναι αμαρτία, ακόμα και αν δεν επιφέρει εκκλησιαστική τιμωρία».