Από τον Ιούνιο του 2024, παρατηρείται αυξημένη μικροσεισμική δραστηριότητα στην Καλδέρα της Σαντορίνης, σύμφωνα με ανακοίνωση του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ). Το Εργαστήριο Σεισμολογίας του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος παρακολουθεί σε πραγματικό χρόνο τη σεισμική δραστηριότητα, τόσο στο ηφαιστειακό σύμπλεγμα της Σαντορίνης όσο και στη ζώνη Σαντορίνης – Αμοργού.

Στην έκτακτη ανακοίνωση της Διεπιστημονικής Επιτροπής Διαχείρισης Κινδύνων και Κρίσεων του ΕΚΠΑ, τονίζεται ότι από τον Ιούνιο του 2024 έχουν καταγραφεί πάνω από 2.500 σεισμοί, με αρκετούς από αυτούς να ξεπερνούν τους 4 βαθμούς Ρίχτερ. Η εικόνα της σεισμικής δραστηριότητας ενδέχεται να έχει χαρακτηριστικά προσεισμικής ακολουθίας.

Η μικροσεισμική δραστηριότητα εντός της Καλδέρας έχει ενταθεί από τα μέσα Σεπτεμβρίου και αποτελεί την πρώτη σημαντική δραστηριότητα μετά την περίοδο 2011-2012. Το ΕΚΠΑ έχει εγκαταστήσει μόνιμους σεισμολογικούς σταθμούς στη Σαντορίνη από το 2011, γεγονός που συμβάλλει στην ακριβή παρακολούθηση των φαινομένων.

Στην περιοχή του υποθαλάσσιου ηφαιστείου Κολούμπο, που βρίσκεται περίπου 8 χιλιόμετρα βόρεια-ανατολικά της Σαντορίνης, έχουν παρατηρηθεί διαχρονικά περισσότερες σεισμικές δραστηριότητες. Οι σεισμοί εντοπίζονται κυρίως στη Νέα Καμένη και στην περιοχή Ημεροβιγλίου-Φηρών.

Από τον Ιούνιο του 2024 έως τις 25 Ιανουαρίου 2025, έχουν καταγραφεί πάνω από 1.200 σεισμοί, με τον μεγαλύτερο να σημειώνεται στις 25 Ιανουαρίου. Στις 26 Ιανουαρίου, παρατηρήθηκε νέα έξαρση σεισμών, με πάνω από 1.300 καταγεγραμμένους μέχρι τις 29 Ιανουαρίου.

Η σεισμικότητα επεκτάθηκε και στην περιοχή γύρω από τη νησίδα ‘Ανυδρο, με σημαντική δραστηριότητα να καταγράφεται από την 1η έως την 4η Φεβρουαρίου. Σημαντικοί σεισμοί σημειώθηκαν στις 3 και 4 Φεβρουαρίου, με μέγεθος 5.0.

Το πυκνό σεισμολογικό δίκτυο της Σαντορίνης, που περιλαμβάνει σταθμούς του Ενιαίου Εθνικού Δικτύου Σεισμογράφων, ενισχύεται με νέες εγκαταστάσεις, προκειμένου να βελτιωθεί η παρακολούθηση της σεισμικής δραστηριότητας.

Η Διεπιστημονική Επιτροπή τονίζει τη σημασία της μελέτης της εδαφικής παραμόρφωσης και της σχέσης της με τη σεισμικότητα. Από το 2011, έχει εγκατασταθεί μόνιμος δορυφορικός γεωδαιτικός σταθμός, ενώ περιοδικά επαναμετράται ένα δίκτυο σταθμών GPS στην περιοχή.

Η ανακοίνωση καταλήγει αναφέροντας ότι η σεισμική δραστηριότητα μπορεί να έχει χαρακτηριστικά προσεισμικής ακολουθίας, με ολοένα περισσότερους σεισμούς να καταγράφονται με μεγέθη μεγαλύτερα ή ίσα του 4.0.