Η Εφημερίδα των Συντακτών

[ad_1]

Γνωρίζουμε ήδη το επιτελικό κράτος της Δεξιάς και τα πεπραγμένα του. Εδώ θα αναφερθούμε σε μια ιδιαίτερη διάστασή του που είναι η αερολογία συνοδευόμενη συχνά από μια δόση έπαρσης. Αυτό συμβαίνει σε αρκετούς τομείς, εκεί όμως που αποκτά εμβληματικό χαρακτήρα είναι η περιβαλλοντική πολιτική της κυβέρνησης. Τελευταίο δείγμα είναι η πρόσφατη γνωμοδότηση της κυβερνητικής επιστημονικής επιτροπής για το κλίμα σχετικά με τον νέο ευρωπαϊκό νόμο για το κλίμα (ΝΕΝΚ).

 

Συγκεκριμένα, στη γνωμοδότηση αναφέρεται, αρχικά, ότι το εθνικό σχέδιο για την ενέργεια και το κλίμα (ΕΣΕΚ) που κατέθεσε η κυβέρνηση στην Ε.Ε. «υπερβαίνει σε φιλοδοξία πολλές από τις προτάσεις και συστάσεις της Ε.Ε.», ενώ «ο προτεινόμενος ευρωπαϊκός κλιματικός νόμος δεν περιλαμβάνει έναν φιλόδοξο στόχο για το 2030, ούτε αναφέρεται στις νομοθετικές παρεμβάσεις που θα απαιτηθούν για την επίτευξή του».

Στη συνέχεια, η γνωμοδότηση επισημαίνει τις αναγκαίες συμπληρώσεις στις οποίες πρέπει να προβεί ο ΝΕΝΚ. Ειδικότερα, τονίζει ότι θα πρέπει να δοθεί, επίσης, έμφαση στην προστασία της βιοποικιλότητας. Ακολούθως, υπογραμμίζει ότι ο ΝΕΝΚ θα πρέπει να περιλαμβάνει ρητή μνεία για την κλιματική μετανάστευση. Κοντολογίς, εκτιμά ότι με τις νέες ρυθμίσεις του ΝΕΝΚ τίθεται σε κίνδυνο ο στόχος της κλιματικής ουδετερότητας για το 2050.

Εκεί, όμως, που η αερολογία φτάνει στο απόγειό της είναι όταν διαβάζει κανείς τις συγκεκριμένες προτάσεις της επιστημονικής επιτροπής. Ετσι, προτείνει τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (ΑτΘ) στο 65% μέχρι το 2030 (αντί του 50% που προτείνει η Ε.Ε.) και τον ορισμό συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος για τη λήψη μέτρων σχετικά με την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Επίσης, προτείνει να συμπεριληφθούν στο ΝΕΝΚ ρυθμίσεις για τη συμμετοχή του κοινού και να προβλεφθούν κυρώσεις για τα κράτη που δεν συμμορφώνονται με τους στόχους του και δεν υιοθετούν εθνικές νομοθεσίες.

Ας δούμε, όμως, ποιες σχετικές ενέργειες έχει κάνει μέχρι τώρα η κυβέρνηση και ποια είναι η αντιμετώπισή τους από την Ε.Ε. Στην επιστημονική έρευνα που εκπονήθηκε για λογαριασμό της Ε.Ε. (Pave the way for increased climate ambition, Ιούνιος 2020) αξιολογούνται τα ΕΣΕΚ που κατέθεσαν τα κράτη στην Ε.Ε. Σε ό,τι αφορά, ειδικότερα, την Ελλάδα υπογραμμίζεται ότι «η πρόταση για την απολιγνιτοποίηση θα μπορούσε να αποτελέσει την ευκαιρία για την ανάπτυξη ΑΠΕ. Ωστόσο, δυστυχώς η κυβέρνηση επέλεξε να προωθήσει το καύσιμο φυσικό αέριο…». Επίσης, επισημαίνει ότι σχετικά με τη δίκαιη μετάβαση για τις λιγνιτικές περιοχές «το ΕΣΕΚ δεν είναι αρκετά πειστικό καθώς δεν αντιμετωπίζει τη μεγάλη πρόκληση του μετασχηματισμού των τοπικών οικονομιών» (σελ. 27).

Ακολούθως, αναφέρει ότι «στο ΕΣΕΚ δεν υπάρχει σχέδιο για τη σταδιακή κατάργηση των επιδοτήσεων των ορυκτών καυσίμων, παρά το ότι η Ε.Ε. έκανε σχετικές συστάσεις». Επίσης, οι στόχοι για τη μείωση εκπομπών ΑτΘ στον τομέα των μεταφορών δεν είναι φιλόδοξοι και είναι μικρότεροι σε σχέση με το πρώτο ΕΣΕΚ» (που είχε καταθέσει η προηγούμενη κυβέρνηση). Υπογραμμίζεται, στη συνέχεια, ότι «προβλέπεται αύξηση της χρήσης του καύσιμου φυσικού αερίου σε σχέση με το προηγούμενο ΕΣΕΚ με συνέπεια το 32% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας να στηρίζεται στο καύσιμο φυσικό αέριο».

Τέλος, γίνεται αναφορά στην «έλλειψη επικαιροποιημένου χωρικού σχεδίου για τις ΑΠΕ που είναι απαραίτητο για την προστασία της πλούσιας βιοποικιλότητας της Ελλάδας». Εάν συνεχιστεί η έλλειψη αυτή, «η Ελλάδα δεν θα επιτύχει τον στόχο να αυξήσει το ποσοστό της συμμετοχής των ΑΠΕ από το 29% που είναι σήμερα στο 61% για το 2030 και θα υπάρξει εκτίναξη της χρήσης φυσικού αερίου» (σελ. 28).

Ας προστεθούν στα παραπάνω, εντελώς ενδεικτικά, η κυβερνητική πολιτική για τη βιοποικιλότητα (π.χ. ο πρόσφατος νόμος), η ανυπαρξία οποιασδήποτε συζήτησης για την κλιματική στρατηγική, η αντιμεταναστευτική της ρητορική κοκ. Είναι λοιπόν φανερό ότι οι προτάσεις της επιστημονικής επιτροπής, δηλαδή του υπουργείου, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια αερολογία και μάλιστα επικίνδυνη. Είναι αερολογία γιατί, όπως είδαμε, οι ελλείψεις που προσάπτει στην Ε.Ε. είναι ελλείψεις της κυβερνητικής πολιτικής για το κλίμα. Είναι δε και επικίνδυνη γιατί κινείται μόνο στο επίπεδο των εντυπώσεων, θέλοντας να δείξει τόσο προς το εσωτερικό (κυρίως) όσο και προς το εξωτερικό τη δήθεν επάρκεια της επιτελικής κυβέρνησης.

Η γνωμοδότηση της επιτροπής και η διθυραμβική υποδοχή της από τον υπουργό (βλ. δ.τ. 18.6.2020) παίρνουν διαστάσεις κωμωδίας αν αναλογιστεί κανείς ότι η Ελλάδα, πέραν των όσων αναφέραμε, είναι μεταξύ των λίγων κρατών στην Ενωση που δεν έχουν ψηφίσει εθνικές νομοθεσίες σχετικά με το κλίμα. Να σημειώσουμε ότι αυτό είναι απαραίτητο καθώς η ευρωπαϊκή νομοθεσία καθορίζει μόνο το πλαίσιο και τους στόχους αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης και κατά συνέπεια η παράλειψη αυτή αποτελεί σοβαρό εμπόδιο για τη συμμετοχή της χώρας στο Ταμείο Ανάκαμψης. Αντί, λοιπόν, να επικεντρωθεί η κυβέρνηση στη νομοθέτηση των σχετικών δράσεων και των στόχων, κάνει ανούσιες προτάσεις για το ΝΕΝΚ. Αν συνεχίσει έτσι ένα είναι βέβαιο: η κωμωδία της αερολογίας θα εξελιχθεί σε ιλαροτραγωδία με θύμα το κλίμα, τη βιοποικιλότητα και το περιβάλλον γενικότερα.

* Αν. καθηγητής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο

[ad_2]

Πηγή : EFSYN